Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΥΛΩΝΑ ΠΑΤΕΡΟΜΑΝΩΛΗ

Ο Πατερομανώλης ήταν γείτονας μας και δεν είχε παιδιά. Είχε ένα αλευρόμυλο στους βορνούς μύλους και πήγαινε κάθε μέρα για να αλέσει τα στάρια και τα κριθάρια που του πήγαιναν οι χωριανοί μας. Στο χωριό υπήρχαν δυό σειρές από μύλους. Οι βορνοί μύλοι και οι νοτικοί μύλοι. Τώρα μονο τα χαλάσματα τους υπάρχουν. Τότε τους έβλεπες με τα πανιά ανοικτά να γυρίζουν και να αλέθουν τα στάρια και τα κριθάρια. Όταν με έπερνε ο Πατερομανώλης καμιά φορά στο μύλο του γυρνούσα ολάσπρος στο σπίτι από τα αλεύρια στα μαλιά μου και στα ρούχα μου. Τον έλεγα παπού γιατί οι δικοί μου παπούδες είχαν πεθάνει πριν γεννηθώ και μόνο την Μάνα του Πατέρα μου γνώρισα. Η Γιαγιά αυτή όμως ήταν πολύ αυστηρή και δεν ήθελε φασαρίες. Όταν πηγαίναμε όλα τα εγγόνια μαζί, μας έβαζε τις φωνές γιατί κάναμε φασαρία και μας έδιωχνε από το σπίτι της. Μόνο αν καμιά φορά πήγαινα μόνος μου με άφηνε να κάτσω στη ποδιά της και μου έλεγε. Α παιδάκι μου ν'άξερες ήντα τράβηξα για να κάμω (γεννήσω) τον πατέρα σου !! Επτά κορίτσια έκανα, μα (αλλά) ο τζαναμπέτης ο πατέρας σου παραλίγο να μου βγάλει τα χαρτιά μου (με ταλαιπώρισε πολύ, λιγο έλειψε να με στείλει στον άλλο κόσμο) για να τον κάνω. Αμα καμιά φορά σασε μαλώνω, είναι γιατί πονεί η κεφαλή μου και δεν μπορώ τσι φασαρίες. Εγώ σας αγαπώ, όλα τα γγόνια μου τα αγαπώ. Αλλά είμαι γριά γυναίκα και έχω παραξενειές κι αρώστειες. Στο πρόσωπο του Πατερομανώλη έβλεπα τους παπούδες που δεν γνώρισα. Φορούσε κρητικές βράκες και μαύρα στιβάνια και ενα μαύρο κούκο στο κεφάλι. Ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος. Μου έλεγε ιστορίες παλιές για τον Χατζή πατέρα, ενα καλόγερο που έκανε καλά τους ανθρώπους και τα ζώα με τις ευχές που τους διάβαζε και άλλες ιστορίες. Μια από αυτές είναι και η παρακάτω που θα σας γράψω. Ήταν κάποτε επί τουρκοκρατίας δύο παιδία που είχαν χάσει τους γονείς τους σε κάποιο επεισόδιο με τους τούρκους και μεγάλωσαν με τον παπού και την γιαγιά τους. Ο ένας ήταν εξυπνο και γνωστικό παιδί και ο παπούς τον έστηλε στη Μονή της κουφής πέτρας όπου ήταν έδρα του δεσπότη της περιοχής να μάθει γράμματα. Τότε σχολειά δεν υπήρχαν. Ο άλλος αδερφός ήταν βλάκας και αργόστροφος και δεν έπερνε τα γράμματα. Ήταν όμως μεγαλόσωμος και δυνατός και ο παπούς τον έμαθε να δουλεύει στα χωράφια. Όταν μεγάλωσαν ο έξυπνος έγινε γραμματικός του δεσπότη, μεγάλωσε την περιουσία του και όλοι τον σεβόταν και ήθελαν να έχουν την φιλία του. Έκανε λοιπόν πολλές κουμπαριές. Σε μια από αυτές ο αδερφός του τον παρακάλεσε να τον πάρει μαζί του. Επειδή όμως ο γνωστικός αδερφός δεν του είχε πολύ εμπιστοσύνη ότι δεν θα κάνει καμιά γκάφα και τον εκθέσει, του έθεσε όρους για να τον πάρει. Του είπε λοιπόν. Θα σε πάρω αν κάνεις αυτά που θα σου πώ. Δεν θα μιλάς αν δεν σου πώ εγώ. Δεν θα τρώς τον περίδρομο όπως κάνεις συνήθως αλλά θα τρώς σιγά σαν τον άνθρωπο με το πιρούνι και μόλις σε πατήσω στο πόδι θα σταματήσεις να τρώς. Αν σου πούν να φάς κι άλλο θα πεις ευχαριστώ αλλά χόρτασα. Κατάλαβες ; Ναι είπε ο βλάκας αδερφός. Πήραν λοιπόν το δρόμο ο έξυπνος αδερφός πάνω στο άλογο του και ο βλάκας αδερφός με τα πόδια. Έγινε ο γάμος και κάτσανε στο τραπέζι να φάνε . Επιασε το πιρούνι ο βλάκας αδερφός και έπιασε ενα κομάτι κρέας να το φάει. δεν πρόλαβε να πάρει δεύτερη πιρουνιά και κάτι τον πάτησε στο πόδι. Σταμάτησε να τρώει. Όλοι του έλεγαν να φάει, ακόμα και ο αδερφός του, αλλά αυτός έλεγε. Ευχαριστώ αλλά χόρτασα. Το βράδυ δεν τους άφησαν να φύγουν γιατί είχε νυχτώσει και έτσι έμηναν στου γαμπρού το σπίτι για να περάσουν την νύχτα. Ρώτησε λοιπόν ο έξυπνος αδερφός τον βλάκα γιατί σταμάτησε να τρώει. Αφού μου πάτησες το πόδι, απαντά ο βλάκας. Εγώ δεν σου πάτησα το πόδι. Μάλλον ο γάτης σου το πάτησε του λέει ο έξυπνος. Τωρα κοιμήσου και αυριο θα φας το πρωί πάλι. Ελα όμως που ο βλάκας που ήταν συνηθισμένος να τρώει πολύ φαγητό πεινούσε και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Φώναξε λοιπόν στον αδερφό του. Εγώ πεινώ. Σκάσε του λέει μην ξυπνήσεις τους αθρώπους. Σώπασε για λίγο, αλλά ξανάρχισε να φωνάζει. Εγώ πεινώ. Σκάσε μωρέ μη φωνάζεις και θα με κάνεις ρεζίλι. Ειπε ο αδερφός του. Αφού πεινώ πρέπει να φάω γιατί πονεί η κοιλιά μου. Ρε τι έπαθα λέει ο έξυπνός. Σήκω να σε πάω στη κουζίνα να φάς και εχει μείνει πολύ φαγητό. Τον πήγε στη κουζίνα, άναψε ενα λίχνο και του έβαλε ένα καλό πιάτο να φάει και πήγε στο κρεβάτι του. Μετα από κάμποση ώρα φωνάζει ο βλάκας του αδερφού του. Να σου φέρω μωρέ ενα μεζέ ; Σκάσε μωρέ κι έλα να κοιμηθείς. Του απάντησε ο έξυπνος. Εγώ θα σου φέρω. Λέει ο βλάκας. Πέρασε λίγη ώρα αλλά δεν τον έβλεπε να έρχετε. Τον ακούει όμως να λέει από κάπου αλλού. Μη φυσάς μωρέ και κρυγιό (κρύο) είναι. Σηκώνεται ανήσυχος ανάβει ένα λίχνο και τον ψάχνει. Που είσαι μωρέ ; Του λέει ψιθυριστά για να μη ξυπνήσουν ο γαμπρός με την νύφη. Επαέ (εδώ) απαντά από ενα δωμάτιο ο βλάκας. Ο έξυπνος βλέπει τον αδερφό του στο δωμάτιο της νύφης και του γαμπρού, να προσπαθεί να δώσει με το πιρούνι ένα κομάτι κρέας,υποτίθεται σ΄αυτόν, αλλά σε λάθος κρεβάτι και από λάθος μεριά. Ήταν βλέπετε καλοκαίρι και ο γαμπρός με τη νύφη κοιμόταν γυμνοί. Ο βλάκας έτσι όπως ήταν σκοτεινά, προσπαθούσε να δώσει στον κώλο της νύφης, που νόμιζε ότι ήταν το κεφάλι του αδερφού του, το κρέας.  Η νύφη όμως αερίστηκε (κοινώς έκλασε ) και ο βλάκας νόμισε οτι ο αδερφός του φυσούσε το κρέας. Ετσι του έλεγε να μη φυσά γιατί είναι κρύο. Το αίμα ανέβηκε στο κέφάλι του έξυπνου που άρπαξε τον αδερφό του και τον έβγαλε από το δωμάτιο. Ντύσου του λέει να φύγουμε γιατί με έκανες ρεζίλι και δεν σου έχω καμιά εμπιστοσύνη μη κάνεις κιάλλα. Ντύνονται και ο έξυπνος γράφει ενα σημείωμα στον γαμπρό οτι έπρεπε να φύγει γιατί είχε κάποια δουλειά να κάμει και πήγαίνει στο σταύλο να πάρει το άλογο του. Βγένοντας λέει στο αδερφό του που καθυστερούσε να ντυθεί. Σύρε μωρέ τη πόρτα αμα βγείς.  Καβαλάει το άλογο ο έξυπνος και γυρίζει να δει τον αδερφό του που ερχόταν. Τι είναι μωρέ αυτό που κουβαλάς στη πλάτη σου ; Ρωτά ο γνωστικός . Δε μου πες να σύρω τη πόρτα ; Απαντά ο βλάκας . Βρε κουζουλέ εγώ σου είπα να κλείσεις τη πόρτα και εσύ την πήρες στη πλάτη σου ; Γρήγορα βάλτην στη θέση της να φύγουμε πριν ξυπνήσουν οι αθρώποι και μας πάρουν με τις λεμονόκουπες. Αλλη φορά δεν πρόκειται να έρθεις μαζί μου. Είπε ο γνωστικός που μετάνιωνε που πήρε τον αδερφό του μαζί του.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

TΟ ΜΑΖΕΜΑ ΤΩΝ ΑΜΥΓΔΑΛΩΝ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ

Τις δεκαετίες του 40 και του 50 οι Λιμνιώτες φύτευαν αμυγδαλιές και η Μάχα και όλος ο τζανούκος ήταν γεμάτος αμυγδαλιές αλλά και δυτικά μέχρι τον Νικηθιανό υπήρχαν πολλες αμυγδαλιές. και στον κάμπο ήταν πολλές, όπως και στο νεκροταφείο και στην Αγία Παρασκευή. Ακόμα και μακρύτερα όπως στον Αγιο Λουκά, στο Λουσέστρο, στην Αγία Πελαγία, στον Καλό Λάκο. Εκεί ομως που ήταν μονοκαλιέργια ήταν στα Ατσιμπραγά. Όλες οι πλαγιές ήταν γεμάτες αμυγδαλιές. Μετά άρχιζαν οι χαρουπιές που έφταναν μέχρι τη θάλλασσα και τον Αγιο Νικόλαο. Το μάζεμα των αμυγδάλων είναι καλοκαιρινή ασχολία. Και ήταν σαν παιγνίδι για μας τα παιδιά τότε. Τα σχολεία ήταν κλειστά λόγω θερινών διακοπών και οι γονείς μας μας έπερναν στα χωράφια να βοηθήσουμε και να μαθαίνουμε κιόλας. Ήπαμε στη προηγούμενη ιστορία ότι εκείνα τα χρόνια οι οικογένειες ήταν κοντά η μια στην άλλη και υπήρχε αλληλεγγύη στα σόγια. Μαζευτήκανε λοιπόν οι Κοκολάκιδες όλοι και πήγανε στα Ατσιμπραγά. Πήγανε και η θειά μου Καδιανή με τη Μάνα μου και πήρανε και εμένα. Είχαμε σπίτι στα Ατσιμπραγά που τότε πρέπει να είχαν καμιά εικοσαριά μόνιμους κατοίκους. Πυθαρούλιδες, Κατσούλιδες και Κοκόλιδες. Αφού μαζέψαμε τα κοντινά χωράφια το βράδυ κοιμηθήκαμε στο αλώνι που ήταν έξω από το σπίτι μας που ήταν στην άκρη του λόφου που ήταν ο οικισμός, πάνω από τους σπήλιους. Εκεί κοιμήθηκαν παρέα και τα ξαδέρφια μου Κοκολάκιδες που έιχαν έρθει μαζί μας για να μαζεύψουν τα δικά τους αμύγδαλα. Μπήκαμε λοιπόν ο καθένας σε ένα τσουβάλι και μαζευτήκαμε στη μέση του αλωνιού ο ένα κοντά στον άλλο για να μη κρυώνουμε τη νύχτα.  Την άλλη μέρα πήγαμε στη Λαγγάδα. Ενα μέρος όπου είχαμε ενα μεγάλο χωράφι με καμιά πενηνταριά αμυγδαλιές. Ο καιρός όμως άλλαξε και επειδή το βράδυ θα διανυκτέρευαν εκεί, εμένα μου φόρτωσαν τα δυό γαϊδούρια και τα πήγα στο χωριό. Η θειά μου η Μαρία ξυπάστηκε που με ήδε και με ρώτησε γιατί γύρησα. Της απάντησα ότι ο καιρός άλλαξε και επειδή θα κοιμόταν στο χωράφι στη λαγγάδα για να μην κρυώσω με έστηλαν στο χωριό. Κοιμήθηκα στο χωριό και το πρωί με ξύπνησε η θειά και πήρα τα γαϊδούρια και πήγα στο χωράφι. Η Μάνα μου μου είπε οτι έκανε πολύ κρύο τη νύχτα και παρόλο που μπήκαν σε δυό τσουβάλια και τυλίχτηκαν και μια λιναρένια ανάπλα τρέμανε τα δόντια τους από το κρύο. Τα τσουβάλια τότε ήταν μεγάλα τρίρηγα και έβαζαν 80 οκάδες καρπό. Το βράδυ μαζεύψαμε τα αμύγδαλα και γυρήσαμε νύχτα στο χωριό. Το ίδιο γινόταν και με τα χαρούπια. Μόνο που τότε μέναμε μέσα στο σπίτι γιατί ήταν Σεπτέβρης. Τη νύχτα μας έκανα παρέα οι ποντικοί που τους χαλάσαμε την ησυχία τους και μας κοίταζαν παραξενευμένοι για τους απρόσκλητους μουζαφίριδες.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΤΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ (ΤΑ ΣΟΓΙΑ) ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ

Τις δεκαετίες πριν το 1970 οι οικογένειες ηταν πολύ δεμένες. Και όταν λέγαμε οικογένεια ενοούσαμε ολο το σόϊ μέχρι και τα δεύτερα ξαδέρφια. Τότε λοιπόν δεν τολμούσε κανένας να πειράξει κάποιον που είχε μεγάλο σόϊ γιατί φοβόταν την αντίδραση των υπολοίπων του σογιού. Ηταν τόσο δεμένες οι οικογένειες που όλα τα μέλη συμμετείχαν στις δουλειές και η μια οικογένεια του σογιού βοηθούσε την άλλη, στο μάζεμα των ελιών στο θέρος στο αλώνισμα. Επίσης στις χαρές και τις λύπες ήταν ολοι παρόντες και βοηθούσαν οπως μπορούσε ο καθένας. Βέβαια μαζευόταν πολλά ατομα και οι δουλειές γινόταν ευκολότερα αλλά γινόταν και χαβαλές από τα νεότερα μέλη των οικογενειών. Υπήρχαν και οι δυνατοί του σογιού που έκαναν τις δύσκολες δουλειές και οι πιο αδύνατοι που έκαναν τις βοηθητικές δουλειές. Θυμάμε μερικούς γάμους που μαζευόταν τα σόγια και βοηθούσαν στο τραπέζι και οχι μόνο. Από τον καιρό που δυνόταν το δακτυλίθι μέχρι τον γάμο, έπρεπε να γίνουν πολλές δουλειές. Πρώτο από όλα έπρεπε να βρεθεί σπίτι για να μείνει το νέο ζευγάρι. Αν δεν βρησκόταν, χτίζανε ένα καινούργιο. Έπειτα να επιπλωθεί, να στρωθεί από την νύφη με τα προικιά της. Και δεν είχαν και μεγάλες απαιτήσεις εκείνες τις εποχές. Ενα σπίτι με μιά κρεβατοκάμερα, μια κουζίνα και ενα καθιστικό που δεν ήταν πάντοτε απαραίτητο. Συνήθως η κουζίνα με το καθιστικό ηταν ένα. που τα χώριζε μια μεγάλη καμάρα στη μέση του δωματίου. Εξαρτόταν από τα οικονομικά του Γαμπρού. Ποιό απαραίτητος ήταν ο σταύλος για να βάλουν τα ζώα. Τότε τα ζώα ήταν απαραίτητα σε ένα νέο σπίτι. Οπως και η κάμερα, που ήταν ενα μακρόστενο δωμάτιο συνήθως χωρίς παράθυρο που έιχε μέσα πιθάρια και βαρέλια με λάδι και διάφορα όσπρια. Επίσης απαραίτητος ήταν και ο αχερώνας ένα ξεχωριστό δωμάτιο που είχε δύο εισόδους. Μιά από την οροφή που έβαζαν τα άχερα και μια από κάτω που τα έβγαζαν. Τα άχερα ήταν απαραίτητη τροφή για τα γαιδούρια και τις αγγελάδες. Τότε όποιος ήθελε να είναι σωστός νοικοκύρης έπρεπε να έχει ενα γαϊδούρι δυό αγγελάδες και δυό κατσίκες ή μια καστίκα και μια προβατίνα. Αν ήταν λιγάκι πιο πλούσιος είχε και ενα άλογο για να πηγαίνει στα πανηγύρια και τις γιορτές. Οι ντόπιες αγγελάδες ήταν πολύ δυνατά ζώα. Ηταν ανοικτού καφέ χρώματος, οχι πολύ μεγαλόσωμες, με μικρά κέρατα, που έκαναν τις δύσκολες δουλιές του οργώματος και του αλωνισμού. Τα γαϊδούρια ήταν τα μεταφορικά μέσα της εποχής. Τα πρόβατα και οι κατσίκες ήταν για το γάλα και τα γαλακτοκομικά πρόϊόντα και για αναπαραγωγή. Φυσικά το κοτέτσι ήταν μέρος του στάυλου. Σπίτι χωρίς  κότες δεν υπήρχε τότε. Ασε που ήταν ελέυθερες  στα σοκάκια του χωριού.
ομως όταν βράδιαζε ήξερε η καθε κότα το κοτέτσι της και πήγαινε. Βέβαια δεν έλυπαν και οι κλεφτοκοτάδες γιαυτό υπήρχε ο σκύλος που φύλαγε στη πόρτα του σταύλου. Ετσι δύσκολα έμπαινες σε ξένο σταύλο που δεν σε γνώριζε ο σκύλος φύλακας. Δύσκολες εποχές !! Δεν υπήρχαν τότε θέσεις στο Δημόσιο, (ποιο Δημόσιο ;) Ενας δάσκαλος, ένας αγροφύλακας και ενας παπάς που δεν πληρωνόταν τότε από το κράτος αλλά οτι του έδηναν οι ενορήτες (τότε υπήρχαν πραγματικοί παπάδες)
Αντε να βάλουμε και το γραματέα της κοινότητας που συνήθως ήταν κάποιος απόστρατος χωροφύλακας που ήξερε πέντε γράμματα του Δημοτικού και ότι είχε μάθει στη χωροφυλακή. Ο δήμαρχος ήταν άμισθος. Αλλά δεν τον εύρισκες ποτέ στο Δημαρχείο. Μόνο στα χωράφια ή στο καφενείο τον εύρισκες. Αλλά στους Γάμους και στα πανηγύρια ήταν πρώτος απ' όλους. Συνήθως ο Δήμαρχος ήταν από μεγάλο σόϊ, που είχε πολλούς ψηφοφόρους. Γιαυτό και έβγαινε πρώτος στους ψήφους. Ήταν πλούσιος  και είχε βοηθήσει πολύ κόσμο, εκτός και εντος του σογιού του. Απαραίτητη προϋπόθεση να είχε κάνει πολλές κουμπαριές εκτός σογιού (κάτι ήξερε ο Μητσοτάκης ). Οι κουμπαριές μέχρι πρωθυπουργό βγάζουνε !! Ο Δήμαρχος ήταν ο επιστάτης στις δουλειές που γινόταν στο χωριό. Έπαιζε τον αστυνόμο τον δικαστή τον προξενητή. Ήταν με άλλα λόγια ο αρχηγός του χωριού. Θα σα πω μια ιστορία για να καταλάβαιτε την δύναμη που είχε τότε ο Δήμαρχος και το δέσιμο του σογιού. Ήταν λίγο μετά τον εμφύλιο. Ακόμα υπήρχε καχυποψία και φόβος μεταξύ των ανθρώπων.
Ενας νεαρός από ένα παραδιπλανό χωρίο είχε ερωτευτεί την ανηψιά του πατέρα μου (κόρη της αδελφής του). Όμως το σόϊ του δεν ήθελε την κοπελιά (κυρίως ο αδελφός του ). Έτσι ήρθε στον πατέρα μου και του είπε το πρόβλημα του. Ο πατέρας μου ήταν κασάπης και πολύ δυνατός και μεγαλόσωμος άνδρας. Είχε κάνει και χωροφύλακας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 19-22. Τον συμβούλεψε λοιπόν να την κλέψει (την ανηψιά του), αφού την αγαπά και να την φέρει στο σπίτι του (του πατέρα μου) κι αυτός θα τους παντρέψει. Την επόμενη νύχτα πήγε στο σπίτι της κοπέλας και την πήρε και την έφερε (με τα πόδια) στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου κανόνισε με τον παπά και το Δήμαρχο που ήταν πρώτος ξάδερφος της Μάνας μου, τα χαρτιά του γάμου και τις διαδικασίες. Ο γάμος έγινε σε δυό μέρες. Ενω είχε τελειώσει  το μυστήριο στην εκκλησία  και ερχόταν σπίτι μας για να γίνει το τραπέζι,  ήρθε ο αδελφός του Γαμπρού με μερικούς χωροφύλακες με όπλα και μπουκάρουν στη αυλή του σπιτιού μας. Πέρνουν τη νύφη τον γαμπρό και οσους βρήκαν στην αυλή. Ακόμα και τον τσαγκάρη που ήρθε να πάρει τα παπούτσια της νύφης γιατί την εκοψαν για να τα φτιάξει. Εγώ είχα κρυφτεί κατω από το κρεβάτι και δεν με βρήκαν. Ο πατέρας μου έλειπε στο κασάπικο και όταν ήρθε σπίτι, του είπε η Μάνα μου, που έτυχε να είναι στο απέναντυ σπίτι (το πατρικό της) που θα γινόταν ττο τραπέζι και δεν την πήραν κι αυτή, ότι  τους είχαν πάρει στη Νεάπολη στο τμήμα οι χωροφυλάκοι. Ο Πατέρας μου γνώριζε σαν παλιός χωροφύλακας τον αστυνόμο στη Νεάπολη. Πήρε λοιπόν τον Δήμαρχο και πήγαν στη Νεάπολη στο τμήμα. Μπήκαν στο γραφείο του αστυνόμου φουριόζοι. Βρε καλώς τον φίλο μου το Μανώλη και τον Δήμαρχο. Πως από δώ ;  Είπε ο Αστυνόμος. Ο Πατέρας του είπε . Η κοπελιά που φέρετε από τσι Λίμνες με τον Γαμπρό, είναι ανηψιά μου και εγώ τους πάντρεψα. Ο Γαμπρός την έφερε σπίτι μου γιατί ο αδερφός του που έφερε τους χωροφύλακές σου και την πήραν δεν την ήθελε. Αλλά εδώ έχω και το Δήμαρχο που ήταν παρών όταν ο Γαμπρός ήρθε και με βρήκε και μου ζήτησε να τους παντρέψω. Λοιπόν αφού αυτός αποφασισε να παντρευτεί ο αδερφός δεν έχει καμιά δουλειά να επεμβαίνει. Αλλωστε είναι μεγάλος έχει πάει στρατιώτης και δεν του ζήτησε ούτε λεφτά ούτε χωράφια. Ο Αστυνόμος συκώθηκε από το γραφείο του και είπε στον Πατέρα μου. Συγνώμη βρε Μανώλη δεν ήξερα ότι ήταν ανηψιά σου. Αλλά ο άνθωπος αυτός ήρθε και μας είπε οτι απαγάγανε τον αδερφό του με το ζόρι και πανε να τον παντρέψουν χωρίς την θελησή του. Φέρε τον Γαμπρό να μας πεί ο ίδιος την αλήθεια. Είπε ο Πατέρας μου. Έφεραν τον Γαμπρό και εκείνος είπε αυτά που είχε πεί και ο Πατέρας μου .  Ο Αστυνόμος τότε είπε . Συγνώμη και πάλι Μανώλη. Μπορείς να τους πάρεις και να πάς στο καλό. Επίσης μπορείς να κάνεις μύνηση στον αδερφό του γαμπρού αν θέλεις για την ταλαιτωρία και για συκοφαντική δυσφήμηση. Ασε που θα τα πούμε οι δυό μας αργότερα. Δεν χρειάζεται να κάνω τίποτε. Οι άνδρες που φοράνε παντελόνια, κάνουν τις δουλιές τους αλλιώς. Είπε ο πατέρας μου. Ο Αστυνόμος  γύρισε στον αδερφό του γαμπρού και του είπε. Εσύ θα μείνεις, να σου πώ δυό λογάκια για άσκοπη απασχόληση της υπηρεσίας, ψευδή καταγγελία και κάμποσα άλλα πραμματάκια. Και διέταξε ένα χωροφύλακα να τον πάει στο κρατητήριο. Ο Πατέρας μου ευχαρίστησε τον Ατυνόμο, πήρε γαμπρό και νύφη και τους υπόλοιπους και πήγαν στο χωριό για να κάτσουν στο γαμήλιο τραπέζι.  Εγώ χάρηκα που τους είδα πάλι (είχα ρίξει μαύρο δάκρυ όταν τους πήραν οι χωροφύλακες) και άρχισα να πειράζω την ξαδέρφη μου τη νύφη. Ο γαμπρός κι η νύφη το τηγάνι γλύφει . Της έλεγα, κι αυτή με κηνυγούσε γύρω από το τραπέζι. Αυτό το περιστατικό, έγινε αιτία ο τσαγκάρης που ήταν ανηψιός του πατέρα μου, να μπεί στην ατυνομία πόλεων. Με τη βοήθεια του Αστυνόμου του Δημάρχου και του πατέρα μου βέβαια.

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΜΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Στο χωριό μας είχαν τη συνήθεια οι Μανάδες να τάσσουν τα παιδιά τους όταν αρρώσταιναν στην Παναγία ή σε κάποιο άγιο. Ετσι όταν το παιδί γινόταν καλά. έπρεπε να εκτελέσουν το τάξιμο. Μάλιστα τηρούσαν με ευλάβεια την εκτέλεση του ταξίματος. Ο λόγος ήταν οτι φοβόντουσαν την οργή του Αγίου αν δεν εκπλήρωναν το τάξιμο. Οπώς έλεγε και η θειά μου η Μαρία (μεγαλύτερη αδελφή της Μάνας μου) <κουζουλού κι Αγίου μη τάξεις, αλλα αν τάξεις να το κάμεις>. Ούτε ο κουζουλός ούτε ο Αγιος ξεχνάει, έλεγε η θειά μου. Το τάξιμο όμως της Μάνας μου ήταν να πάω με τα πόδια στη Παναγία την Φανερωμένη το δεκαπενταύγουστο νυστικός και να μεταλάβω. Φυσικά εγώ έπρεπε να εκτελέσω το τάξιμο, παρ'όλο που εγώ δεν είχα τάξει τίποτε !!! Ημουν και μικρός, έντεκα χρονών τότε και δεν μπορούσα να πάω μόνος μου. Ετσι η θειά μου η Καδιανή που μου έκανε όλα τα χατήρια γιατί μ' αγαπούσε, (είχε μείνει ανύπανδρη) με συνόδευσε μαζί με άλλους χωριανούς στο ταξίδι για την Παναγία τη Φανερωμένη που ήταν κοντά στη Παχιά Αμμο, πέντε ώρες δρόμο από το χωριό μας. Για να προλάβουμε την εκκλησία και να μεταλάβουμε, ξεκινήσαμε νύχτα από το χωριό. Είχαμε φτάσει κοντά στο Καλό χωριό και μ'έπιασε το στομάχι μου από το περπάτημα, όπως ήμουν και νυστικός. Η θειά μου έκοψε ενα κλωναράκι θύμο (θυμάρι) και μου είπε να το μασήσω για να μου περάσει ο πονόκυλος. Δεν μου πέρασε όμως και όταν φτάσαμε στο αγροκήπιο στο Καλό χωριό η θειά μου βρήκε ενα καφενείο που μόλις είχε ανοιξει και είπε στον καφετζή να μου φτιάξει ενα καφέ να τον πιώ, μήπως και μου περάσει ο πόνος. Πράγματι μετά τον καφέ άρχισε να μου περνά ο πόνος. Η θειά μου ήθελε να ανέβω στη γαϊδούρα, αλλά εγώ της έλεγα οτι η Μάνα μου είπε οτι πρέπει να πάω με τα πόδια στο Μοναστήρι. Η θειά επέμενε και έλεγε οτι <ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία ουκ έχει> αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος. Άλλωστε είχε αρχήσει να ξημερώνει και το Μοναστήρι ήταν κοντά, μισή ώρας δρόμο ακόμα. Ξεκινήσαμε πάλι και φτάσαμε στη κορφή ενός λόφου όπου είδαμε απέναντι το Μοναστήρι. Τώρα έπρεπε να κατεβούμε το βουνό και να ανεβούμε την απέναντι πλαγιά για να φτάσουμε.  Αλλά ο δρόμος τώρα ήταν όλο σκαλοπάτια. Η θειά μου έλεγε οτι ήταν οκτακόσια σκαλοπάτια. Τελικά φτάσαμε στο Μοναστήρι. Η λειτουργία είχε αρχίσει και αφού φτιάξαμε τα γαϊδούρια πήγαμε για να την παρακολουθήσουμε και να μεταλάβουμε. Όταν τελείωσε η λειτουργία ο Ηγούμενος της Μονής μας είχε τραπέζι και κάτσαμε να φάμε. Εγώ μετά την περιπέτεια με το στομάχι μου δεν είχε πολύ όρεξη για φαγητό. Ο Γούμενος το παρατήρησε και ρώτησε την θειά μου γαιτί δεν τρώγω. Η θειά του είπε για το περιστατικό με το στομάχι και ο Ηγούμενος με επαίνεσε για την πίστη και το θάρος μου, να συνεχίσω με τα πόδια αλλά μου είπε οτι πρέπει να φάω λιγάκι για να μην είναι άδειο το στομάχι μου. Μάλιστα είπε σε ένα καλόγερο και μου έφερε ενα πιάτο ζεστή κοτόσουπα για να φτιάξει το στομάχι μου. Αφού κάτσαμε σχεδόν όλη την ημέρα στο Μοναστήρι το απογευματάκι ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Αυτή τη φορά καβάλα στα καπούλια της γαϊδούρας της θειάς. Το τάξιμο εξ άλλου ήταν να πάω με τα πόδια, οχι και να γυρίσω !! Αυτή τη φορά απολάμβανα το τοπίο απο τα καπούλια της γαϊδούρας, απαλαγμένος από τον στομαχόπονο. Φτάσαμε στο χωριό νύχτα. Η Μάνα μου μας περίμενε με αγωνία να της πούμε πως τα πήγα !! Η θειά βέβαια δεν της ειπε τίποτα για τον στομαχόπονο για να μην ανησυχίσει.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ ΟΙ ΛΕΠΡΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΣΤΗ ΚΟΛΟΚΥΘΑ

 Hταν καλοκαίρι του 1954 και μάλιστα, ο καιρός που μαζεύαμε τα αμύγδαλα. Η θεία μου η Καδιανή με ρώτησε αν θέλω να πάω μαζί της να μαζεύψουμε τα αμύγδαλα στη χερσόνησο κολοκύθα στην Ελούντα. Ηταν το πιο μακρυνό χωράφι που έιχαμε γιατί ήταν προικιό της Γιαγιάς Ελεούσας που ήταν από την Ελούντα, μητέρας της μητέρας μου και της θειάς Καδιανής. Πήραμε τη γαϊδούρα του θείου Μανώλη και τη γαϊδούρα της θειάς Καδιανής, για να φορτώσουμε τα αμύγδαλά που θα βρίσκαμε. Ο Σηκωθήκαμε πρωί-πρωί και πήραμε το δρόμο για τον Καλό λάκο. Τότε όλοι οι δρόμοι ήταν γαϊδουρόδρομοι και αυτοκίμητα δεν μπορούσαν να περάσουν γιατί σε πολλά μέρη ήταν στενός ο δρόμος και σε άλλα σημεία υπήρχαν σκαλοπάτια. Ασε που ήταν πολύ λίγα τότε. Καβαλούσα την γαϊδούρα του μπάρμπα Μανώλη και απολάμβανα τη φύση όπως πηγαίναμε προς τον Καλό λάκο. Από το λιβάδι του Καλού λάκου συνεχίσαμε προς τον πόρο του λούτσι με την Οξά και πήραμε τον κατηφορικό δρόμο για την Ελούντα. Απέναντυ μας βλέπαμε τους ανθρώπους που δούλευαν στις αλυκές της Ελούντα και αριστερά στο βουνό το νταμάρι με τις ακονόπετρες. Τις ακονόπετρες τις έπερναν οι μαραγκοί, οι τσαγκάριδες και αλλοι επαγγελματίες που χρησιμοποιούσαν μαχαιρια ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα για να κάνουν τη δουλειά τους. Αλλά και σε όλα τα σπίτια υπήρχαν τότε ακονόπετρες. Στις αλυκές έβγαζαν αλάτι. Τότε δεν υπήρχε Κάλας και Ηρα . Το αλάτι πουλιώταν στα μπακάλικα με το τσουβάλι κιλό κιλό. Αυτά τα έβλεπα για πρώτη φορά και είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα και χάζευα το θέαμα. Κάποια στιγμή η θειά μου που με πήρε χαμπάρι, μου έβαλε τις φωνές να κρατώ καλά στο σαμάρι, για να μην πέσω από την γάϊδάρα. Φτάσαμε στο χωριό της Ελούντας που τότε ήταν ενα μικρό χωριουδάκι, που οι ανθρωποι ηταν ψαράδες ή εργάτες στις αλυκές και στο νταμάρι με τις ακονόπετρες. Οσοι δεν μπορούσαν να δουλέψουν και δεν είχαν περιουσία, έκαναν τους ζητιάνους  Διακονιάριδες τους λέγανε τότε και η Ελούντα είχε τους περισσότερους σε όλο τον Νομό. Τώρα τα παιδιά των διακονιάριδων αυτών έγιναν πλούσιοι με τον τουρισμό, που άλλαξε την μορφή της Ελούντας και την έκαμε κοσμοπολίτικο θέρετρο. Σταματήσαμε στο χωριό για να δούμε  κάποιους συγγενείς (από τη Γιαγιά Ελεούσα ) και τους άφήσαμε μερικά πράματα (κηπευτικά ντομάτες αγγούρια φασολάκια) γιατί στην Ελούντα δεν είχαν αρκετό νερό, αλλά ούτε είχαν μέρος να τους κάνουν, γιατί ήταν πετρότοπος και δεν υπήρχε αρκετό καλό χώμα, για να κάμουν κήπους. Μετά πήραμε το μονοπάτι για την κολοκύθα. Στη μέση της κολοκύθας το μονοπάτι σταματούσε και υπήρχαν δυο άλλα μονοπάτια πιο μικρά. Το ενα πήγαινε βόρεια προς την Σπιναλόγκα και το άλλο νότια . Πήραμε το νότιο μονοπάτι και σε πέντε λεπτά φτάσαμε στο χωράφι που ήταν στη ανατολική πλευρά του νότιου λόφου της κολοκύθας. Δέσαμε τις γαϊδούρες να βοσκήσουν και αρχήσαμε να μαζεύουμε τα αμύγδαλα. Δεν ήταν πολλές αμυγδαλιές και δεν είχαν και πολλά αμύγδαλα και τελειώσαμε πρίν το μεσημέρι . Κάτσαμε και φάγαμε για μεσημεριανό, που ήταν τυρί και ψωμί (ντάκο ξερό) και λίγιες ελιές παστές. Ηπιαμε και λίγο νερό από τα παγούρια μας. Η θειά μου φώναζε να κάνω οικονομία γαιτί δεν υπήρχε νερό έκτός από τα παγούρια μας για να έχω και στην επιστροφή. Φορτώσαμε τη γαϊδούρα της θειάς που ήταν πιο νέα και εμείς καβαλήσαμε την άλλη γαϊδούρα του μπάρμπα και ξεκινήσαμε. Αντι να πάμε όμως από το μονοπάτι που είχαμε έρθει, πήραμε το μονοπάτι για τη βορεινή μεριά της χερσονήσου. Ρώτησα τη θειά μου που πάμε και αυτή μου απάντησε. Θα σε πάω να δεις το νησί που μένουν οι λεπροί. Οι άρωστοι θεία ; Ξαναρώτησα . Ναι μου είπε, αλλά μη φοβάσαι, είναι μακρυά. Μακρυά δεν ήταν αλλά υπήρχε η θάλλασσα μεταξύ μας. Η τριχιά μου σηκώθηκε στα χέρια μου και κύταζα με φόβο τους ανρθώπους απέναντυ που φαινόταν να μην ενοχλούνται από την παρουσία μας. Η θειά μου γνώρισε μια γνωστή της γυναίκα και της  φώναξε με το όνομά της. Η γυναίκα σταμάτησε κοίταξε προς το μέρος μας και φώναξε. Μωρέ η Καδιανή είσαι ; Ναι, φώναξε δυνατά η θειά μου για να την ακούσει . Και το κοπέλι που σέρνεις τίνος είναι ; Ξαναρώτησε η γυναίκα . Της αδερφής μου της Δοξανιάς είπε πάλι φωναχτά η θειά μου. Να της πεις χαιρετήσματα και στα άλλα αδέρφια σου, είπε η γυναίκα και απομακρύνθηκε .Ευχαρίστως είπε η θειά μου και την χαιρέτησε γυρίζοντας τις γαϊδούρες να φύγουμε. Εγώ εξακολουθούσα να κοιτάζω το χωριό των λεπρών που μου φαινόταν πιο μεγάλο από την Ελούντα. Με ωραία  πέτρινα σπίτια και καλντιρίμια. Και ρωτούσα τη θειά μου ένα σορό ερωτήσεις για τους ανθρώπους αυτούς. Μέχρι να φτάσουμε στον καλό λάκο η συζήτηση ήταν για τους λεπρούς. Τόσο μεγάλοι εντύπωση μου είχε κάνει το γεγονός οτι είδα, έστω και απο μακρυά, αυτούς τους ανθρώπους και τον τόπο που έμεναν. Στο χωριό φτάσαμε το απόγευμα και πριν φτάσουμε στο σπίτι της θειάς πήδησα από τη γαϊδούρα και έτρεξα να πώ στη Μάνα μου τις εντυπώσεις μου από το ταξίδι και κυρίως για οτι είδα τους λεπρούς στη Σπιναλόγκα. Δεν ξαναπήγα στη κολοκύθα γιατι η θειά μου αντάλαξε το χωράφι επειδή της έπεφτε μακρυά, με κάποιον συγγενή της από την Ελούντα, που της έδωσε ένα αλλο χωράφι με αμυγδαλιές, στα Ατσιπραγά που είχε και αλλα χωράφια η θειά και η Μάνα μου. Η ανάμνηση όμως αυτής της  γνωριμίας μου με τους λεπρούς είχει μήνει στο μυαλό μου. Η επόμενη φορά που τους ξαναείδα βράδυ και από μακρυά, ήταν στο Νοσοκομείο λοιμοδών νόσων στην Αγία βαρβάρα Αιγάλεω, όταν υπηρετούσα στην Αεροπορία στο Τατόϊ και κόλησα μαγουλάδες. Ηταν Μεγάλη Παρασκευή βράδι και οι λεπροί έκαναν την περιφορά του Επιταφίου το 1966.