Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΑΣ ΤΥΧΕΡΟΣ ΛΑΓΟΣ


Ήτανε Σεπτέμβρης μήνας στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Οι κυνηγοί είχανε βγάλει τσι άδειες θήρας και είχαν εφοδιαστεί με τα μπαρουτάσκαγα και τα υπόλοιπα εφόδια. Ο ξάδερφος μου ο Πουλαδάκης από τα Χανία (Γαμπρός τση θειάς τση Στρατομαρίας)είχε έρθει στο χωριό για το κυνήγι. Είχανε κάνει το παρεάκι με τον ξάδερφό του τον Γιώργη τον Καραβέλα (που δεν ήταν κυνηγός αλλά είχε μια μοτοσυκλέτα), τον Σταυρούλη τον Μαυροειδή και τον γιό του Αντώνη (που είχε μηχανάκι) που την φίλος με τον Καραβέλα. Τουφέκια είχαν ο Σταυρούλης και ο Πουλαδάκης. Εκάτσανε στσοι μηχανές που οδηγούσανε ο Καραβέλας και ο Αντώνης και ξεκινήσανε να πάνε πίσω από τον κατσόματο να βρουνε λαγούς. Μετά τη καμάρα τσι φλέγας, πήρανε τη κονταρίδα από του κουτουρατζή το χάνι. Μπροστά πήγαινε ο Καραβέλας με τον Πουλαδάκη πίσω του και πιο πίσω ο Αντώνης με τον Πατέρα του. Ξαφνικά πετάγεται ένας λαγός από το χωράφι και έτρεχε μπροστά από τη μηχανή. Σηκώνει ο Πουλαδάκης το τουφέκι και πυροβολεί το λαγό. Αλλά ετσά που πήγαιναν στον χωματόδρομο με τσι πέτρες δεν μπορούσε να σημαδέψει καλά. Τα σκάγια περάσανε πάνω από τα αφτιά του λαγού (ίσως να αρπάξανε και κανένα σκάϊ) και σκάσανε μπροστά του. Ο λαγός ξαφνιάζεται δεν ξέρει από που τού'ρθε η μπαλουθιά και κάνει απότομη μεταβολή 180 μοιρών και πήγαινε κατ' ευθεία απάνω στη μηχανή. Ο Καραβέλας μόλις είδε τον λαγό να έρχεται καταπάνω του, έχασε τον έλεγχο τσι μηχανής και πέσανε μαζί με τον Πουλαδάκη στο χωματόδρομο. Ο λαγός πέρασε απάνω από τη μηχανή και τους πεσμένους αναβάτες της και βλέποντας το μηχανάκι του Αντώνη που ερχόταν έστριψε και εξαφανίστηκε στα χωράφια. Ο Αντώνης με τον Πατέρα του βλέποντας όλη τη σκηνή δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους. Η καζούρα που έπεσε στον Καραβέλα και στον Πουλαδάκη δεν λέγεται. Σα δε ντρέπεστε να σας ρίξει κάτω ο λαγός και να σας τσαλοπατήσει κιόλας, έλεγε ο Σταυρούλης. Ο Αντώνης τους έλεγε. Ο λαγός θα λέει: Μωρέ αυτοί φοβηθήκανε πιο πολύ από μένα και πέσανε κάτω με τη μηχανή !!!! Ο Πουλαδάκης το φυσούσε και δεν κρύωνε. - Χρόνια Πολλά στις Σοφίες στις Ελπίδες στις Αγάπες που γιορτάζουν σήμερα.-

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ και τελευταίο)


Το αυτοκίνητο ανέβηκε το μικρό λόφο που έκρυβε τα φώτα της Ελούντας και των ξενοδοχείων της. Όταν φτάσαμε στην κορυφή και φάνηκε η απέναντι μεριά της παραλίας της Ελούντας, ο παππούς άφησε να του ξεφύγει μια φωνή έκπληξης για το θέαμα που αντικρίζαμε. Ωωωωωω Ηντάνε μωρέ τουτονέ το πράμα ; Σταμάτησα το αυτοκίνητο για να απολαύσουμε το θέαμα και είπα στον παππού. Η ΔΕΗ τα κάνει αυτά παππού.Και ηντάνε δηλαδή η ΔΕΗ σαν την ηλεκτρική τσι Νεάπολης που είχενε βάλει φώτα στσι δρόμους να φέγκουνε οι αθρώποι τη νύχτα να πηγαίνου στα σπίθια ντως; Ρώτησε. Ναι παπού, μόνο που αυτή η εταιρία είναι κρατική και έχει σε όλη την Ελλάδα μεγάλα εργοστάσια και έχει βάλει και στα σπίτια φώτα. Αλλά κάθε δίμηνο μας στέλνει το λογαριασμό στα σπίτια και πλερώνουμε ότι έχουμε κάψει.Απάντησα. Ηντα λες μπρε !! Για γρίκα πράματα !! Έκανε ο παππούς με θαυμασμό. Περάσαμε μέσα από την Ελούντα και ο παππούς θαύμαζε τα σπίτια τα μαγαζιά και τσι πινακίδες με τα φωτινά γράμματα. Είδε μια παρέα τουρίστες με κοντά παντελόνια και περίεργες μπλούζες και αλλοι γυμνοί από τη μέση και πάνω, που τραγουδούσαν μεθυσμένοι και με ρώτησε. Ηντάνε τουτινιέ οι μασκαράρες με τα κοντοβράκια. Τουρίστες παππού Εγγλέζοι.Απάντησα. Και δεν έχουνε ρούχα να βάλουνε μόνο γυρίζουνε γδυμνοί; Ξαναρώτησε. Έτσα είναι η μόδα παππού εδά. Απάντησα. Να τη χέσω έτσα μόδα. Μουρμούρισε σκεφτικός. Αναβήκαμε την ανηφόρα και μόλις φτάσαμε στα Λεννικά αντικρίσαμε τα φώτα του Αγίου Νικολάου. Ηντα πόλη είναι τουτινιέ παιδί μου; Ρώτησε ο παππούς. Ο Αγιος Νικόλας απήντησα. Γιαε μωρέ που εγίνηκε το ματράκι μεγάλη πολιτεία !! Είπε με θαυμασμό. Να πάμε από το λιμάνι να δείς πως είναι εδά. Είπα. Κούνισε καταφατικά το κεφάλι του και προσπαθούσε να καταλάβει που βρησκόμασταν, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά του δρόμου. Τουτανέ τα μεγάλα σπίθια ηντάνε; Ρώτησε. Ξενοδοχεία απάντησα. Α επαέ μένουνε οι μασκαράδες που έίδαμε ε; Πως τους είπες; Τουρίστες παππού. Κατουρίστρες έπρεπε να τσι λένε. Ο άλλος στην Ελούντα κατουρούσε στη μέση του δρόμου ο γαϊδαρος. Είπε θυμωμένος. Οταν φτάσαμε στο λιμάνι μου είπε . Για στάσου στην άκρα να το δώ καλά μπε. Σταμάτησα και άνοιξα το παράθυρο τελείως για να δεί καλύτερα. Γιάε πράματα το μαντράκι(έτσι λέγανε παλιά τον Αγιο Νικόλαο).Ειπε με επιδοκιμασία. Όπως στρίψαμε για να πάμε προς το Νοσοκομείο, είπε ο παππούς Να μωρέ και ένα πράμα που δεν μπορέσανε να το αλλάξουνε. Και μη μου πείς οτι δεν είναι τούτονε η βουλισμένη. Αυτή είναι παππού του απάντησα γελώντας. Φτάσαμε στα φανάρια του κόμβου στο Ξερόκαμπο και ο παππούς ρώτησε γιατί σταμάτησα. Γιατί έχει κόκκινο φανάρι παππού και πρέπει να περιμένω να περάσουν τα αυτοκίνητα που είναι από τον ξερόκαμπο και όταν ανάψει πράσινο τότε μπορούμε να φύγουμε και εμείς. Γιάε ήντα σκεφτήκανε οι αθρώποι για να μη κουτουλούνε τα αμάξια είπε ο παππούς. Φτάσαμε στη διακλάδοση τσι Αγίας Παρασκευής και μπήκαμε στον παράλληλο τσι εθνικής για να μπούμε στο χωριό. Ο παππούς είδε με το φεγγάρι το νεκροταφείο και ρώτησε. Το νεκροταφείο είναι κιονέ που ασπρίζει εκε πάνω; Ναι απάντησα. Εδά εκατάλαβα που ήμαστε. Περάσαμε κάτω από τον εθνικό και αντηκρίσαμε το κέντρο Διγενής παλάς. Ηντάνε τουτονά εργοστάσιο; Ρώτησε ο παππούς. Οϊ παππού, κέντρο διασκέδασης είναι. Επαέ κανουνε τα γλέντια για τσι γάμους και τα βαφτίσια. Γιάε εξελίξεις οι Λιμνιώτες !! Είπε με θαυμασμό ο παππούς. Να πάμε από του Χριστίνη παππού; Ρώτησα. Στέκει ακόμα κιονά το καφενείο του Χριστίνη; Ρώτησε. Ναι μόνο που το έχουν αλλάξει λιγάκι. Μπήκαμε μέσα στο χωριό και σταμάτησα στη πλατεία. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Η ώρα ήταν γύρω στις τρεις και μισή. Α εδά μπορώ να σου πώ ποιανού είναι τουτανέ τα μαγαζιά και τα σπίθια. Είπε και αρχισε να λέει ονόματα. Μετά κάναμε μια βόλτα στο χωριό. Στην απάνω γειτονία έβλεπε τα πεσμένα σπίτια και έλεγε ποιανού ήτανε το καθένα. Όταν του είπα ότι όλα σχεδόν τα σπίτια στη πάνω γειτονιά είναι ακατοίκητα μελαγχόλησε. Του είπα και για τα σπίτια που έχουν αγοράσει οι ξένοι στο χωριό. Του είπα και ότι τώρα στο χωριό έχει κόσμο γιατί έχουμε έρθει για διακοπές εμείς οι νεότεροι Λιμνιώτες που μένουμε στις πολιτείες, αλλά το χειμώνα ερημώνει το χωριό γιατί έχουν μείνει μόνο λίγοι από τους παλιούς και ακόμα λιγότεροι νέοι από τους νεότερους απογόνους. Άκουγε μελαγχολικός και δεν μίλαγε. Οταν κάναμε το κύκλο του χωριού και ξαναβρεθήκαμε στη πλατεία μου είπε σκεφτικός. Να ξέρεις παιδί μου ότι εμείς οι παλιοί δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε σ'αυτό το κόσμο που ζείτε ούτε μια μέρα, μ' αυτά που είδα και άκουσα απόψε. Αντε να με πάς λοιπόν αποκιά που με πήρες. Στο γυρισμό στη κολοκύθα δεν μιλούσε καθόλου. Πριν μπούμε στον χωματόδρομο ο παππούς μου είπε. Αφησε το αμάξι επαέ να μη το βάλεις τσι πέτρες, να προπατήξουμε λιγάκι να ξεμουδιάσουν τα πόδια μας. Καθώς πηγαίναμε στον κολπίσκο άρχισε πάλι ν'άρχεται η ομίχλη. Ο παππούς με ρωτούσε για τα παιδιά μου και ακουγε με ενδιαφέρον αυτά που του έλεγα. Οταν φτάσαμε στη θάλασσα η βάρκα ήταν εκεί με τον βαρκάρη. Με χαιρέτησε μου είπε να μου φιλήσεις τα εγγόνια σου και να μου προσέχεις το Μιχαλάκι. Μπήκε στη βάρκα και απομακρύνθηκε στο πέλαγος. Έκατσα και κοιτούσα τη βάρκα μέχρι που χάθηκε στην ομίχλη. Γύρισα και πήγα να βρω το αυτοκίνητο να γυρίσω στο χωριό. Η ομίχλη ήταν πιο πυκνή τώρα. Σκεπτόμουνα όλα όσα έγιναν απόψε και αναρωτιόμουνα αν ήταν αληθινά. Σταμάτησα και σκέφτηκα ότι έπρεπε να είχα φτάσει στο αυτοκίνητο, αλλά αυτοκίνητο δεν φαινόταν πουθενά. Τι έγινε; Αφαιρέθηκα και έχασα το δρόμο. Σκέφτηκα. Άρχισα να ψάχνω για γνωστά σημάδια αλλά δεν έβρισκα τίποτα. Η ομίχλη δεν έλεγε να περάσει. Φόβος με έπιασε και καθώς περνούσε η ώρα και δεν έβρισκα το αυτοκίνητο, ο φόβος μου μεγάλωνε. Μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι σαν να κτύπησαν πέτρα πίσω μου και πετάχτηκα από τη θέση μου. Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουνα στο κρεβάτι μου και δίπλα η γυναίκα μου κοιμόταν του καλού καιρού. Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπο μου και είπα μονολογώντας ανακουφισμένος. Ευτυχώς που ήταν όνειρο. Αλλά πολύ παράξενο όνειρο σκέφτηκα.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (Μέρος Β)


Στεκόμουνα αναποφάσιστος στην αρχή της σκάλας με το ένα πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι και το άλλα στα πλακάκια του καθιστικού και σκεπτόμουνα τα λόγια του γέρου. Πως στο καλό ήξερε για το χωράφι στη κολοκύθα, αναρωτήθηκα. Τι να κάνω ; Να πάω στο κρεβάτι μου ή να πάω στη κολοκύθα ; Τελικά επεκράτησε η περιέργεια μου να δω ποιος είναι ο συγγενής που θα έρθει στη κολοκύθα. Κοίταξα το ρολόι στο τοίχο. Η ώρα ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα. Προλαβαίνω, σκέφτηκα και άρχισα να ντύνομαι. Πήρα το καλοκαιρινό μου μπουφάν γιατί σκέφτηκα ότι θα κάνει κρύο στη κολοκύθα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα στην Ελούντα. Πέρασα το στενό γιοφύρι και πήγα στη κολοκύθα. Ο χωματόδρομος σταματούσε πριν τη θάλασσα καμιά ογδονταριά μέτρα. Από εκεί και πέρα ο δρόμος στένευε και είχε αρκετές πέτρες. Έτσι δεν το ρίσκαρα να φάω κανένα λάστιχο του αυτοκινήτου. Κοίταξα το φεγγάρι στον ουρανό και μου φάνηκε ότι κάτι σαν σύννεφο άρχισε να το καλύπτει και να σκοτεινιάζει. Ομίχλη σκέφτηκα. Ο καιρός ήταν νοτιοανατολικός και φυσούσε αεράκι από τη θάλασσα. Παρά το περασμένο της ώρας-ήταν γύρω στις τρεις παρά- δεν έκανε κρύο. Αντίθετα θα έλεγα ότι ήταν μάλλον χλιαρός ο αέρας που ερχότανε από την θάλασσα. Η ομίχλη άρχισε να περιορίζει την ορατότητα. Η πανσέληνος ίσα που φαινότανε. Γύρισα και πήρα το φακό από το αυτοκίνητο και προχώρησα προς την ακρογιαλιά. Σε εκείνο το σημείο του κολπίσκου υπήρχε μια μικρή αμμουδιά. Η θάλασσα ήταν ήρεμη με ένα ελαφρό κυματάκι λόγω του ανατολικού ανέμου, που έφερνε όλο και περισσότερη ομίχλη. Γύρισα τον φακό μου προς την θάλασσα και προσπάθησα να διακρίνω κάτι. Τίποτα όμως δεν φαινόταν μέσα στην ομίχλη. Σκέφτηκα ότι με τέτοια ομίχλη ήταν πολύ δύσκολο να πλησιάσει κάποια βάρκα την ακτή. Ξαφνικά διέκρινα μέσα στην ομίχλη κάποιο φως μέσα στη θάλασσα. Λες, λέω μέσα μου, να είναι αυτός που μου είπε ο γέρος; Η βάρκα φαινόταν τώρα καθαρά με ένα φως σαν τα παλιά λουξ που είχαν στα παλιά καφενεία στη πρύμνη της. Διέκρινα δύο άτομα μέσα στη βάρκα. Η βάρκα σταμάτησε δυο μέτρα από την παραλία και έκατσε την άμμο. Κατέβηκε ο ένας από τους δύο που φαινόταν νεότερος και χεροδύναμος. Πήρε στους ώμους του τον άλλο που έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Τον έφερε στην παραλία σε στεγνό έδαφος και τον άφησε να πατήσει στην αμμουδιά. Μετά γύρισε έσπρωξε τη βάρκα για να ξεκολλήσει από την άμμο και με ένα σάλτο μπήκε μέσα, έπιασε τα κουπιά και απομακρύνθηκε μέσα στην ομίχλη όπως είχε έρθει. Μπροστά μου στεκόταν ένας γέρος κρητικός ψηλός πάνω από ένα ογδόντα, με την κρητική φορεσιά του να με κοίταζε από την κορφή μέχρι τα νύχια των ποδιών μου με ένα διαπεραστικό και υπερήφανο βλέμμα. Ανατρίχιασα έτσι που με εξέταζε με το βλέμμα του. Εσύ είσαι ο γιος του Μανώλη μου ; Με ρώτησε. Το παρουσιαστικό του μου θύμιζε κάποιον σε μια φωτογραφία που είχα δει πριν πολλά χρόνια στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Με έλουσε κρύος ιδρώτας στη σκέψη ότι αυτός που στεκόταν απέναντι μου ήταν ο παππούς μου. Ο πατέρας του πατέρα μου!!! Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκα. Κατάλαβε την ταραχή μου και μου είπε. Μη φοβάσαι. Μια βόλτα θα μου κάνεις να δω μερικά πράματα. Με ήντα ήρθες επαέ; με ρώτησε. Με αυτοκίνητο του απάντησα. Άντε λοιπόν να πάμε στο χωριό. Τον είδα να γυρνά το βλέμμα του και να ψάχνει στην ομίχλη. Πούνε μωρέ εκειο'νά το αυτοκίνητο; Με ρώτησε πάλι. Λίγο παρακάτω το άφησα γιατί είναι κακός ο δρόμος. Φώτισα το δρόμο με τον φακό μου και πήγαμε εκεί που είχα αφήσει το αυτοκίνητο. Ηντά'ναι μωρέ ετούτονε το μπαούλο; Με ρώτησε. Το αυτοκίνητο μου είναι παππού, του είπα. Και θα μπούμε εκέ μέσα να πάμε στο χωριό; Με ξαναρώτησε. Ετσά είναι τα αυτοκίνητα εδά. Του απάντησα. Καλά άντε να δούμε, είπε με αμφιβολία. Τον βοήθησα να μπει μέσα και μπήκα και εγώ. Πώς σου φαίνεται το αυτοκίνητο μου; Τον ρώτησα. ¨Έχει ωραία καθίσματα μόνο που είναι λίγο στενόχωρο. Μου απάντησε. Στην εποχή μου υπήρχαν λίγα αυτοκίνητα αλλά ήταν μεγάλα με άβολα καθίσματα. Μερικά είχαν και ξύλινους πάγκους για να κάθονται οι αθρώποι. Είπε και βολεύτηκε στο κάθισμα του. (Την επόμενη εβδομάδα το τελευταίο μέρος).