Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΘΥΜΙΣΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ

Σήμερα που πήγα στον φυσιοθεραπευτή να μου κάνει μερικές μαλάξεις στο κτυπημενο χέρι μου, κάποια στιγμή άρχησε να τρέμει το χέρι μου απο τις ασκήσεις που μου έκανε. Θυμήθηκα στον μπάρμπα μου τον Κοκολομανώλη που επινε τον καφέ του σε νεροπότηρο γιατί έτρεμε το χέρι του και γέλασα. Ο Φυσικοθεραπευτείς με ρώτησε γιατί γέλασα, και του είπα την ιστορία με τον μπάρμπα μου τον Κοκολομανώλη. Κάποτε που καθόταν στου Λεμπιδογιώργη το καφενείο στο χωριό, περνούσα και μου φώναξε . Ανήψο έλα να σε κεράσω ενα υποβρύχιο (έτσι έλεγαν τη βανίλια στο ποτήρι με νερό). Πρέπει να ήμουν 11 χρονών τότε. Οταν έκατσα στο τραπέζι (το στρογγιλό σιδερένιο τραπέζι της εποχής) που καθόταν ο μπάρμπας μου για να ΄φαω το ...."υποβρύχιο", παρατήρησα το ποτήρι του νερού με τον καφέ και τον ρώτησα, γιατί δεν πίνει τον καφέ του στο φλυτζάνι όπως όλως ο κόσμος. Ο καφετζής ο Λεμπιδογιώργης γέλασε και μου είπε . Ο μπάρμπας σου εχει σκοτώσει πολλες σουσουράδες οταν έκανε τον κυνηγό και τον καταράστηκαν να τρέμουν τα χέρια του σαν την ουρά τους, γιαυτό δεν μπορεί να πχεί τον καφέ στο φλυτζάνι και του τον βάζω στο νεροπότηρο για να μην τον χήσει χάμε. Θυμήθηκα επίσης και τον Φυσιοθεραπευτή της εποχής εκείνης που ηταν και ορθοπαιδικός του χωριού μας και των γύρω χωριών, τον μπάρμπα μου τον Τσάϊ (κατα κόσμον Μανώλη Χαλκιαδάκη Ξάδερφο του Πατέρα μου). Καθόταν απέναντυ από το καφενείο του Λεμπιδογιώργη που ήταν το σπίτι του. Τον έλεγαν τσάϊ γιατι οταν πήγαινε στα καφενεία δεν έπινε καφέ αλλά ζητούσε να του κάμουν τσάϊ. Ο μπάρμπας ο τσαϊς λοιπόν ηταν νοσοκόμος στο στρατό και είχε μάθει να φτιάχνει πόδια χέρια που εφευγαν από τη θέση τους. Ακόμα και σπασίματα έφτιαχνε. Εχω ιδία πείρα οταν κάποτε στραμπούλιξα το πόδι μου και μου το έφτιαξε. Και ο Αλέκος Βαρδαβάς ηταν βεβαια κι αυτός νοσοκόμος στο στρατό, αλλά μονο πρώτες βοήθειες έδιδε οταν γινόταν κανένα ατύχημα. Οπως τότε που πάτησα μια νταβανόμπροκα και μου έβαλε ιώδιο και μετα σκόνι σουλφαμίδας στη πληγή, οταν μου έβγαλαν την πρόκα στο ξυλουργίο του Γιουρτομανώλη.¨Αλλες εποχές τότε !! Ξυπόλυτοι πηγαίναμε το καλοκαίρι και πάιζαμε μπάλα στο αεροδρόμιο. Κτυπάγαμε τα γόνατα και τα δάκτυλα στις αγγυναροκουρκούβες και στις πέτρες, γεμίζανε αίματα αλλά δεν κολώναμε και συνεχίζαμε, αφού πρώτα βάζαμε ξερή καβαλίνα για να τραβίξει το αίμα από τη πληγή. Αγκάθια μας καρθώνανε αλλά εμείς δεν χαμπαρίζαμε. Ουτε τέτανο παθαίναμε ουτε μόλυνση. Αλωστε που να τη βρούμε !! Ουτε αυτοκίνητα υπήρχαν και αν υπήρχαν ήταν ελάχιστα για να μολύνουν την ατμόσφαιρα (Στο χωριό μας δεν υπήρχε κανένα). Ουτε ψέκαζαν τότε τους κήπους και τα αμπέλια με φάρμακα. Αλωστε δεν χρειαζόταν αφού δεν υπήρχαν αρώστιες των φυτών. Ασβέστης και θειάφι ήταν τα μόνα φάρμακα και σαπουνονερο με ξυδι για τις μελίγγρες (ψίλους των λαχανικών). Κόβαμε τα φρούτα από τα δέντρα και τα τρώγαμε χωρίς να τα πλένουμε, όπως και τα λαχανικά. Αν είχαν καμια κουτσουλιά πάνω τους τα σκουπίζαμε στο παντελόνι μας για να φύγει. Αλωστε το νερό ηταν χρησιμότερο για άλλες χρήσεις και δεν το σπαταλάγαμε. Οι γονείς μας έτσι μας έμαθαν. Οι αθρώποι ποθαίνουν οταν δεν έχουν νερό και εμείς πρέπει να το φυλάμε για να το έχουμε οταν πρέπει και οχι να το σπαταλάμε. Τότε μονο πηγάδια υπήρχαν και το καλοκαίρι αρκετά στέρευαν. Μάλιστα θυμάμε κάποιο καλοκαίρι τις δεκαετίας του 50 που ερχόταν από τη φουρνή και τα χωριά του πάνω μεραμπέλλου ( καρύδι, σχοινιάς, Νοφαλιάς κιάλλα) να πάρουν νερό με τις κανίστρες από το χωριό μας για να πίνουν που είχαν στερέψει τα πηγάδια τους. Δύσκολές εποχές αλλά καθαρές από ατμοσφαιρική ρίπανση, από αρώστιες των φυτων των δέντρων και των αθρώπων. Να φανταστήτε οτι υπήρχαν ανιδρα (χωρίς να τα ποτίζουν)λαχανικά (αγγουρια, ντομάτες κ.λ.π.) που μεγάλωναν με την νυχτερινή δροσούλα!!! Και ηταν πολύ νόστημα. Η θεια μου η Καδιανή εβαζε στα Ατζιμπραγά ντομάτες και αγγούρια που μεγάλωναν χωρίς να τα ποτίζει. Τωρα αν δεν ποτίσεις και ψεκάσεις δεν τρώς και αυτά που τρως είναι φαρμακομένα και άνοστα!!! Οταν πήγαινα εκτός χωριού στα χωράφια που ηταν κοντά στα μετόχια των Λιμνων, είχα πάντα στη μέση μου το αλουμινένιο παγουράκι και οταν αδειαζε ήξερα που θα βρώ νερό για να το ξαναγεμίσω. Ηταν απο τα βασικά μαθήματα επιβίωσης που σου μάθαιναν τότε. Ενα μαχαιράκι στη τσέπη (συνήθως σφαλικτάρι) ενα κομάτι σκοινί γύρω από τη μέση σου και το παγούρι με νερό. Τοτε καναμε δουλειές που μας έστελναν οι δικοί μας και εκτός χωριού . Βέβαια στα χωράφια βρησκοντουσαν πάντα γνωστοί άθρωποι που τα καλιεργούσαν και εβοσκαν και την κατσίκα τους με το προβατό τους και δεν αισθανόσουν το φόβο της μοναξιάς και της ερημιάς. Αντε τώρα να βρείς αθρωπο στα χωράφια !!!Ουτε που το διανοείσαι να στέιλεις εντεκάχρονο στο βοσκό να πάρει τυρι, όπως μας έστελναν τότε. Ουτε δεκαοχτάχρονο δεν στέλνεις!! Αλλες εποχές αλλα ηθη αλλα δεδομένα.
.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΙΣΚΟΒΟΛΙΑΣ ΠΟΥ ΒΓΗΚΑΝ ΞΥΝΑ


Τη εποχή που ο δάσκαλος ο Πεδιαδίτης ήθελε να μαζευόμαστε στο κάτω σχολειό και να παίζουμε εκεί και οχι στους δρόμους του χωριού και να αναστατωνουμε τους αθρώπους, μου είχε πεί σαν αρχηγός που ήμουνα τότες και ασχολούμουνα με τα αθλητικά να μάθω στους μικρότερους να ασχοληθούν με τα αθλήματα του στίβου.- Τα θεωρούσε λιγοτερο ζημιάρικα απο το ποδόσφαιρο που καμιά φορά η μπάλα πήγαινε αλλού και έκανε ζημιές.- Δηλαδή να ρίχνουν σφαίρα και δίσκο. Να τρέχουν μικρές και μεσαίες αποστάσεις (100μέτρα, 400 μέτρα 1000μέτρα και 3000 μέτρα). Να πηδούν ύψος, μήκος και τρηπλούν. Είχα πάρει δυό σφαίρες από το Γυμνάσιο και τους έδιχνα πως ρίχνουν σφαιροβολία. Ο Παπά Νικολής ο Λαζαράκης ήθελε να του μάθω να ρίχνει και δίσκο. Αλλά δίσκος δεν υπήρχε και έτσι για δίσκο αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσαμε πετρες πλακοτές από τις πλακούρες του βορά. Μονο που ο παπά Νικολής ήταν δυνατό κοπέλι και οι πέτρες πήγαιναν μακρυά στα κεραμίδια του σπιτιού του Μαστρομανώλη!! Επόμενο ήταν ο Μαστρομανώλης να έπερνε στο κυνήγι τον δισκοβόλο και τους βοηθούς του. Επειδή λοιπόν ήταν επικίνδυνο να σπάσει και κανενούς από τους θεατές το κεφάλι, τους είχα απαγορεύσει να ρίχνουν δίσκο στο κάτω σχολειό. Και μόνο ο παπά Νοκολής που είχε μάθει τον παλμό να ρίχνει και μακριά όλοι οι άλλοι. Μερικοί Θεώρησαν όμως καλό να πάνε στο πάνω σχολειό που δεν υπήρχαν σπίτια κοντά για να κάνουν κάποια ζημιά. Ο παπά Νικολής είχε μάθει να ρίχνει και πρόσεχε, αλλά κάποιοι άλλοι που τον παρακολουθούσαν και ήθελαν και αυτοί να ρίξουν δίσκο, οταν εφυγε ο παπά Νικολής και πηρε μαζί του τους δίσκους, σκέφτηκαν να ανοίξουν την αποθήκη του σχολειού και να πάρουν τον δίσκο της μιας οκάς που τους ερχόταν καλύτερα στο χέρι και να κάνουν "προπόνηση" και αυτοί στη δισκοβολία. Μια και ο παπά Νικολής δεν τους έδινε τους δικούς του πέτρινους "δίσκους". Η παρέα λοιπόν που ήταν μικρότεροι από τον παπά σε ηλικία. Απόντος και του παπά αλλα και κάποιου άλλου μεγαλύτερου, αρχισε να ρίχνει την οκά για δίσκο. Ο διάλος ομως εχει πολλά ποδάρια !! Κάποια φορά η οκά φεύγει πλάγια και κτυπά στο μέτωπο κάποιο από την παρέα που παρακολουθούσε. Η παρέα τρομοκρατήται, βάζει τις φωνές, κάποιος αθρωπος που ήταν κοντά στους κήπους ακούει τις φωνές τους και φέρνει τον "νοσοκόμο" του χωριού τον Αλέκο τον Βαρδαβά. Αυτός διαπιστώνει οτι έχει σπάσει το κόκαλο και τον βάζει σε ενα αυτοκίνητο για το νοσοκομείο του Αγίου Νικολάου. Ο πατέρας του τραυματία μαθαίνει από τον Βαρδαβά το περιστατικό γίνεται έξαλος. Ψάχνει να με βρεί επειδή του ήπαν μερικοί καλοθελητές οτι εγώ φταίω που τους μαθαίνω τέτοια πράμματα. Ο δάσκαλος προσπαθεί να τον λογικέψει αλλά βρήσκει κιαυτός τον μπελλά του!!! Και εσύ φταίς που τον έβαλες να τους μαθαίνει τέτοια πράμματα να σπάνε τσι κεφαλές τους και τα κεραμίδια των αθρώπων!! Τι να κάνει ο δάσκαλος, έρχετε και με βρήσκει στο κάτω σχολειό. Φυγε από το χωριό πάνε στου Μπάρμπα σου στον Αγιο ή όπου αλλού θέλεις γιατί εσπασανε την κεφαλή με μια οκά του ανηψιού μου και ο πατέρας του σε γυρεύει (οχι για καλό βέβαια). Τι να κάνω σκέφτομαι οτι στον Αγιο δεν ειναι μερος να κρυφτώ, θα με βρεί και ετσι πέρνω τη Μάχα και πάω στη Φουρνή στου φίλου μου και συμαθητή μου Τσαγκαράκη το σπίτι. Ειχα ξαναπάει κιάλλες φορές και εμεινα ενα βράδυ. Τωρα ομως έκατσα μερικές μέρες μέχρι να βγεί από το Νοσοκομείο ο τραυματίας και να ησυχάσουν τα πνεύματα στο χωριό. Εντομεταξύ οι λογικότεροι του χωριού ειχαν πιάσει τον πατέρα του και του εξηγησαν οτι δεν φτάίει ούτε ο δάσκαλος ούτε εγώ που άνοιξαν την αποθήκη ο γιός του και η παρέα του και πήραν την οκά και την έπαιζαν δίσκο και σπάσανε το κεφάλι του γιού του. Ετσι αρχησε να ηρεμεί και να καταλαβαίνει οτι ειχαν δίκιο. Βέβαια η υπόλοιπη παρέα δεν γλητωσε το σχετικό ξύλο από τους πατεράδες τους. Πολύ αργότερα οταν ειχα πια τελειώσει το Γυμνάσιο, ο πατέρας του τραυματία μου είπε "Μπορεί να μην εφταιγες εσύ που σπάσανε την κεφαλή του γιού μου, αλλά αμα σ'έπιανα τότε στα χέρια μου θα σε μισέρωνα. Καλά έκανες που εφυγες από το χωριό γιατι θα γινόταν μεγάλος καυγάς με τους μπαρμπάδες σου." Αυτά γινόταν τον Αύγουστο του 1961.