Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

ΟΙ ΔΡΑΚΟΙ ΤΗΣ ΟΞΑΣ ΚΑΙ ΟΙ 101 ΣΤΕΡΝΕΣ

Ο παπούς (οπως τον φώναζα και του άρεσε) ο γείτονας ο Πατερομανώλης ο μυλωνάς, (είχε ανεμομυλο στους βορνούς μύλους και αλεθε σταρια και κρυθάρια και εφτιαχνε αλευρι) οταν πήγαινα σπίτι του πάντα ειχε μια ιστορία να μου διηγηθεί. Καμιά φορα στον Πατερομανώλη με έστελνε και η θειά μου η Μαρία οταν ειχε δουλεια και εγω την πιλάτευα να μου πει ενα παραμύθι. Οταν αρχιζε να μου λεει. Μια φορα κι αν καιρό ηταν μια γρα με μια βουρλένια βράκα...Μετά από λιγα δευτερόλευτα συνέχιζε. Μα κάτσε καλά να σου το πω από την ακρα. Ηξερα οτι δεν ειχε όρεξη για παραμυθια γιατι ειχε δουλειά. Ετσι η επόμενη καυβέντα της θειάς μου ήταν. Αντε πήγαινε να δείς αν ειναι στο σπίτι σ παπούς ο Πατερομανώλης να σου πει καμιά ιστορία. Αυτή λοιπόν η ιστορια που θα σας γράψω σήμερα αρχίζει κάπως ετσι. Κάποτε πριν τον κατακλισμό του Νώε, στην κορυφή της οξας κατοικούσαν σε ενα μεγάλο κάστρο γίγαντες. Ψιλοί ήσαμε 40 πηχες, οι σαραντάπηχοι. Το λιβάδι του καλολάκου οπως και ολα τα γυρω βουνά και χωράφια ήταν δικά τους. Κατοικούσαν ψιλά στην κορυφή για να μπορούν να βλέπουν τη θάλασσα οταν θα ερχόταν τα πειρατικά καράβια ή γειτονικοί εχθροί απο την ξηρά και να ετοιμάσουν την αμυνα του κάστρου. Ο βασιλιάς των σαραντάπηχων κάποτε σε ενα κυνήγι είχε πιάσει μερικά νεογέννητα δρακάκια και τα πήρε μαζί του στο κάστρο. Τα μεγάλωσε και τα εκπαίδευσε να προστατευουν το κάστρο και τους ανθρώπους που κατοικούσαν γυρω απο αυτό. Το κάστρο ηταν φτιαγμένο ετσι που να μπορούσε να αντέξει σε πολιορκία πολλών ημερών. Τα τειχη του κάστρου ηταν πολύ ψηλα. Και απο τις πολεμίστρες έριχναν στους επιτηθέμενους καυτο λάδι και πέτρες ώστε να μην μπορούν να πλησιάσουν. Οσο για τροφιμα, ειχαν εκτός απο τις αποθύκες, φτιάξει και 100 στέρνες που γέμιζαν με αγαθά (στάρια ,καρπούς και νερό). Ειχαν και μια κρυφή στέρνα που ηταν πολύ καλά κρυμένη που ηταν η 101η στέρνα. Εκεί μέσα φύλαγαν τα χρυσα και ασημένια κοσμίματα και νομίσματα διαμάντια και ρουμπίνια. Ετσι αν ποτέ το κάστρο έπεφτε στα χέρια εχρθών ή πειρατών να μη μπορούσαν να την βρούν. Ομως ήρθε ο κατακλισμός και οι σαραντάπηχοι πνίγηκαν παρά τις προσπάθειες που έκαναν για να γλητώσουν.Εμειναν μονο τα αποτυπωματα από τα δάκτυλά τους στους βράχους του καστρου που σώζονται μέχρι σήμερα ( τα εχω δεί και ηταν εκεί οταν ανέβηκα για τελευταία φορά πριν 40 χρόνια.). Πνίγηκαν και οι δράκοι. Μονο μια δράκαινα ειχε μεινει τελευταία με το μικρό της. Πετούσε πάνω απο το κάστρο που αρχισαν να το σκεπάζουν τα νερά της βροχής που δεν έλεγε να σταματίσει. Αποκαμομένη απο την πρόσπάθεια της να μείνει ζωντανή και στο αέρα και βλέποντας οτι την εγκατέληπαν οι δυνάμεις της παρακάλεσε το θεό να την κάνει θαλάσσιο δράκο αυτή και το μικρό της για να μπορέσει να ζήσει στη θάλασσα και να μεγαλώσει το παιδί της. Ο θεός την λυπήθηκε και την αφησε ζωντανή στη θάλασσα αυτή και το μικρό της, χάνοτας ομως τα φτερά της και δεν θα μπορούσε να πετάξει ποτέ ξανά. Ειχε γίνει ενα θαλάσσιο τέρας οπως το τέρας του Λοχ-νες. Από τοτε η δράκαινα γυρίζει στο κάστρο μια φορά το χρόνο και ανεβαίνει στο κάστρο νυχτα για να μη την δούν. Ψάχνει την 101η στέρνα και την αλλη νύχτα , οταν βεβαιωθει οτι δεν την εχει βρεί ακόμα αθρωπος ξαναγυρίζει στη θάλασσα. Αυτή είναι η ιστορία του Πατερομανώλη. Τα χρόνια πέρασαν και κάποιο καλοκαίρι οταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, πήγαμε με την θειά μου την Καδιανή στα Ατζιμπραγά να μαζεύψουμε τα αμύγδαλα. Επειδή δεν μπρολάβαμε να τα μαζεύψουμε σε μια μέρα μήναμε τα βράδυ στο σπίτι στα ατζιμπραγά. Κοιμηθήκαμε στο αλώνι που ηταν εξω απο το σπίτι. Τότε θυμήθηκα την ιστορία του Πατερομανώλη και την διηγήθηκα στη θειά μου και στη Μάνα μου που ηταν κι αυτή εκεί. Η θειά μου τότε θυμήθηκε ενα περιστατικό που το έζησε οταν ηταν κοπελια στην ηληκία μου η λιγο παραπάνω καιμας το διηγήθηκε. Ηταν και τοτε καλοκαίρι και είχαν ΄ερθει να μαζέψουν τα αμύγδαλα, με τον πατέρα της και τα αλλά μεγαλύτερα αδέρφια της. Η μάνα μου δεν ειχε πάει γιατί ηταν πιο μικρή.Τη νύχτα ξύπνησαν από ενα θόρυβο σαν να κατρακυλούσαν πέτρες και ενα παράξενο βουιτό σαν κάποιο τεράστιο ερπετό να κατέβαινε από την οξά. Το βουιτο πέρασε απο το φαράγγι των σπήλιων και κατευθυνθηκε προς τα λενικά και χάθηκε στη θάλασσα. Ολοι ειχαν κατατρομάξει και μαζεύτηκαν να μάθουν τι ήταν. Τοτε ενας παπούς ο γέρο Πυθαρούλης παπούς του Πυθαρουλογιώργη που ειχε ξυπνήσεικι αυτός από τη φασαρία, τους ειπε. Μη φοβάστε ήταν η δράκαινα που ανεβαίνει στη οξά κάθε καλοκαίρι και απόψε γύρισε στη θάλασσα. Δεν πειράζει στοι αθρώπους, αρκει κι αυτοί να μη την πειράζουν. Η διήγηση της θειάς μου με έβαλε σε σκέψεις. Λες να ηταν αλήθεια η ιστορία του Πατερομανώλη; Μετά ηταν και τα αποτυπώματα των σαραντάπηχων στις πλακούρες της Οξάς που τα ειχα δει!! Οπως και να χει τωρα τελευταία δεν εχω ακούσει να ξαναανεβηκε η δράκαινα στη Οξά. Μάλλον με τα καπιταλ κοντρόλ θα εχει κιαυτή πρόβλημα να κάνει αναλήψεις !!!! Ασε που θα φορολογήσουν και τις καταθέσεις και δεν το εχει σκοπό να αποκαλύψει την τραπεζοθυρίδα της. Την 101η στερνα της Οξας. Φυλαγε τα ρούχα σου που λένε. Καληνύχτα σας Λιμνιώτες και Λιμνιώτησες.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

ΟΙ ΧΟΧΛΙΔΟΛΟΟΙ

Ηταν μεγάλη σαρακοστή, κάπου στην δεκαετία του πενήντα, Μάρτης μήνας. Πότε με τις λιακάδες του και πότε με τις βροχές και τα κρύα του. Μάρτης είναι χάδια κάνει πότε κλαίει και πότε γελάει, Έλεγε το αναγνωστικό της τρίτης Δημοτικού. Η σημερινή μέρα ομως δεν ηταν ούτε καλοκαιρινη αλλά ούτε και χειμωνιάτικη. Απο το πρωί ο καιρός ηταν συνεφιασμένος, αλλά δεν εκανε κρύο. Η Μάνα μου το πρωί που έφυγα για το Σχολιό μου είπε να πάρω την ομπρέλα καλού κακού γιατι μπορεί να βρέξει. Ευτυχώς δεν έβρεξε αλλά στον αέρα υπήρχε εκείνη η χαρακτηριστική μυρωδιά που σου δυναμώνει το αίσθημα οτι οπου να'ναι θα βρέξει. Σκεπτόσουνα οτι μπορεί τα σύννεφα να μην έβρεξαν το πρωί αλλά σύγουρα το απόγευμα θα βρέξει. Δεν μπορει, θα ρίξει μια βροχούλα, σκεπτόμουνα και συχρόνως το ευχόμουνα κιόλας. Μια μπατάγια που έλεγε η θειά μου η Καδιανή. Ο αέρας φυσούσε λιγο απο την ανατολή αλλά οπως περνούσε η ωρα και ερχόταν το απόγευμα σταμάτησε τελείως να φυσάει.Τα σύννεφα πύκνοσαν, γεμισαν τον ουρανό και οι πρώτες στάλες δεν άργησαν να πέσουν στη γή. Αρχισε να μυρίζει το χώμα εκείνη τη μυρωδιά της βροχής. Εβρεχε κάμποση ώρα. Μετά σταμάτησε η βροχή και τα σύννεφα αρχησαν να αποχωρούν σιγά σιγα απο τον ουρανό, απως αποχωρούσε και ο ηλιος που κρύφτηκε πίσω από τα βουνά της Λαγκάδας. Μωρε καλή μπατάγια έβγαλε, θα βγούν οι χοχλοί απόψε. Ειπε η θειά μου. Μετά γυρνόνταν σε μένα με ρώτησε. Θάρθεις να πάμε στους χοχλιούς το βράδυ; Δεν είχα ξαναπάει στούς χοχλιούς νύχτα, παρόλο που μου άρεσε που τους έβλεπα πολλές φορές που γέμιζαν τη Μάχα με φώτα από τα φαναράκια που κρατούσαν οι χοχλιδολόοι, οπως τους λέγαμε και γέμιζαν τα βουνα με φώτα σαν ενας τεράστιος πολυέλαιος. Η σκέψη και μόνο οτι θα πήγαινα να μαζέψω χοχλιούς τη νύχτα με το φαναράκι με γέμιζε με ενθουσιασμό. Ομως θα πρεπε να πάρω τη σχετική εγκριση για την νυκτερινή έξοδο. Πήγα λοιπόν στη Μάνα μου και της ειπα οτι η θεια θέλει να με πάρει στους χοχλιούς το βράδυ. Όταν μου ειπε οτι θα ερθει κιαυτή και θα πάμε ολοι μαζί, άρχισα να χοροπηδώ από τη χαρά μου. Περίμενα ποτε θα νυκτώσει και δεν κρατιομουνα. Αφού νύκτωσε επιτέλους, πήραμε τα απαραίτητα για την συλλογή των χοχλιών- φαναράκι, εφεδρικός φακός στη τσέπη για κάθε ενδεχόμενο, αναπτήρας μη τυχον και σβησει το φαναράκι να το ξαναανάψουμε και το καλάθι που θα βάζαμε τους χοχλιούς. Η παρέα ξεκίνησε από το σπίτι των θειάδων μου. Η Μάνα μου, η θεια η Καδιανή, η γειτόνησα η Σοφία του Λεμπίδη και εγώ. Μπήκαμε από το κάτω Σχολειό στα αλώνια στο αεροδρόμιο και απο εκεί συνεχίσαμε στην Αγία Παρασκευή. Μάζεύαμε τους χοχλιούς απο τα κλαδια και τα χόρτα και στους βάζαμε στα καλάθια. Συναντήσαμε και αλλους χοχλιδολόους και αρκετούς συνομηλικούς μου και μεγαλύτερους. Ειχαν σχεδόν γεμίσει τα καλάθια μας φτάνοτας στη πλαγιά κάτω απο τους βορνούς μύλους. Η μάνα μου πρότεινε να γυρίσουμε πίσω και μεχρι να φτάσουμε στο χωριό θα γεμίζαμε τα καλάθια μας. Πίασαμε τα χωράφια δίπλα από την στενή στράτα γυρνότας στο χωριό και μεχρι να φτάσουμε στου Πατερ Ευτύχιου το σπίτι που ηταν το τελευταίο σπίτι από την στενή στράτα ειχαν γεμίσει τα καλάθια μας. Οταν φτάσαμε σπίτι μας περίμενε η θειάμου η Μαρία που δεν ειχε ερθει μαζί μας γιατι πονούσαν τα πόδια της. Βρε καλώς τους χοχλιδολόους, μας καλωσορισε η θειά μου και μετα απεφθυνόμενη σε μένα ρώτησε. Ο καινούργιος χοχλιδολόγος γέμισε το καλάθι του ; Ναι θεία και μόνο με χοντρούς και μεγάλους που μάρέσουν, απάντησα. Έβαλε τους χοχλιούς σε μια κόφα που βάζαμε τα σταφύλια στον τρύγο των αμπελιών, κι εβαλε κληματοβεργες και αλλά κλαδιά για να ανεβούν οι χοχλοί και τους έριξε αλέυρι για να φάνε να καθαρίσουνε οπως έλεγε η Μάνα μου. Μετά απο καμποσο καιρό θα ηταν καθαροί και ετοιμοι για το τηγάνι ή το τσικάλι ανάλογα πως τους προτημούσε ο καθένας. Εγώ πάντως τους ηθελα μπουμπουριστούς στο τηγάνι !! Αυτή ηταν η πρωτη φορά που εγινα νυκτερινός χοχλιδολόγος. Ακολούθησαν και άλλες φορές μέχρι που τελείωσα το Γυμνάσιο και έφυγα από το χωριό. Τωρα πια ουτε χοχλοί υπάρχουν ούτε χοχλιδολόοι. Οι εποχες εχουν αλλάξει. Οι αλβανοί, οι βούλγαροι και τα φυτοφάμακα εχουν εξαφανίσει τους χοχλιούς και χωρίς χοχλιούς δεν υπάρχουν χοχλιδολόοι !!!!