Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ και τελευταίο)


Το αυτοκίνητο ανέβηκε το μικρό λόφο που έκρυβε τα φώτα της Ελούντας και των ξενοδοχείων της. Όταν φτάσαμε στην κορυφή και φάνηκε η απέναντι μεριά της παραλίας της Ελούντας, ο παππούς άφησε να του ξεφύγει μια φωνή έκπληξης για το θέαμα που αντικρίζαμε. Ωωωωωω Ηντάνε μωρέ τουτονέ το πράμα ; Σταμάτησα το αυτοκίνητο για να απολαύσουμε το θέαμα και είπα στον παππού. Η ΔΕΗ τα κάνει αυτά παππού.Και ηντάνε δηλαδή η ΔΕΗ σαν την ηλεκτρική τσι Νεάπολης που είχενε βάλει φώτα στσι δρόμους να φέγκουνε οι αθρώποι τη νύχτα να πηγαίνου στα σπίθια ντως; Ρώτησε. Ναι παπού, μόνο που αυτή η εταιρία είναι κρατική και έχει σε όλη την Ελλάδα μεγάλα εργοστάσια και έχει βάλει και στα σπίτια φώτα. Αλλά κάθε δίμηνο μας στέλνει το λογαριασμό στα σπίτια και πλερώνουμε ότι έχουμε κάψει.Απάντησα. Ηντα λες μπρε !! Για γρίκα πράματα !! Έκανε ο παππούς με θαυμασμό. Περάσαμε μέσα από την Ελούντα και ο παππούς θαύμαζε τα σπίτια τα μαγαζιά και τσι πινακίδες με τα φωτινά γράμματα. Είδε μια παρέα τουρίστες με κοντά παντελόνια και περίεργες μπλούζες και αλλοι γυμνοί από τη μέση και πάνω, που τραγουδούσαν μεθυσμένοι και με ρώτησε. Ηντάνε τουτινιέ οι μασκαράρες με τα κοντοβράκια. Τουρίστες παππού Εγγλέζοι.Απάντησα. Και δεν έχουνε ρούχα να βάλουνε μόνο γυρίζουνε γδυμνοί; Ξαναρώτησε. Έτσα είναι η μόδα παππού εδά. Απάντησα. Να τη χέσω έτσα μόδα. Μουρμούρισε σκεφτικός. Αναβήκαμε την ανηφόρα και μόλις φτάσαμε στα Λεννικά αντικρίσαμε τα φώτα του Αγίου Νικολάου. Ηντα πόλη είναι τουτινιέ παιδί μου; Ρώτησε ο παππούς. Ο Αγιος Νικόλας απήντησα. Γιαε μωρέ που εγίνηκε το ματράκι μεγάλη πολιτεία !! Είπε με θαυμασμό. Να πάμε από το λιμάνι να δείς πως είναι εδά. Είπα. Κούνισε καταφατικά το κεφάλι του και προσπαθούσε να καταλάβει που βρησκόμασταν, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά του δρόμου. Τουτανέ τα μεγάλα σπίθια ηντάνε; Ρώτησε. Ξενοδοχεία απάντησα. Α επαέ μένουνε οι μασκαράδες που έίδαμε ε; Πως τους είπες; Τουρίστες παππού. Κατουρίστρες έπρεπε να τσι λένε. Ο άλλος στην Ελούντα κατουρούσε στη μέση του δρόμου ο γαϊδαρος. Είπε θυμωμένος. Οταν φτάσαμε στο λιμάνι μου είπε . Για στάσου στην άκρα να το δώ καλά μπε. Σταμάτησα και άνοιξα το παράθυρο τελείως για να δεί καλύτερα. Γιάε πράματα το μαντράκι(έτσι λέγανε παλιά τον Αγιο Νικόλαο).Ειπε με επιδοκιμασία. Όπως στρίψαμε για να πάμε προς το Νοσοκομείο, είπε ο παππούς Να μωρέ και ένα πράμα που δεν μπορέσανε να το αλλάξουνε. Και μη μου πείς οτι δεν είναι τούτονε η βουλισμένη. Αυτή είναι παππού του απάντησα γελώντας. Φτάσαμε στα φανάρια του κόμβου στο Ξερόκαμπο και ο παππούς ρώτησε γιατί σταμάτησα. Γιατί έχει κόκκινο φανάρι παππού και πρέπει να περιμένω να περάσουν τα αυτοκίνητα που είναι από τον ξερόκαμπο και όταν ανάψει πράσινο τότε μπορούμε να φύγουμε και εμείς. Γιάε ήντα σκεφτήκανε οι αθρώποι για να μη κουτουλούνε τα αμάξια είπε ο παππούς. Φτάσαμε στη διακλάδοση τσι Αγίας Παρασκευής και μπήκαμε στον παράλληλο τσι εθνικής για να μπούμε στο χωριό. Ο παππούς είδε με το φεγγάρι το νεκροταφείο και ρώτησε. Το νεκροταφείο είναι κιονέ που ασπρίζει εκε πάνω; Ναι απάντησα. Εδά εκατάλαβα που ήμαστε. Περάσαμε κάτω από τον εθνικό και αντηκρίσαμε το κέντρο Διγενής παλάς. Ηντάνε τουτονά εργοστάσιο; Ρώτησε ο παππούς. Οϊ παππού, κέντρο διασκέδασης είναι. Επαέ κανουνε τα γλέντια για τσι γάμους και τα βαφτίσια. Γιάε εξελίξεις οι Λιμνιώτες !! Είπε με θαυμασμό ο παππούς. Να πάμε από του Χριστίνη παππού; Ρώτησα. Στέκει ακόμα κιονά το καφενείο του Χριστίνη; Ρώτησε. Ναι μόνο που το έχουν αλλάξει λιγάκι. Μπήκαμε μέσα στο χωριό και σταμάτησα στη πλατεία. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Η ώρα ήταν γύρω στις τρεις και μισή. Α εδά μπορώ να σου πώ ποιανού είναι τουτανέ τα μαγαζιά και τα σπίθια. Είπε και αρχισε να λέει ονόματα. Μετά κάναμε μια βόλτα στο χωριό. Στην απάνω γειτονία έβλεπε τα πεσμένα σπίτια και έλεγε ποιανού ήτανε το καθένα. Όταν του είπα ότι όλα σχεδόν τα σπίτια στη πάνω γειτονιά είναι ακατοίκητα μελαγχόλησε. Του είπα και για τα σπίτια που έχουν αγοράσει οι ξένοι στο χωριό. Του είπα και ότι τώρα στο χωριό έχει κόσμο γιατί έχουμε έρθει για διακοπές εμείς οι νεότεροι Λιμνιώτες που μένουμε στις πολιτείες, αλλά το χειμώνα ερημώνει το χωριό γιατί έχουν μείνει μόνο λίγοι από τους παλιούς και ακόμα λιγότεροι νέοι από τους νεότερους απογόνους. Άκουγε μελαγχολικός και δεν μίλαγε. Οταν κάναμε το κύκλο του χωριού και ξαναβρεθήκαμε στη πλατεία μου είπε σκεφτικός. Να ξέρεις παιδί μου ότι εμείς οι παλιοί δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε σ'αυτό το κόσμο που ζείτε ούτε μια μέρα, μ' αυτά που είδα και άκουσα απόψε. Αντε να με πάς λοιπόν αποκιά που με πήρες. Στο γυρισμό στη κολοκύθα δεν μιλούσε καθόλου. Πριν μπούμε στον χωματόδρομο ο παππούς μου είπε. Αφησε το αμάξι επαέ να μη το βάλεις τσι πέτρες, να προπατήξουμε λιγάκι να ξεμουδιάσουν τα πόδια μας. Καθώς πηγαίναμε στον κολπίσκο άρχισε πάλι ν'άρχεται η ομίχλη. Ο παππούς με ρωτούσε για τα παιδιά μου και ακουγε με ενδιαφέρον αυτά που του έλεγα. Οταν φτάσαμε στη θάλασσα η βάρκα ήταν εκεί με τον βαρκάρη. Με χαιρέτησε μου είπε να μου φιλήσεις τα εγγόνια σου και να μου προσέχεις το Μιχαλάκι. Μπήκε στη βάρκα και απομακρύνθηκε στο πέλαγος. Έκατσα και κοιτούσα τη βάρκα μέχρι που χάθηκε στην ομίχλη. Γύρισα και πήγα να βρω το αυτοκίνητο να γυρίσω στο χωριό. Η ομίχλη ήταν πιο πυκνή τώρα. Σκεπτόμουνα όλα όσα έγιναν απόψε και αναρωτιόμουνα αν ήταν αληθινά. Σταμάτησα και σκέφτηκα ότι έπρεπε να είχα φτάσει στο αυτοκίνητο, αλλά αυτοκίνητο δεν φαινόταν πουθενά. Τι έγινε; Αφαιρέθηκα και έχασα το δρόμο. Σκέφτηκα. Άρχισα να ψάχνω για γνωστά σημάδια αλλά δεν έβρισκα τίποτα. Η ομίχλη δεν έλεγε να περάσει. Φόβος με έπιασε και καθώς περνούσε η ώρα και δεν έβρισκα το αυτοκίνητο, ο φόβος μου μεγάλωνε. Μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι σαν να κτύπησαν πέτρα πίσω μου και πετάχτηκα από τη θέση μου. Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουνα στο κρεβάτι μου και δίπλα η γυναίκα μου κοιμόταν του καλού καιρού. Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπο μου και είπα μονολογώντας ανακουφισμένος. Ευτυχώς που ήταν όνειρο. Αλλά πολύ παράξενο όνειρο σκέφτηκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου