Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ


Ήταν ο πρώτος της παρέας που παντρευόταν. Η παρέα θεώρησε καθήκον να παρευρεθεί στο γάμο και να τον "κρεμάσουμε" με όλες τις τιμές. Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι του Αριστοτέλη και βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες πριν πάμε στην εκκλησία και λήξει η ελευθερία του. Η νύφη που ήταν από τη Μακεδονία και δεν μας γνώριζε, δεν τον άφηνε μόνο του, μαζί με μας τσοι..... "κουζουλούς". Σου λέει μπας και του αλλάξουνε γνώμη και τον ψάχνω και δεν θα τον βρήσκω. Ασε νά'χουμε το νού μας καλού-κακού. Σήμερα όλοι αυτοί που βλέπεται στη φωτογραφία είναι συνταξιούχοι, με παιδιά και με εγγόνια οι περισσότεροι. Ο Αριστοτέλης έμεινε στη Βόρεια Ελλάδα. Τώρα πρέπει να μένει Θεσσαλονίκη. Οι άλλοι της παρέας μένουν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στο Ηράκλειο, στα Χανιά και στον Αγιο Νικόλαο. Στο χωριό δε μένει κανένας. Αλλά όλοι τον Αύγουστο γίνονται κάτοικοι του χωριού. Εκτός βέβαια τους Αγιονικολιώτες που γίνονται πιο συχνά λόγω κοντινής αποστάσεως. Μόνο ο Αριστοτέλης δεν έρχεται κάθε χρόνο. Είναι η απόσταση μεγάλη και οι υποχρεώσεις και τα χρόνια στη πλάτη μας, έχουν βαρύνει τα πόδια μας. Έχω να τον δώ κάμποσα χρόνια. Όμως αυτή η φωτογραφία της παρέας μου θυμίζει πόσο δεμένοι ήμαστε τότε και πόσο "σκορποχώρι" ήμαστε σήμερα, γενικώς.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΑΣ ΤΥΧΕΡΟΣ ΛΑΓΟΣ


Ήτανε Σεπτέμβρης μήνας στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Οι κυνηγοί είχανε βγάλει τσι άδειες θήρας και είχαν εφοδιαστεί με τα μπαρουτάσκαγα και τα υπόλοιπα εφόδια. Ο ξάδερφος μου ο Πουλαδάκης από τα Χανία (Γαμπρός τση θειάς τση Στρατομαρίας)είχε έρθει στο χωριό για το κυνήγι. Είχανε κάνει το παρεάκι με τον ξάδερφό του τον Γιώργη τον Καραβέλα (που δεν ήταν κυνηγός αλλά είχε μια μοτοσυκλέτα), τον Σταυρούλη τον Μαυροειδή και τον γιό του Αντώνη (που είχε μηχανάκι) που την φίλος με τον Καραβέλα. Τουφέκια είχαν ο Σταυρούλης και ο Πουλαδάκης. Εκάτσανε στσοι μηχανές που οδηγούσανε ο Καραβέλας και ο Αντώνης και ξεκινήσανε να πάνε πίσω από τον κατσόματο να βρουνε λαγούς. Μετά τη καμάρα τσι φλέγας, πήρανε τη κονταρίδα από του κουτουρατζή το χάνι. Μπροστά πήγαινε ο Καραβέλας με τον Πουλαδάκη πίσω του και πιο πίσω ο Αντώνης με τον Πατέρα του. Ξαφνικά πετάγεται ένας λαγός από το χωράφι και έτρεχε μπροστά από τη μηχανή. Σηκώνει ο Πουλαδάκης το τουφέκι και πυροβολεί το λαγό. Αλλά ετσά που πήγαιναν στον χωματόδρομο με τσι πέτρες δεν μπορούσε να σημαδέψει καλά. Τα σκάγια περάσανε πάνω από τα αφτιά του λαγού (ίσως να αρπάξανε και κανένα σκάϊ) και σκάσανε μπροστά του. Ο λαγός ξαφνιάζεται δεν ξέρει από που τού'ρθε η μπαλουθιά και κάνει απότομη μεταβολή 180 μοιρών και πήγαινε κατ' ευθεία απάνω στη μηχανή. Ο Καραβέλας μόλις είδε τον λαγό να έρχεται καταπάνω του, έχασε τον έλεγχο τσι μηχανής και πέσανε μαζί με τον Πουλαδάκη στο χωματόδρομο. Ο λαγός πέρασε απάνω από τη μηχανή και τους πεσμένους αναβάτες της και βλέποντας το μηχανάκι του Αντώνη που ερχόταν έστριψε και εξαφανίστηκε στα χωράφια. Ο Αντώνης με τον Πατέρα του βλέποντας όλη τη σκηνή δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους. Η καζούρα που έπεσε στον Καραβέλα και στον Πουλαδάκη δεν λέγεται. Σα δε ντρέπεστε να σας ρίξει κάτω ο λαγός και να σας τσαλοπατήσει κιόλας, έλεγε ο Σταυρούλης. Ο Αντώνης τους έλεγε. Ο λαγός θα λέει: Μωρέ αυτοί φοβηθήκανε πιο πολύ από μένα και πέσανε κάτω με τη μηχανή !!!! Ο Πουλαδάκης το φυσούσε και δεν κρύωνε. - Χρόνια Πολλά στις Σοφίες στις Ελπίδες στις Αγάπες που γιορτάζουν σήμερα.-

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ και τελευταίο)


Το αυτοκίνητο ανέβηκε το μικρό λόφο που έκρυβε τα φώτα της Ελούντας και των ξενοδοχείων της. Όταν φτάσαμε στην κορυφή και φάνηκε η απέναντι μεριά της παραλίας της Ελούντας, ο παππούς άφησε να του ξεφύγει μια φωνή έκπληξης για το θέαμα που αντικρίζαμε. Ωωωωωω Ηντάνε μωρέ τουτονέ το πράμα ; Σταμάτησα το αυτοκίνητο για να απολαύσουμε το θέαμα και είπα στον παππού. Η ΔΕΗ τα κάνει αυτά παππού.Και ηντάνε δηλαδή η ΔΕΗ σαν την ηλεκτρική τσι Νεάπολης που είχενε βάλει φώτα στσι δρόμους να φέγκουνε οι αθρώποι τη νύχτα να πηγαίνου στα σπίθια ντως; Ρώτησε. Ναι παπού, μόνο που αυτή η εταιρία είναι κρατική και έχει σε όλη την Ελλάδα μεγάλα εργοστάσια και έχει βάλει και στα σπίτια φώτα. Αλλά κάθε δίμηνο μας στέλνει το λογαριασμό στα σπίτια και πλερώνουμε ότι έχουμε κάψει.Απάντησα. Ηντα λες μπρε !! Για γρίκα πράματα !! Έκανε ο παππούς με θαυμασμό. Περάσαμε μέσα από την Ελούντα και ο παππούς θαύμαζε τα σπίτια τα μαγαζιά και τσι πινακίδες με τα φωτινά γράμματα. Είδε μια παρέα τουρίστες με κοντά παντελόνια και περίεργες μπλούζες και αλλοι γυμνοί από τη μέση και πάνω, που τραγουδούσαν μεθυσμένοι και με ρώτησε. Ηντάνε τουτινιέ οι μασκαράρες με τα κοντοβράκια. Τουρίστες παππού Εγγλέζοι.Απάντησα. Και δεν έχουνε ρούχα να βάλουνε μόνο γυρίζουνε γδυμνοί; Ξαναρώτησε. Έτσα είναι η μόδα παππού εδά. Απάντησα. Να τη χέσω έτσα μόδα. Μουρμούρισε σκεφτικός. Αναβήκαμε την ανηφόρα και μόλις φτάσαμε στα Λεννικά αντικρίσαμε τα φώτα του Αγίου Νικολάου. Ηντα πόλη είναι τουτινιέ παιδί μου; Ρώτησε ο παππούς. Ο Αγιος Νικόλας απήντησα. Γιαε μωρέ που εγίνηκε το ματράκι μεγάλη πολιτεία !! Είπε με θαυμασμό. Να πάμε από το λιμάνι να δείς πως είναι εδά. Είπα. Κούνισε καταφατικά το κεφάλι του και προσπαθούσε να καταλάβει που βρησκόμασταν, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά του δρόμου. Τουτανέ τα μεγάλα σπίθια ηντάνε; Ρώτησε. Ξενοδοχεία απάντησα. Α επαέ μένουνε οι μασκαράδες που έίδαμε ε; Πως τους είπες; Τουρίστες παππού. Κατουρίστρες έπρεπε να τσι λένε. Ο άλλος στην Ελούντα κατουρούσε στη μέση του δρόμου ο γαϊδαρος. Είπε θυμωμένος. Οταν φτάσαμε στο λιμάνι μου είπε . Για στάσου στην άκρα να το δώ καλά μπε. Σταμάτησα και άνοιξα το παράθυρο τελείως για να δεί καλύτερα. Γιάε πράματα το μαντράκι(έτσι λέγανε παλιά τον Αγιο Νικόλαο).Ειπε με επιδοκιμασία. Όπως στρίψαμε για να πάμε προς το Νοσοκομείο, είπε ο παππούς Να μωρέ και ένα πράμα που δεν μπορέσανε να το αλλάξουνε. Και μη μου πείς οτι δεν είναι τούτονε η βουλισμένη. Αυτή είναι παππού του απάντησα γελώντας. Φτάσαμε στα φανάρια του κόμβου στο Ξερόκαμπο και ο παππούς ρώτησε γιατί σταμάτησα. Γιατί έχει κόκκινο φανάρι παππού και πρέπει να περιμένω να περάσουν τα αυτοκίνητα που είναι από τον ξερόκαμπο και όταν ανάψει πράσινο τότε μπορούμε να φύγουμε και εμείς. Γιάε ήντα σκεφτήκανε οι αθρώποι για να μη κουτουλούνε τα αμάξια είπε ο παππούς. Φτάσαμε στη διακλάδοση τσι Αγίας Παρασκευής και μπήκαμε στον παράλληλο τσι εθνικής για να μπούμε στο χωριό. Ο παππούς είδε με το φεγγάρι το νεκροταφείο και ρώτησε. Το νεκροταφείο είναι κιονέ που ασπρίζει εκε πάνω; Ναι απάντησα. Εδά εκατάλαβα που ήμαστε. Περάσαμε κάτω από τον εθνικό και αντηκρίσαμε το κέντρο Διγενής παλάς. Ηντάνε τουτονά εργοστάσιο; Ρώτησε ο παππούς. Οϊ παππού, κέντρο διασκέδασης είναι. Επαέ κανουνε τα γλέντια για τσι γάμους και τα βαφτίσια. Γιάε εξελίξεις οι Λιμνιώτες !! Είπε με θαυμασμό ο παππούς. Να πάμε από του Χριστίνη παππού; Ρώτησα. Στέκει ακόμα κιονά το καφενείο του Χριστίνη; Ρώτησε. Ναι μόνο που το έχουν αλλάξει λιγάκι. Μπήκαμε μέσα στο χωριό και σταμάτησα στη πλατεία. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Η ώρα ήταν γύρω στις τρεις και μισή. Α εδά μπορώ να σου πώ ποιανού είναι τουτανέ τα μαγαζιά και τα σπίθια. Είπε και αρχισε να λέει ονόματα. Μετά κάναμε μια βόλτα στο χωριό. Στην απάνω γειτονία έβλεπε τα πεσμένα σπίτια και έλεγε ποιανού ήτανε το καθένα. Όταν του είπα ότι όλα σχεδόν τα σπίτια στη πάνω γειτονιά είναι ακατοίκητα μελαγχόλησε. Του είπα και για τα σπίτια που έχουν αγοράσει οι ξένοι στο χωριό. Του είπα και ότι τώρα στο χωριό έχει κόσμο γιατί έχουμε έρθει για διακοπές εμείς οι νεότεροι Λιμνιώτες που μένουμε στις πολιτείες, αλλά το χειμώνα ερημώνει το χωριό γιατί έχουν μείνει μόνο λίγοι από τους παλιούς και ακόμα λιγότεροι νέοι από τους νεότερους απογόνους. Άκουγε μελαγχολικός και δεν μίλαγε. Οταν κάναμε το κύκλο του χωριού και ξαναβρεθήκαμε στη πλατεία μου είπε σκεφτικός. Να ξέρεις παιδί μου ότι εμείς οι παλιοί δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε σ'αυτό το κόσμο που ζείτε ούτε μια μέρα, μ' αυτά που είδα και άκουσα απόψε. Αντε να με πάς λοιπόν αποκιά που με πήρες. Στο γυρισμό στη κολοκύθα δεν μιλούσε καθόλου. Πριν μπούμε στον χωματόδρομο ο παππούς μου είπε. Αφησε το αμάξι επαέ να μη το βάλεις τσι πέτρες, να προπατήξουμε λιγάκι να ξεμουδιάσουν τα πόδια μας. Καθώς πηγαίναμε στον κολπίσκο άρχισε πάλι ν'άρχεται η ομίχλη. Ο παππούς με ρωτούσε για τα παιδιά μου και ακουγε με ενδιαφέρον αυτά που του έλεγα. Οταν φτάσαμε στη θάλασσα η βάρκα ήταν εκεί με τον βαρκάρη. Με χαιρέτησε μου είπε να μου φιλήσεις τα εγγόνια σου και να μου προσέχεις το Μιχαλάκι. Μπήκε στη βάρκα και απομακρύνθηκε στο πέλαγος. Έκατσα και κοιτούσα τη βάρκα μέχρι που χάθηκε στην ομίχλη. Γύρισα και πήγα να βρω το αυτοκίνητο να γυρίσω στο χωριό. Η ομίχλη ήταν πιο πυκνή τώρα. Σκεπτόμουνα όλα όσα έγιναν απόψε και αναρωτιόμουνα αν ήταν αληθινά. Σταμάτησα και σκέφτηκα ότι έπρεπε να είχα φτάσει στο αυτοκίνητο, αλλά αυτοκίνητο δεν φαινόταν πουθενά. Τι έγινε; Αφαιρέθηκα και έχασα το δρόμο. Σκέφτηκα. Άρχισα να ψάχνω για γνωστά σημάδια αλλά δεν έβρισκα τίποτα. Η ομίχλη δεν έλεγε να περάσει. Φόβος με έπιασε και καθώς περνούσε η ώρα και δεν έβρισκα το αυτοκίνητο, ο φόβος μου μεγάλωνε. Μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι σαν να κτύπησαν πέτρα πίσω μου και πετάχτηκα από τη θέση μου. Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουνα στο κρεβάτι μου και δίπλα η γυναίκα μου κοιμόταν του καλού καιρού. Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπο μου και είπα μονολογώντας ανακουφισμένος. Ευτυχώς που ήταν όνειρο. Αλλά πολύ παράξενο όνειρο σκέφτηκα.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (Μέρος Β)


Στεκόμουνα αναποφάσιστος στην αρχή της σκάλας με το ένα πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι και το άλλα στα πλακάκια του καθιστικού και σκεπτόμουνα τα λόγια του γέρου. Πως στο καλό ήξερε για το χωράφι στη κολοκύθα, αναρωτήθηκα. Τι να κάνω ; Να πάω στο κρεβάτι μου ή να πάω στη κολοκύθα ; Τελικά επεκράτησε η περιέργεια μου να δω ποιος είναι ο συγγενής που θα έρθει στη κολοκύθα. Κοίταξα το ρολόι στο τοίχο. Η ώρα ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα. Προλαβαίνω, σκέφτηκα και άρχισα να ντύνομαι. Πήρα το καλοκαιρινό μου μπουφάν γιατί σκέφτηκα ότι θα κάνει κρύο στη κολοκύθα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα στην Ελούντα. Πέρασα το στενό γιοφύρι και πήγα στη κολοκύθα. Ο χωματόδρομος σταματούσε πριν τη θάλασσα καμιά ογδονταριά μέτρα. Από εκεί και πέρα ο δρόμος στένευε και είχε αρκετές πέτρες. Έτσι δεν το ρίσκαρα να φάω κανένα λάστιχο του αυτοκινήτου. Κοίταξα το φεγγάρι στον ουρανό και μου φάνηκε ότι κάτι σαν σύννεφο άρχισε να το καλύπτει και να σκοτεινιάζει. Ομίχλη σκέφτηκα. Ο καιρός ήταν νοτιοανατολικός και φυσούσε αεράκι από τη θάλασσα. Παρά το περασμένο της ώρας-ήταν γύρω στις τρεις παρά- δεν έκανε κρύο. Αντίθετα θα έλεγα ότι ήταν μάλλον χλιαρός ο αέρας που ερχότανε από την θάλασσα. Η ομίχλη άρχισε να περιορίζει την ορατότητα. Η πανσέληνος ίσα που φαινότανε. Γύρισα και πήρα το φακό από το αυτοκίνητο και προχώρησα προς την ακρογιαλιά. Σε εκείνο το σημείο του κολπίσκου υπήρχε μια μικρή αμμουδιά. Η θάλασσα ήταν ήρεμη με ένα ελαφρό κυματάκι λόγω του ανατολικού ανέμου, που έφερνε όλο και περισσότερη ομίχλη. Γύρισα τον φακό μου προς την θάλασσα και προσπάθησα να διακρίνω κάτι. Τίποτα όμως δεν φαινόταν μέσα στην ομίχλη. Σκέφτηκα ότι με τέτοια ομίχλη ήταν πολύ δύσκολο να πλησιάσει κάποια βάρκα την ακτή. Ξαφνικά διέκρινα μέσα στην ομίχλη κάποιο φως μέσα στη θάλασσα. Λες, λέω μέσα μου, να είναι αυτός που μου είπε ο γέρος; Η βάρκα φαινόταν τώρα καθαρά με ένα φως σαν τα παλιά λουξ που είχαν στα παλιά καφενεία στη πρύμνη της. Διέκρινα δύο άτομα μέσα στη βάρκα. Η βάρκα σταμάτησε δυο μέτρα από την παραλία και έκατσε την άμμο. Κατέβηκε ο ένας από τους δύο που φαινόταν νεότερος και χεροδύναμος. Πήρε στους ώμους του τον άλλο που έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Τον έφερε στην παραλία σε στεγνό έδαφος και τον άφησε να πατήσει στην αμμουδιά. Μετά γύρισε έσπρωξε τη βάρκα για να ξεκολλήσει από την άμμο και με ένα σάλτο μπήκε μέσα, έπιασε τα κουπιά και απομακρύνθηκε μέσα στην ομίχλη όπως είχε έρθει. Μπροστά μου στεκόταν ένας γέρος κρητικός ψηλός πάνω από ένα ογδόντα, με την κρητική φορεσιά του να με κοίταζε από την κορφή μέχρι τα νύχια των ποδιών μου με ένα διαπεραστικό και υπερήφανο βλέμμα. Ανατρίχιασα έτσι που με εξέταζε με το βλέμμα του. Εσύ είσαι ο γιος του Μανώλη μου ; Με ρώτησε. Το παρουσιαστικό του μου θύμιζε κάποιον σε μια φωτογραφία που είχα δει πριν πολλά χρόνια στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Με έλουσε κρύος ιδρώτας στη σκέψη ότι αυτός που στεκόταν απέναντι μου ήταν ο παππούς μου. Ο πατέρας του πατέρα μου!!! Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκα. Κατάλαβε την ταραχή μου και μου είπε. Μη φοβάσαι. Μια βόλτα θα μου κάνεις να δω μερικά πράματα. Με ήντα ήρθες επαέ; με ρώτησε. Με αυτοκίνητο του απάντησα. Άντε λοιπόν να πάμε στο χωριό. Τον είδα να γυρνά το βλέμμα του και να ψάχνει στην ομίχλη. Πούνε μωρέ εκειο'νά το αυτοκίνητο; Με ρώτησε πάλι. Λίγο παρακάτω το άφησα γιατί είναι κακός ο δρόμος. Φώτισα το δρόμο με τον φακό μου και πήγαμε εκεί που είχα αφήσει το αυτοκίνητο. Ηντά'ναι μωρέ ετούτονε το μπαούλο; Με ρώτησε. Το αυτοκίνητο μου είναι παππού, του είπα. Και θα μπούμε εκέ μέσα να πάμε στο χωριό; Με ξαναρώτησε. Ετσά είναι τα αυτοκίνητα εδά. Του απάντησα. Καλά άντε να δούμε, είπε με αμφιβολία. Τον βοήθησα να μπει μέσα και μπήκα και εγώ. Πώς σου φαίνεται το αυτοκίνητο μου; Τον ρώτησα. ¨Έχει ωραία καθίσματα μόνο που είναι λίγο στενόχωρο. Μου απάντησε. Στην εποχή μου υπήρχαν λίγα αυτοκίνητα αλλά ήταν μεγάλα με άβολα καθίσματα. Μερικά είχαν και ξύλινους πάγκους για να κάθονται οι αθρώποι. Είπε και βολεύτηκε στο κάθισμα του. (Την επόμενη εβδομάδα το τελευταίο μέρος).

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ


Ήταν μια ζεστή Αυγουστιάτικη νύχτα που δεν φύσαγε καθόλου αέρας και η ζέστη της ημέρας από τη νοτιά δεν έλεγε να περάσει. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις πρώτες νύχτες του Αυγούστου που τα μελτέμια δρόσιζαν τις νύχτες και σε έκαναν να ψάχνεις σεντόνι να σκεπαστείς. Ακόμα και η πικέ καλοκαιρινή κουβέρτα ήταν καλοδεχούμενη. Κοίταξα δίπλα μου στο κρεβάτι. Η γυναίκα μου κοιμόταν του καλού καιρού, ψιλορουχαλίζοντας ξεσκέπαστη. Πως μπορεί και κοιμάται με τέτοια ζέστη; Αναρωτήθηκα. Γύρισα από την άλλη μεριά μπας και με πάρει ο ύπνος και έκλεισα τα μάτια μου. Μπά!!Μάταιος κόπος. Αισθανόμουν τον υδρώτα να τρέχει πίσω από το αφτί μου. Δεν θυμάμαι πως βρέθηκα να κατεβαίνω τη σκάλα από τα υπνοδωμάτια και να πηγαίνω στη κουζίνα. Ήπια λίγο κρύο νερό από το ψυγείο για να δροσιστώ, αλλά δεν έκανε και πολλά πράμματα για να μετριάσει τη ζέστη που αισθανόμουν. Σκέφτηκα ότι έξω στην αυλή θα ήταν καλύτερα. Γύρισα έβαλα το κοντό παντελόνι και βγήκα στη αυλή. Ασυναίσθητα έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη του παντελονιού μου και κοίταξα την ώρα. Το ρολόϊ έδειχνε μια και δέκα μετά τα μεσάνυχτα. Κοίταξα τον ουρανό. Το φεγγάρι ηταν ολόγεμο σαν ένα μεγάλο ταξί και έφεγγε όλη την αυλή. Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια της συχωρεμένης της Μάνας μου. Του Αυγούστου το φεγγάρι παρά ήλιο μέρα κάνει. Η φασαρία από τις ταβέρνες του χωριού είχε σταματήσει. Μπορεί το χωριό να έχει ξεμείνει από κατοίκους (κυρίως τον χειμώνα )αλλά από ταβέρνες έχουμε να φάνε και οι ...κότες. Τράβηξα τον μάνταλο άνοιξα την αυλόπορτα και βγήκα στο δρόμο. Κοίταξα προς τα κάτω καφενεία (πρώην καφενεία), τώρα άδεια σκοτεινά και αραχνιασμένα, μετά και το κλείσιμο του καφενείου του Καλιωράκη που μεταφέρθηκε στην ....προκυμαία μαζί με τα άλλα !!! Άνθρωπος δεν φαινόταν πουθενά. Στο σπίτι του ανηψιού μου απέναντι από το σπίτι μου, επικρατούσε ησυχία. Σκέφτηκα τον γιό του το Μανόλη που όλη τη μέρα χαλούσε το κόσμο από τη φασαρία που έκαναν με τον αδερφό του και χαμογέλασα. Α ρε Μανολιό ευτυχώς που υπάρχει και η νύχτα και ησυχάζεις εσύ και μπορούμε να κοιμηθούμε και μείς, μόνο που απόψε με την ζέστη δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είπα σιγανά. Γύρισα και κοίταξα προς τη μερία του Κατσούλη το πηγάδι. Σα να μου φάνηκε οτι είδα κάτι να έρχεται. Προχώρησα προς το σταυροδρόμι και σταμάτησα στου Κοκογιάννη το σπίτι στο στύλο τσι Δεής και περίμενα να δώ ποιός ήταν αυτός που ερχόταν. Όταν πλησίασε αρκετά διέκρινα ένα γέρο που καθόταν πάνω σε ένα γέρικο γάϊδαρο που με το ζόρι έσερνε τα πόδια του. Με παραξένεψε γιατί φορούσε κρητικές βράκες και γελέκο και στους γειρτούς ώμους του είχε ρίξει ένα ρασίδι με την κουκούλα κατεβασμένη στο πρόσωπο του που δεν μπορούσα να δώ καλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Πως μπορεί και φορεί ρασίδι με τέτοια ζέστη, αναρωτήθηκα. Σταμάτησε τον γάϊδαρο του δυο βήματα από μένα και με ρώτησε. Ετουλόγου σου είσαι ο ..... και είπε τ'όνομα μου. Ναι Μπάρμπα. Του απάντησα. Εγώ είμαι. Έχω μια παραγγελία για σένα είπε. Ήντα παραγγελιά τον ρώτησα. Ακου καλά, μου λέει και μη ρωτάς πολλά. Απόψε θα έρθει ένας συγγενής σου με ένα καϊκι στη κολοκύθα εκιά που είχατε τσι αμυγδαλιές μια φορά, στην ανατολική πλευρά. Θα πάς να τον πάρεις και να τον φέρεις στο χωριό, κι ότι σου πεί θα κάνεις. Αλλά πρέπει να είσαι εκεί στις τρείς ακριβώς. Αν δεν πας στην ώρα σου το καϊκι θα φύγει. Γύρισε το γάϊδαρο του και έφυγε από εκεί που ήρθε, χωρίς να πεί άλλη λέξη. Καθόμουν αποσβολομμένος από αυτά που μου είπε και τον κοίταζα που απομακρυνόταν, με ανοικτό το στόμα χωρίς να μπορώ να πώ ούτε μια λέξη. Έκατσα αρκετή ώρα με το βλέμμα στραμμένο στη μεριά που εξαφανίστηκε ο παράξενος αυτός γέρος και στα αφτιά μου βόύιζαν τα λόγια του. Όταν συνήλθα κάποια στιγμή, σκέφτηκα ότι δεν περίμενα κανένα συγγενή να έρθει και μάλιστα με καϊκι. Και γιατί δεν μπάει στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου, σκέφτηκα. Αααααα σκέφτηκα με δούλεψε ο γέρος ή είναι τρελός. Θα ήταν κανένας γέρος από τα μετόχια που του είχει λασκάρει η βίδα, ξανασκέφτηκα. Γύρισα και μπήκα στην αυλή του σπιτιού μου και έκλεισα την αυλόπορτα. Πήρα μια καρέκλα από την κουζίνα και έκατσα έξω στην αυλή. Έβαλα το χέρι μου στο παντελόνι και ξανακοίταξα την ώρα στο κινητό μου. Η ώρα είχε πάει μιά και μισή. Α ρε μπούρδες πάω να κοιμηθώ, είπα στον εαυτό μου φωνακτά. Σηκώθηκα για να πάω στο κρεβάτι μου αλλά τα λόγια του γέρου στριφογύριζαν στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να τα ξεχάσω. (η συνέχεια προσεχώς)

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ


Οι άνθρωποι του χωριού εκείνα τα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας ήταν πολύ θρήσκοι. Κάθε Κυριακή η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Όταν πάθαιναν κάτι, πάλι στούς Αγίους πρόστρεχαν για να βρούν βοήθεια. Έτσι "ταζόταν" να κάνουν διάφορα "τασήματα" όπως λαμπάδες, ασημένια ή χρυσά αφιερώματα, ακόμα να πάνε με τα πόδια μέχρι την εκκλησία του Αγίου. Πολλές φορές και ξυπόλητοι. Τον δεκαπενταύγουστο συνήθως εκπληρώνανε τα " τασήματα " τους προς την Παναγία. Το πιό συνηθισμένο ήταν να πάνε με τα πόδια στη Παναγία τη Φανερωμένη. Πρέπει να ήμουν δώδεκα χρονών όταν η θειά μου η Καδιανή με πήγε στο Μοναστήρι της Παναγίας, που κάποιος με είχε τάξει να πάω. Μάλλον η Μάνα μου, αλλά λόγω της δουλειάς της δεν μπορούσε να με πάει αυτή. Φύγαμε πολύ πρωί γιατί ο δρόμος ήταν πολύς και τα γαϊδούρια δεν ήταν αυτοκίνητα. Πήγαιναν με το πάσο τους. Μέχρι τον αλμυρό περπατούσα και δεν μ'ένοιαζε γιατί η πρωινή δροσούλα βοηθούσε στο περπάτημα. Όμως το ανηφοράκι μετά από εκεί μέχρι το Ίστρος ηταν ζόρικο για πιτσιρικά όπως εγώ και νηστικός όπως ήμουν για να μεταλάβω με έπιασε το στομάχι μου. Απέναντι από το αγροκήπιο στο Καλό χωριό ήταν ένα καφενείο ανοικτό και η θειά μου είπε στον καφετζή να μου κάνει ένα καφέ γιατί με έπιασε το στομάχι έτσι νηστικός που ήμουν. Ο καφετζής μου έφτιαξε τον καφέ και τον ήπια και συνήλθα κάπως. Αφού ξεκουράστηκα λιγάκι συνεχίσαμε τον δρόμο για το μοναστήρι της Παναγίας. αφήσαμε τον αμαξωτό και μπήκαμε σε ένα γαϊδουρόδρομο με σκαλοπάτια κατηφοριές και τελικά μετά από μια ανηφόρα φτάσαμε στο Μοναστήρι. Εκεί βρήκαμε και άλλους χωριανούς που είχαν έρθει από την προηγουμένη μέρα. Βρήκα και παρέα τα ξαδέρφια μου που ήταν εκεί τον Χαρίλαο, τον Σταύρο και τον Γιώργη. Πρέπει να ήταν και ο μικρός ο Βαγγέλης, αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν πάντως θυμάμαι ότι ήταν εκεί η Μάνα τους και η Γιαγιά τους η Σταρομανώλενα. Αφού μεταλάβαμε οι καλογέροι μας έκαναν τραπέζι μετά την εκκλησία και αφού φάγαμε, ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στο χωριό. Εντύπωση μου είχαν κάνει τα πολλά σκαλοπάτια πριν το Μοναστήρι. Επίσης ότι στο τραπέζι ήταν πολλοί κυνηγοί που είχαν φέρει λάγούς που έψησαν οι καλογέροι και έδωσαν και στον κόσμο να φάει ένα μεζέ. Έλεγαν ότι πολλοί ήταν Αθηναίοι κυνηγοί που είχαν έρθει για διακοπές. Είχε γυρίσει ο ήλιος προς το ηλιοβασίλεμα όταν φτάναμε στη διασταύρωση που πάει στον καλολάκο και ακούσαμε γαβγίσματα κυνηγόσκυλων να έρχονται από το δρόμο του καλολάκου. Ένας μεγάλος λαγός πήγαινε μπροστά και από πίσω του τρεις τέσσερεις σκύλοι των κυνηγούσαν να τον πιάσουν. Ο πονηρός λαγός έστριξε απότομα και βούτηξε μέσα στα πόδια των γαϊδάρων της παρέας μας. Οι σκύλοι τα έχασαν σταμάτησαν μπροστά στους γαϊδάρους που ξαφνιασμένοι στρυφογύριζαν με κίνδυνο να ρίξουν κάτω τους αναβάτες τους, που προσπαθούσαν να μη πέσουν. Μέσα σ'αυτόν τον χαμό ο λάγός βγήκε την ευκαιρία να ξεφύγει από τους διώκτες του που μέχρι να καταλάβουν τι γίνεται ο τους είχε φύγει καμιά πενήνταριά μέτρα. Αυτός ο λαγός ήταν τυχερός !! Εκείνη τη μέρα δεν θα κατέληγε στο πιάτο κανενός, εν αντιθέση με αυτούς που κατέληξαν στο πιάτο των προσκυνητών της Παναγίας της Φανερωμένης !!!!!

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Η ΒΟΥΡΛΙΑ ΔΕ ΣΚΟΝΕΙ ΠΟΛΥ ΒΑΡΟΣ


Το περασμένο Σαββατοκύριακο πήγα στο χωριό για το μνημόσυνο του Φιλίμονα (τρίμηνα). Πολλοί χωριανοί κυρίως της γενιάς μου και λίγο μικρότεροι μου είπαν ότι διαβάζουν τις ιστορίες που γράφω και θυμούνται τα νιάτα τους. Εχθές λοιπόν που καθόμαστε στη βεράντα του σπιτιού του φίλου μου Στέλιου Λεμπιδάκη με τον ξάδερφο μου Σταύρο Κοκολάκη και λέγαμε θύμισες από τα παιδικά μας χρόνια, ο Στέλιος μου είπε μια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια, με συμπρωταγωνιστή και τον συχωρεμένο Φιλίμωνα που τότε λεγόταν Στρατής. Ήταν η δεκαετία του 50. Ο κόσμος δεν είχε συνέλθει ακόμα από την κατοχή και τον εμφύλιο. Οι οικογένειες τα έφερναν δύσκολα πέρα. Δεν υπήρχαν λεφτά. Όσοι είχαν τα φύλαγαν για ώρες ανάγκης. Η κάθε οικογένεια είχε το κήπο της και φύτευε λαχανικά για να μην τα αγοράζει τουλάχιστο αυτά που μπορούσαν να καλλιεργήσουν μόνοι τους. Σε κάθε κήπο υπήρχε ένα πηγάδι με νερό για να ποτίζουν τον κήπο. Τότε η άντληση του νερού γινόταν παραδοσιακά με 3 τρόπους. Ο πλέον διαδεδομένος ήταν ο ανεμόμυλος, σιδερένιος ή πέτρινος (οι παλαιότεροι ). Μετά ήταν το γεράνι. Πολύ πιο παλιό σύστημα άντλησης ακόμα και από τον πέτρινο μύλο. Το γεράνι ήταν ένας κορμός δένδρου ίσιος περί τα τέσσερα μέτρα μήκος, που στη μέση του περνούσαν ένα σίδερο που στερεωνόταν σε ένα άλλο κορμό δέντρου και κατέληγε σε δίχαλο. Στη μια άκρη τη πιο χοντρή έδεναν μια πέτρα για να κρατά το οριζόντιο κορμό όρθιο. Στην άλλη άκρη τη πιο λιανή έδεναν ένα σκοινί που στη αλλά άκρη του είχε δεμένο ένα σιδερένιο κουβά. Τράβαγαν το σκοινί λοιπόν και κατέβαζαν τον κουβά στο πηγάδι τον γέμιζαν νερό και άφηναν σιγά σιγά να ανεβάσει η πέτρα τον κουβά πάνω. Αν άφηνες το σκοινί τελείως, τράβαγε τον κουβά απότομα πάνω έχυνε το νερό και μπορεί να σου ερχότανε και στο κεφάλι αν δεν είχες το νού σου. Μικρός το φοβόμουνα και δεν το πλησίαζα. Το τρίτο σύστημα ήταν γαλλικό. Το έλεγαν σακιέ. Ηταν ενα σύστημα σαν τους τροχούς με γρανάζια των παλαιών ωρολογίων αλλά κάθετους και οριζόντιους που κατέληγαν σε μια αλησίδα με κόμπους που από ένα σωλήνα έφερνε το νερό σε ένα άλλο δοχείο και από εκεί στον καταπότη. Το παλαιότερο σακιέ δεν είχε κόμπους και σωλήνες αλλά με κουβάδες έβγαζε το νερό στην επιφάνεια που έπεφτε σε μια γούρνα. Στο χωριό εκείνη την εποχή υπήρχαν δύο σακιέδες. Ένας με κουβάδες στις Μπροκομαρίας και ένας με κόμπους στο κήπο του Παπού μου του Κοκολομιχάλη. Ο Πατέρας του Στρατή (Φιλίμωνα)είχε ανεμόμυλο και του είπε εκείνη τη μέρα το πρωί να πάει να ανοίξει τα πανιά του μύλου για να γεμίσει η στέρνα νερό να ποτίσουν το απόγευμα τον κήπο. Βγαίνοντας στο σοκάκι ο Στρατής βρήκε τον γείτονα του τον Στέλιο του Λεμπιδογιώργη. Αντε να πάμε στο κήπο να ανοίξουμε τα πανιά του μύλου του λέει. Αλλο που δεν ήθελε ο Στέλιος. Πάνε λοιπόν στο μύλο και ανοίγουν τα πανιά, αλλά νερό ερχόταν πολύ λίγο. Λεει ο Στέλιος. Μωρέ εχάλασε η βαλβίδα και δεν βγαίνει το νερό πάνω. Να βρούμε κανένα να τη φτιάξει. Βγήκαν στο δρόμο και βρήκαν τον συνομήλικο τους τον Βαγγέλη του Ζαχαράκη. Μωρέ Βαγγέλη του λέει ο Στρατής, εχάλασε η βαλβίδα του μύλου μας και δεν βγάζει νερό, μπορείς να κάμεις πράμα ; Για να δώ, λέει ο Βαγγέλης. Πάνε στο μύλο και λέει ο Βαγγέλης φέρε κεινέ τη βουρλιά (άλλο σκοινί δεν υπήρχε στο κήπο) να τη δέσω στη μέση μου να την κρατάτε να κατέβω στο πηγάδι να δώ. Κρατάγανε τη βουρλιά ο Στέλιος με το Στρατή και τον κατεβάζανε στο πηγάδι. Η βουρλιά όμως ήταν παλιά και έτσι όπως έτριβε στις πέτρες του πηγαδιού έσπασε και ο Βαγγέλης έπεσε μέσα στο πηγάδι και οι άλλοι ανάσκελα στον κήπο ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Στρατής με το Στέλιο σηκωθήκανε και άρχισαν να τρέχουν προς το χωριό για να φέρουν βοήθεια να βγάλουν το Βαγγέλη από το πηγάδι. Σταμάτησαν όμως γιατί ο Βαγγέλης τους φώναξε μάσα από το πηγάδι ότι είναι καλά. Ο Βαγγέλης ήταν αδύνατος και πολύ ευκίνητος και είχε ξαναπέσει σε πηγάδι. Έτσι ήξερε πως ν'αντιδράσει. Έτσι κατάφερε πιάνοντας τη σωλήνα που έφερνε πάνω το νερό να σταθεί στο ενδιάμεσο πατάρι του πηγαδιού και να μη πέσει στο νερό. Την πρώτη φορά που έπεσε ο Βαγγέλης σε πηγάδι, ήταν στου διασαντά τη στέρνα που πήγε να ποτίσει τα οζά. Η αγελάδα που κρατούσε πήγε να διώξει τις μύγιες γυρνώτας το κεφάλι της και τον κουτούλησε στη πλάτη, την ώρα που πότιζε τα αρνιά. Έτσι έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη στέρνα. Ευτυχώς όμως είχε την ψυχραιμία και δεν άφησε το σκοινί της αγελάδας που κρατούσε. Έτσι η αγελάδα που τον έριξε στη στέρνα τον έβγαλε κιόλας τραβώντας τον έξω απ' αυτή.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Το χωριό μας έχει πολλές εκκλησίες και μέσα στο χωριό αλλά και έξω απ'αυτό (τα ξωμονάστηρα).Μέσα στο χωρίο υπήρχαν οι εκκλησίες, ξεκινώντας από τους Αγίους Αναργύρους, πιο κάτω ο Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος η Παναγία η Ευαγγελίστρια, η Αγία Τριάδα, ο Αγιος Δημήτριος και η Μεγάλη εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Εξω από το χωριό ξεκινώντας από Δυτικά ήταν η Παναγία η Κεραπολίτησα, η Αγία Φωτεινή στη Μάχα, ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος που ήταν και το νεκροταφείο του χωριού, Η Αγία Παρασκευή, ο Αγιος Ιωάννης ο πλακουρίτης, ο Αγιος Νικόλαος, ο Αγιος Γεώργιος στη κεφάλα, ο Αγιος Λουκάς, στο Λουσέστρο ο Αγιος Ιωάννης, η Αγία Πελαγία, στον ΚαλόΛάκο η Αγία Ειρήνη και η Παναγία, στη Οξά η εκκλησία του Σταυρού, ο Προφήτης Ηλίας στους Δυό πρίνους. Πρέπει να ήταν και μια εκκλησούλα στο Δράκο αλλά δεν θυμάμαι ποιανού Αγίου. Σύμφωνα με τα βιβλία υπήρχε και μια πολύ παλιά εκκλησία στη θέση που είναι το συνεταιρικό εργοστάσιο σήμερα, του Ταξιάρχου Μιχαήλ. Την εκκλησία αυτή την έκτισε κάποιος Μοναχός Νικόδημος το 1605,(όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Στέργιου Σπανάκη πόλεις και χωριά της Κρήτης τομος β)αλλά δεν υπάρχει σήμερα. Ούτε και την πρόλαβα μικρός. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι γινόταν λειτουργία με αρτοπλασίες και κεράσματα κάθε χρόνο στο συνεταιρικό εργοστάσιο, που είχαν την εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, στη γιορτή του στις 8 του Νοέμβρη. Στα τελευταία χρόνια έκτισαν και την εκκλησία της Υπαπαντής πιο κάτω από την βορνή καμάρα. Κάθε φορά που γιόρταζε κάποιο απ΄αυτά γινόταν ένα μικρό πανηγύρι. Όταν γιόρταζε εκκλησία μέσα στο χωριό γινόταν μεγαλύτερο πανηγύρι. Αλλά όταν γιόρταζε η Αγία Μαρίνα γινόταν το πιο μεγάλο πανηγύρι του χωριού. Το γλέντι κρατούσε δυό μέρες. Ερχόταν ο Δεσπότης και πολύς κόσμος από όλο το Νομό. Η Αγια Μαρίνα έκανε πολλά θαύματα και ο κόσμος έκανε τασίματα για να τον κάνει καλά η Αγία. Ερχόταν μικροπολιτές με παιγνίδια και διάφορα πράματα. Γλυφιτζούδια και παγωτά για τα παιδιά. Το πρώτο μαλί της γριάς το έφαγα στη γιορτή της, όπως και το πρώτο παγωτό χωνάκι. Θυμάμαι που ο Πατέρας μου, που μου το πήρε, μου είπε να το τρώγω σιγά-σιγά να μην πονέσει ο λαιμός μου. Τα παλιά πανηγύρια είχαν πολύ κόσμο. Θυμάμαι που έπαιζαν τα ξαδέρφια μου ο Κοκολομιχάλης με τον αδερφό του τον Κοκολοδημήτρη, τα όργανα και ο κόσμος χόρευε όλη τη νύχτα από το απόγευμα της παραμονής μέχρι την επομένη της Αγίας Μαρίνας. Τώρα ο τρόπος της διασκέδασης στα πανηγύρια έχει αλλάξει πολύ. Το παλιό πανηγύρι είναι παρελθόν. Όμως οι αναμνήσεις των παλίων πανηγυριών της Αγίας Μαρίνας θα παραμένουν πάντοτε στο μυαλό μας και θα επανέρχονται στη θύμηση μας με νοσταλγία, κάθε φορά που θα γιορτάζει η χάρη της.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΛΙΜΝΩΝ (ΤΑ ΜΕΤΟΧΙΑ ΤΩΝ ΛΙΜΝΩΝ)

Πέρνοντας αφορμή από μια βόλτα που έκανα τον περασμένο μήνα για να δώ αν έχει ελιές φέτος (λιγο νωρίς) και περισσότερο να κάνω μια βόλτα στις Ηνωμένες πολιτείες των Λιμνών όπως έλεγε η θειά μου η Καδιανή τα Μετόχια των Λιμνών, αποφάσισα σήμερα να γράψω όσα έχω μάθει για αυτά και όσα θυμάμαι από τις παλιές επισκέψεις μου σ'αυτά. Στα βιβλία του Στέργιου Σπανάκη τα Μετόχια των Λιμνών αναφέρονται για πρώτη φορά στην απογραφή του 1881 ως Μετόχια Λιμνών και τα ονομάζει, Λουσέστρο, Αγια Πελαγία, Δυό Πρίνοι,Δράκος, Κερατίδια ,Αγιος Γεώργιος, Καλός Λάκκος, Χοιροβοσκός, Κατσίκια, Ραϊνιδω, Λενικά, με 204 κατοίκους. Στην απογραφή του 1900 αναφέρονται πάλι ως Μετόχια Λιμνών με 371 κατοίκους. Το 1920 οι Λίμνες κάνουν δική τους κοινότητα ενώ πρώτα ανοίκαν στο Δήμο Χουμεριάκου. Τα μετόχια Λιμνών συμπεριλαμβάνονται κι αυτά στη κοινότητα Λιμνών, εκτός από τα Λενικά και τα Κατσίκια που πηγαίνουν στο Δήμο Αγίου Νικολάου. Επίσης δεν αναφέρονται οι οικισμοί Χοιροβοσκού, Ραϊνιδω, Κερατίδια και Αγιος Γεώργιος, που μάλλον έπαψαν να κατοικούνται. Το 1920 λοιπόν ο Σπανάκης αναφέρει οτι οι οικισμοί είχαν κατοίκους το Λουσέστρο 69, η Αγια Πελαγία 80, οι Δυό Πρίνοι 22, ο Δράκος 30, ο Καλός Λάκκος 49. Όλη η κοινότητα Λιμνών αριθμούσε το 1920 αριθμούσε πάνω απο 1200 κατοίκους (μόνο οι Λιμνες είχαν 915 κατοίκους). Απο τοτε μέχρι το 1951 ενώ οι κάτοικοι ελαττωνόταν στις Λϊμνες (1928=880, 1940=897, 1951=840)στα Μετόχια αυξανόταν λόγω του πολέμου και της κατοχής πυθανόν. (Λουσέστρο 1940=111, 1951=112, Αγια Πελαγία 1940=102,1950=104, οι μεγαλύτεροι οικισμοί).Για να αρχίσουν να ελαττώνονται και στα Μετόχια από το 1961 και μετά, μέχρι που σε μερικά από αυτά να μην υπάρχουν κάτοικοι. Μάλιστα λόγω της αύξησης του πλύθισμού στα Μετόχια ιδρύθικε το Δημοτικό Σχολείο στη Αγια Πελαγία. Δεν γνωρίζω πότε ακριβώς, άρχισε να λειτουργεί, αλλά υποθέτω μετά την κατοχή. Μάλιστα λεγόταν ότι είχε μέχρι 40 παιδιά. Ο Δάσκαλος του Σχολείου ο Πεδιαδίτης με το παρατσούκλι ντενεκές (που δεν ήταν καθόλου ντενεκές το αντίθετο μάλιστα) έκανε καλή δουλεία στο σχολείο της Αγίας Πελαγίας. Οπως είχε κάνει και στα Σχολεία στα χωριά της Ιεράπετρας. (γιαυτό του έχουν κάνει άγαλμα στη Καλαμάφκα ). Στη μνήμη μου είναι χαραγμένη η πρώτη επίσκεψη μου στις ηνωμένες πολιτείες των Λιμνών. Με την θειά μου την Καδιανή ξεκινήσαμε να πάμε στα Ατζιμπραγά να πάρουμε τυριά από τον Πυθαρουλογιώργη (ενοίκιο για τα χωράφια που έβαζε τα πρόβατά του).Καβάλα στα καπούλια της γαϊδάρας και με τη θειά να κάθεται στο σωμάρι περάσαμε τον βόλακα και φτάσαμε στου Χατζη πατέρα τη στέρνα. Αριστερά πάνω στο λόφο ηταν ο οικισμός Δυό Πρίνοι. Η θειά μου λέει Θωρείς κιανέ τα σπίθια εκιά ειναι οι Δυό Πρίνοι. Φτάνοντας στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία συναντήσαμε αθρώπους που πηγαίνανε στα χωράφια και στα σπίτια φαινόταν γυναίκες και κοπελάκια που παίζανε. ΛΙγο παρακάτω μου λέει η θεια. Να θωρεις απέναντι τα σπίθια; εκιά ειναι ο Δράκος. Ο Δράκος αναρωτήθηκα ; Κι ηντα γυρεύει ο Δράκος στα σπίθια ρώτησα τη θεια μου, (με την παιδική μου νοημοσύνη ηταν αδιανόητο ενας δράκος να ζεί με τσ'αθρώπους και να μη τσοι τρώει) !!Η θειά μου έβαλε τα γέλια και μου λέει. Δεν έχει Δράκο μωρέ, έτσα λένε το χωριό. Ησύχασα μια και δεν διατρέχαμε κίνδυνο από το Δράκο και συνεχίσαμε το ταξίδι. Στο πόρο του Καλού Λάκκου στρίψαμε δεξιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε την ανηφόρα για να βγούμε στο σελή τσ' αγγαραθιάς. μετά από λίγο μου λέει η θειά. Θωρείς εκιέ κάτω χαμηλα΄σπίθια; Εκια είναι του χοιροβοσκού. Εμείς θα πάμε αριστερά στις σκάλες να κατεβούμε στ΄ατζιμπραγά. Φτάσαμε μετά από λίγο και το πρώτο πράμμα που μου έκανε εντύπωση ήταν οι στέρνες που μάζευαν το νερό και πότιζαν τα οζά του οι άθρωποι. Ο Πυθαρουλογιώργης είχε τα πρόβατα του στο νοτικό τση Οξάς και του φώναξε η θειά να κατεβεί να μας δώσει τυρί. Εμένα μου λέει, πάνε μωρέ εκιέ στο φράμμα να δείς αν έχει αγγινάρες. Επήγα μα ηταν μικιές και γυρνότας λέω τση θειάς οτι είναι ακόμα μικρές για να κοπούνε. Αφού πήραμε τα τυριά πήγαμε κιανοίξαμε το σπίτι μας και έβαλε η θειά το γαϊδαρο στο στάβλο που είχε αχερά και του έδωσε να φάει κιεμείς κάναμε μια βόλτα στα χωράφια. Εδω μου λέει ερχότανε ο παπούς σου και με τον αδερφό του που έμενε στα Λενικά εφτιάχνανε τα χωράφια τους. Αφού ξεκουραστήκαμε και φάγαμε κολατσό ξεκινήσαμε για το γυρισμό. Εδά δα πάμε από αλλού μου λέει η θειά να δείς και άλλους τόπους. Έτσι πήγαμε στον καλολάκκο. Η θειά μου έδειξε στο λιβάδι που ήταν στερνιασμένα νερά . Η θειά μου εξηγούσε γιατί τον βγάλανε καλολάκκο από τα νερά που μαζευόταν και κάνανε κήπους. Περάσαμε μέσα από τα σπίτια. Κοπέλια δεν είδα. Ηταν όμως άθρώποι στα χωράφια και μερικοί γέροι στα σπίτια. Συνεχίσαμε ανεβήκαμε το βουνό και κατεβήκαμε από την άλλη μεριά και είδα τα σπίτια της Αγίας Πελαγίας μάλιστα στο Σχολείο κτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα και έβλεπα τα παιδιά που έβγαινα από το σχολειό στη αυλή. Ένοιωσα ευχάριστη έκπληξη που υπήρχε σχολείο σ' αυτό το χωριό. Ήταν βέβαια μεγαλύτερο από τα άλλα χωριά που συναντήσαμε και είχε περισσότερους κατοίκους. Συνεχίσαμε το δρόμο μας και φτάσαμε σε μια διακλάδωση που ψηλά στο βουνό φαινόταν μερικά σπίθια. Εκεί πάνω μου λέει η θειά μου είναι το Λουσέστρο. Κάθονται αθρώποι θειά ρώτησα. Αμέ μου λέει. Ο Μπάρμπας ο Χριστοφίλης και τα κοπέλια του κάθονται εκιά κιάλλοι. Είπε η θεία και συνεχίσαμε το δρόμο μας για τον Αγιο Λουκά και μετά στο χωριό. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έκανα τον κύκλο των ηνωμένων πολιτειών των Λιμνών. Πολλά χρόνια μετά οταν ειχα πατρευτεί και έκανα παιδιά έκανα ξανά αυτόν τον κύκλο. Αλλά οι οικισμοί ήταν έρημοι χωρίς ανθρώπους και τα περισσότερα σπίτια χωρίς σκεπές, μεσοχαλασμένα. Δυο Πρίνοι, Δράκος, Καλός Λάκος, χωρίς ανθρώπους. Έρημοι συνοικισμοί. Ανέβηκα με την κλούβα μου το βουνό και ειδα την Αγία Πελαγία. Στο σχολείο δεν υπήρχαν παιδία ήταν κλειστό. Το Σχολείο δεν λειτουργούσε πλέον. Στο χωριό ήταν καμιά δεκαριά όλοι κι όλοι κάτοικοι. Στο Λουσέστρο ακόμα λιγότεροι. Του είχαν αλάξει και την ονομασία. Στεναχωρέθηκα για αυτή την κατάληξη των άλλοτε ζωντανών ηνωμένων πολιτειών των Λιμνών. Μήπως όμως και το ίδιο το χωριό μας δεν πάει σιγά σιγά να ερημώσει ; Το Σχολείο έκλεισε. Οι νέοι φεύγουν. Ισως η οικονομική κρίση να γυρίσει μερικούς στο χωριό, όπως έγινε στοι δυό πρίνους που είδα που έχουν κάτσει δυό οικογένειες βοσκών (Κατρίνιδες από οτι μου είπε ο Γιώργης ο Πυθαρούλης που κάθεται κιαυτός στη διασταυρωση για τον Δράκο). Αν κρατήσει η οικονομική κρίση για μερικά χρόνια ίσως μαζευτούν αρκετοί στα χωριά, όπου θα μπορούν να κάνουν κι ένα κήπο και να τα βολεύουν καλύτερα απ'ότι στις πόλεις που προβλέπεται να πέσει πείνα.

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΠΧΙΟ ΟΓΛΙΓΟΡΑ ΓΛΑΚΟΥΝΕ ΤΑ ΣΚΑΓΙΑ ΑΠ'ΤΟ ΛΑΓΟ

Οψές εκαθόμαστε στο σπίτι στο χωριό και λέει η Ρένα: Έχω μαγερέψει, να φάμε εδά γι δε πεινάς. Λέωτση, δεν πεινώ, είναι νωρίς ακόμη για να φάμε. Τότε μου λέει, να πάμε μια βόλτα στα χωράφια να δούμε αν έχουνε οι ελιές καρπό. Ογλίγορα είναι ακόμη για τσι ελιές αλλά είναι καλή η ιδέα σου για τη βόλτα. Μπήκαμε στο φιατάκι του γιού και φύγαμε. Πιάσαμε τον παλιό εθνικό δρόμο και βλέπαμε τις ελιές στα χωράφια. Περάσαμε από το Μαυρογένη και συνεχίσαμε στο χωματόδρομο για του Χατζή Πατέρα τη στέρνα. Μετά ανηφορίσαμε για το προφήτη Ηλία στσι Δυό Πρίνους. Εξάνοιγα στα σπίτια και ήδα σε κάποιο απο αυτά που ήταν κι ασπρισμένο σεντόνια απλωμένα. Λέω τσι Ρένας γίαε απλωμένα ρούχα σε κιονέ το ασπρισμένο σπίτι!!! Εκάτσανε πάλι στσι δυο πρίνους αθρώποι με τη οικονομική κριση. Και πούσε ακόμη μου λέει. Πήραμε τον κατήφορο για του παχύ Γιάννη και λέω τση Ρένας. Λές να βρούμε το Πυθαρούλη στο σπίτι που εχει φτιάξη στη διακλάδωση για το Δράκο ; Πράγματι ο Γιώργης ήταν εκεί. Δεν με γνώρισε με τα μούσια και οταν του είπα ποιός είμαι εκουζουλάθηκε. Γαμω το κιθιό σου πως εγίνηκες ετσά και δε σε γνώρησα!! Κατέβα να σας εκάμω ενα καφέ να τον επχήτε. Κάτσαμε στο εξοχικό του και η Ρένα τον ρωτούσε πως τα περνά στη ερημιά, χωρίς ανέσεις. Δεν είναι ερημιά λέει ο Γιώργης και έχω ότι θέλω. Νεράκι του θεού από τη νταράτσα, δεξαμενή απο κάτω από το σπίτι,τον κήπο μου από την κάτω πάντα. Κάθε μέρα περνούνε τουρίστες με ποδήλατα και αυτοκίνητα και ο Χαρουλατρέας έκτησε κιαυτός ένα σπίτι πχιό πέρα και έχω παρέα. Αφού ήπιαμε τον καφέ με ρωτά ο Γιώργης: Και ήντα αέρας σας έφερε στο χωριό; Λυπητερός του λέω. Επόθανε του Χριστόφορου του Πατεράκη ο Φιλήμονας ο Αρχημανδρίτης και τον εφέρανε χθες και τον θάψαμε στον Αγιάννη. Ο θεός να τον συχωρέσει μου λέει. Και με ξαναρωτά: Μωρέ ο Αθανάσης ο Μυλωνάκης ητανε συγγενής του θαρώ. Ναι του λέω. Ήτανε αδερφός της Μάνα του της Ειρήνης. Ακου λοιπόν μου λέει μια ιστορία με τον Αθανάση. Ημουνα νεαρός και μέναμε στσι δυο πρίνους και είχα βγει να βρώ ανεμολιαστούς χοχλιούς. Ξαφνηκά άκουσα στα χόρτα πατημασιές λαγού μερικά μέτρα απο μένα. Εχώστηκα και περήμενα να δώ που ήταν ο λαγός. Αυτός είχε βγει σε ένα μπαμπουράκι και είχε σηκωθεί ορθός στα δυο πόδια και ξάνηγε γυρο-γυρο. Εσκεφτόμουνα ήντα να κάνω που δεν κρατουσα ντουφέκι να του πάίξω. Ξαφνηκά άκουσα τον αμανέ του Αθανάση που ερχότανε από τον προφήτη Ηλία και τραγουδούσε μαντηνάδες. Έφυγα σιγά-σιγά για να μην ανελώσω το λάγό και πήγα και τον βρήκα. Ητανε καβαλάρης στον γαϊδαρο και έσερνε δυο αηλιές (αγελάδες), δεμένες στο σωμάρι του γαϊδάρου. Εκρατούσε τον τσιφτέ στη μποδιά του και του είπα για τον λαγό. Κάτσε να δέσω το γαϊδαρο στο γύρο και εσύ πήγαινε από την πάνω μπάντα να πετάξεις δυο πέτρες όταν σου κάνω νόημα. Ειπε ο Αθανάσης και πήγε από την κάτω μεριά. Πήγα από την πάνω μεριά και οταν μου εκανε νόημα, άρχησα να πετώ πέτρες. Ο λαγός δεν φαινόταν πουθενά. Ο Αθανάσης μου έβαλε τσι φωνές. Που είναι μωρέ ο λαγός ; Δεν πρόλαβα να απαντήσω και πετάται ο λαγός, από μεσα από τα χόρτα. Που πάς μωρέ λαγέ λέει ο Αθανάσης. Δε το κατέχεις πως τα σκάγια γλακούνε πιο ογλήγορα από σένα ; Και μπάμ με τον τσιφτέ και πάρε τον λαγό κάτω. Με φορα που ειχε ο λαγός, έκανε τέσσερεις κουλουμούτρες πριν πέσει κάτω. Πιάστωνε μωρέ Γιωργιό λέει ο Αθανάσης. Πήγα τον πήρα και τον έδωσα στον Αθανάση. Λεει τοότε ο Αθανάσης. Ηντα μου τον εδίνεις μωρέ. Εσύ δεν τον βρήκες, εσύ δα τον επάρεις. Δικό σου είναι. Εγώ δα βρώ αλλον στο Καλο Λάκο. Πήρα τον λαγό και τον πήγα σπίτι, αλλά μου έμεινε αυτό που είπε ο Αθανάσης στο λάγό πριν τον σκωτώσει. Που πάς μωρέ λαγέ δε το κατέχεις πως τα σκάγια γλακούνε πιο ογλήγορα από σένα ; Είπε ο Γιώργης τελειώνοντας την ιστορία του.

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΙΟ Σ'ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΦΙΛΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΗ

Ηταν η επόμενη μέρα μετά το Πάσχα. Ήμουνα ακόμα φουσκομένος από το χθεσινό πασχαλιάτικο φαγοπότι. Η μυρωδιά του κρέατος ηταν ακόμα στο στόμα μου και χθές το παρακάναμε, οπως συνήθως γίνεται κάθε Πάσχα. Ο μπατζανάκης μου ο Σταυρος φτιάχνει κάθε χρόνο σουβλιστό αρνί λουκούμι στο σπίτι του και φυσικά δεν μπορούσα να μην τιμήσω την πρόσκληση του. Έτσι πήγαμε στο χωριό της πεθεράς μου, στο σπίτι του Σταύρου και όλη μέρα τρώγαμε σουβλιστό αρνί και άλλα πολλά !!! Την Δευτέρα του Πάσχα, είπα της γυναίκας μου οτι δεν θέλω άλλο κρέας και να κάμει μια σαλάτα με φέτα και αγγουροτομάτα για μεσημεριανό. Η μικρή μου κόρη ήλθε μετά που φάγαμε και πήρε την Μάνα της να πάνε στο χωρίο να χαιρετήσουν την Νονά της που θα έφευγε το βράδυ με το καράβι στην Αθήνα. Ετσι έμεινα μόνος και είπα να ξαπλώσω λιγάκι να ηρεμίσω. Μολις με είχε πάρει ο ύπνος και χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιός να'ναι λέω. Απο την άλλη άκρη κάποιος έλεγε το όνομά μου. Δεν κατάλαβα ποιός ήταν και ρώτησα. Ο Κωστής ο Πατεράκης είμαι μου λέει. Γειά σου ξάδερφε του λέω Χριστός Ανέστη χρόνια πολλά, όλα καλά ; Ρώτησα. Έχασα τον αδερφό μου, μου λέει. Έμενα κεραυνόπληκτος μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακούσανε τα αφτιά μου. Μετά απο μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα κατάφερα να ψελίσω. Πως έγινε ; Ανακοπή, μου λέει ο Κωστής, την Μεγάλη Τρίτη και μετα απο δυο τρεις μέρες νεφρική ανεπάρκεια και χθές πνευμονικό ιδημα και τέλος. Θα τον θάψουμε στο χωριό μου λέει την Παρασκευή. Ετσι κιαλλιώς είχα προγραμματίσει να είμαι στο χωριό, θα είμαι εκεί, του είπα. Έκλεισα το τηλέφωνο και προσπαθούσα να καταλάβω αν ήμουν ξύπνιος ή μπας και κοιμόμουνα ακόμα και έβλεπα κακό όνειρο. Δυστυχώς ήμουν ξυπνητός. Αρχησα να σκέπτομαι απο πότε τον θυμώμουνα τον Στρατή.(Ετσι ήταν το όναμα του πρίν γίνει αρχημανδρίτης). Το πατρικό του ήταν στο σοκάκι των Πατέριδων και των Κοκόλιδων. Κοντά στο δικό μας σπίτι. Έτσι κάναμε παρέα από παιδιά. Παρόλο που ο πατέρας του υπηρετούσε στη Πρόνοια στον Αγιο Νικόλαο και μένανε εκεί, τα Σαββατικύριακα και τις διακοπές ήταν στο χωριό. Ο Χριστόφορος (ο πατέρας του) ήταν μοναχογιός και του είχε αδυναμία ο παπούς ο Πατεροκωσταντής. Εκτός του ότι και η Μανα του η θεια Ειρήνη ήταν από μεγάλο σοϊ του χωριού των Μυλωνάκιδων και όλο στο χωρίο ήθελε να είναι. Ασυναίσθητα άνοιξα ένα άλπλουμ των νεανικών μου χρόνων και βρήκα την παραπάνω φωτογραφία. Ήταν 4 Ιανουαρίου του 1964. Ο Στρατής υπηρετούσε την θητεία του ως Σμηνίτης στο ΓΕΑ και επέστρεφε από την εορταστική άδεια στην Αθήνα. Εγώ είχα κατέβει λόγω εορτών στο χωριό και γυριζα στην Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζα. Είχαμε φύγει από το χωρίο με το λεωφορείο και κάναμε βόλτες στο Ηράκλειο μέχρι να έρθει η ώρα να μπούμε στο καράβι. Βρήκα και μια άλλη φωτογραφία πολλά χρόνια αργότερα στην Αγία Μαρίνα όταν βάφτιζα τον γιό μου στο χωριό. Ήταν καλοκαίρι του 1981, Ιούλιος μήνας. Ο Φιλήμονας (πλέον) ηταν Αρχημανδρίτης και είχε κατέβει στο χωριό για την γιορτή της Αγίας Μαρίνας και να κάνει και μερικές μέρες διακοπές στο χωριό. Από τότε δεν έτυχε να ξαναβγάλουμε άλλες φωτογραφίες όμως βλεπόμαστε κάθε καλοκαίρι στο χωριό και μηλούσαμε και στο τηλέφωνο. Είχε όμως προβλήματα υγείας και είχε κάνει αφαίρεση νεφρού νέος αρχημανδίτης ακόμα. Όταν γύρισε η γυναίκα μου από το χωριό της είπα τα δυσάρεστα νέα. Δεν θα πάμε στην Οξά την Παρασκευή γιατί έχουμε κηδεία στο χωριό. Πέθανε ο Φιλήμονας και θα τον φέρουν την Παρασκευή να τον κηδεύσουν στο χωριό. Εντάξυ μου λέει, ζωή σε λόγους μας. Ετσι πήγαμε στο χωριό την Πέμπτη υπό καταρακτώδη βροχή στο δρόμο και την Παρασκευή το πρωί στην Αγία Μαρίνα αποχαιρετήσαμε τον φίλο και συγγενή Φιλήμονα Πατεράκη. Τον αποχαιρέτησε και ο Μητροπολίτης Πέτρας και φίλος του Νεκτάριος, που όπως είπε για μία ψήφο δεν έγινε κι αυτός Μητροπολίτης. Ισως αν δεν πέθαινε ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυστόδουλος να είχε γίνει. Δεν κρατούσε όμως κακία που δεν έγινε παρόλο που ηταν το όνειρό του. Όταν τον ρώτησα για αυτό πριν δυό-τρια χρόνια μου απάντησε. ¨Ηθελα να γίνω βρε Δικαιοκράτη αλλά ισως και να είναι καλύτερα που δεν έγινα. Εκτός οτι είχε μια καλή ενορία στο Παγκράτι ήταν και θεολόγος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και του άρεσε η διδασκαλία. Ήταν ευγενικός, πράος, εργατικός. Η θέση του μνήματός του στον Αίγιάννη δίπλα στο μνήμα του άλλου μεγάλου κληρικού των Λιμνών Χατζή Πατέρα ήταν η επιβράβευση της διαδρομής του στην εκκλησία, ενώ η ξεχωριστή θέση που θα έχει μεσα στη ψυχή μας θα είναι η επιβράβευσή της διαδρομής του ως ανθρώπου, συγγενή και φίλου. Στο καλό ξάδερφε Φιλήμονα ο Θεός να σε αναπαύσει όπως αξίζεις.