Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Τα μπουκαλάκια με το λάδι και τα ουρα της καφετζίνας

Στο χωριό τη δεκαετία του εξηντα, τα καφενεία ανοίγανε πρωί- πρωί για να προλάβουνε οι αθρώποι να πιούνε το καφέ τους και μετά να πάνε στις δουλειές τους.Ηταν ομως και μερικοί που πρωί-πρωί το έριχναν στις ρακές μια και οι δουλειές τους ηταν τέτοιες που τους το επέτρεπαν και που αν τους γυρευε και κάποιος πελάτης ήξερε που θα τους έβρησκε. Στο καφενείο του Σωμπατή ο καφετζης ο Νικολής καθόταν ορθιος στο τεζιάκι απο μέσα αυτός και απ'έξω ο ξάδερφός μου ο χαράπης ο Δημήτρης ο Μεθυμός (μαθητής του πατέρα μου στο επάγγελμα). Πίνανε δυο ρακές και περίμεναν να φανεί και ο τρίτος της παρέας. Μωρε δε σου φαίνεται πως αργησε ο Φετσάς; Ρώτησε ο Σωμπατής τον ξαδερφό μου.Ε μπορεί να τούτυχε κιαεις μουστερής. Απήντησε ο ξάδερφος μου. Ξαναγεμισε τα ποτηράκια ο Σωμπατής και βγήκε στη πόρτα να δει αν έρχεται ο Νικολής ο Φετσάς (Λαυδάκης). Το Φετσάς του το ειχαν κολήσει γιατί αγόραζε τα φετσόλαδα ή τα αντάλασε με πράσινο σαπούνι. Γενικά το επάγγελμα του ηταν λαδέμπορος. Το εμπορικό ηταν στη πλατεία του χωριού απέναντυ απο το Δημαρχείο και διπλα στου Αλέκο του Βαρνταβά το καφενείο. Στου Καφαντάρη το περίπτερο τονε θωρώ και πέρνει τσιγάρα. Ειπε ο Σωμπατής και γυρισε στο ταζιάκι γεμιζοντας και τοποτηράκι του Φετσά με ρακή. Σε λίγο μπηκε μεσα στο μαγαζί ο Φετσάς . Αντε και σε περιμένουμε τόση ώρα του ειπε ο Νικολής ο Σωμπατής. Μωρε μουτυχε ενας πελάτης και ηθελε να του μετρήσω μιαολια λάδι και καθυστέρησα. Α μια και μετρούσες τα λαδια ηστερα που θα φυγεις να πάρεις ενα μπουκαλάκι λάδι που μου το δωσανε να το μετρήσεις. Καλά ειπε ο Φετσάς κι αρχίσανε να ξαναπίνουνε και να ξαναγεμιζουνε τα ποτηράκια. Μετά απο κάμποση ωρα μπήκε ενα κοπέλι στο καφενείο και γυρευε τον Φετσα. Μπάρμπα ελα γιατι σε γυρευουνε στο μαγαζί του ειπε. Ερχομε απάντησε και σηκώθηκε απο το τεζιάκι. Πάρε το μπουκαλάκι του φωναξε ο Σωμπατής. Πήρε ενα σκουρο μπουκαλάκι απο την ακρη στο τεζιάκι και εφυγε. Αφου τακτοποίησε τον πελάτη θυμιθηκε το μπουκαλάκι που πήρε απο του Σωμπατη το καφενείο. Για να δω μωρε ηντα γραμμές ειναι κιονε το λάδι, μουρμούρισε κι αρχισε να μετρά με τα μπουκαλάκια και τα φάρμακα. Ακρη ομως δεν εβγαζε. Και μετρούσε και ξαναμετρούσε. Ηντα δαίμονα γίνεται. Μου φαίνεται πως ηπια πολλές ρακές. Ξαναμουρμούρισε. Βρηκε απόξω απο το μαγαζί και είδε τον Μανώλη τον Κατσούλη που εφτιαχνε ενα σωμαρι εξω απο το μαγαζί του. Μωρέ Μανώλη για ελα γιατί δεν μπορώ να βγάλω ακρη με τουτονε το λάδι που μούδωσε ο Σωμπατής ο Νικολής. Το είδε ο Σωμαρας και του λεει δε μου φαινεται για λάδι. Τοτε ο Φετσας πέρνει οτι ειχε μείνει στο μπουκαλάκι και πάει στο καφενειο του Σωμπατη. Ο ξαδερφός μου ηταν ακομα εκεί. Ητάνε μωρε τουτονε το μπουκαλάκι που μου εδωσες και δεν μπορώ να το μετρήσω λεει στον Σωμπατή . Εσύ το πήρες και εμένα ρωτάς του απαντά ο καφετζής. Για να δώ του ξαναλέει Και κοιτάζοντας το μπουκάλι και ενα αλλο που ηταν το ιδιο στο τεζιακι του λέει Μωρε δαίμωνα το μπουκαλάκι με τα ουρα τση γυναίκας μου πήρες και οχι το αλλο με το λάδι και δα πρέπει νατην ξαναβάλω να κάμει αλλα. Βέβαια ο Σωμπατής εν γνώση και του ξαδέρφου μου ειχε μπερδέψει τα μπουκάλια για να κάνουν πλάκα στον Φετσά. Ολοι που το ακουσαν στο καφενειο εβαλαν τα γέλια. Τοτε ο ξάδερφός μου ο Μεθυμός λέει στο Φετσά γελώντας. Αμε να αλλάξεις τα γυαλλάκια σου Νικολή γιατι δε θωρεις καλά. Να το μπουκαλάκι με το λαδι του λεει ο Σωμπατής και του δινει ενα αλλο ιδιο μπουκαλάκι απο την ακρη στο τεζιάκι. Και πως δα το μετρήσω εδα που χάλασα το φάρμακο στα κωλοούρα σου απάντησε ο Φετσάς. Ο Φετσάς κατάλαβε την πλάκα που του εκαναν αλλά δε θύμωσε. Εβαλε κι αυτός τα γέλια. Ελα να πιούμε δυο ρακες και δα βρείς εσύ του απάντησε ο Σωμπατής. Ετσι περνούσαν τον καιρο τους πειράζοντας ο ενας τον αλλον στο χωριό εκεινες τις εποχές που δεν υπήρχαν χαζοκούτια (τηλεοράσεις) κινητα τηλέφωνα ταμπλετ και ιντερνετ.