Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

ΣΑΝ ΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ

Να' με πάλι στο χωριό μου.Τώρα τελευταία θέλω να έρχομαι όλο και πιο συχνά. Αλήθεια πως το λένε αυτό; Νοσταλγία ; Ήταν βλέπεις πολλά πράγματα στη μέση που με έκαναν να έρθω ξανά μέσα σε ένα μήνα στο χωριό. Πρώτα οι βουλευτικές εκλογές, μετά τα 40 της ξαδέρφης Ελένης του Κοκολομιχάλη. Μετά ήταν και η αυλή που θα μου έριχνε τη ταράτσα ο Τουτούς. ¨Όλα μαζί αλλά πιο πολύ η επιθυμία να ξανά ρθω στο χωριό τώρα που θα έχουν έρθει και οι ξενιτεμένοι χωριανοί μας (μηδέ μού εξαιρουμένου ), για να τους δώ κι αυτούς να θυμηθούμε ξανά τα παλιά και να ξεχνούμε τα <παρόντα>. Όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος έχει μια τάση να θέλει να θυμάται τα παλιά . Αυτά που έζησε όταν ήταν νέος με τους συνομήλικούς του και περισσότερο αυτά που θυμάται και έζησε τότε που ήταν παιδί. Το χωριό βέβαια έχει αλλάξει αρκετά από την εποχή που ήμασταν νέοι κι ακόμα πιο πολύ από την εποχή που ήμασταν παιδιά !! Πρώτα από όλα δεν υπάρχουν ζώα μέσα στο χωριό και κυρίως τα γαϊδούρια !! Το παλιό μεταφορικό μέσο της εποχής !! Με συνέπεια οι δρόμοι να είναι καθαροί!! Μετά είναι Ότι η μορφή των σπιτιών έχει αλλάξει. Καινούρια σπίτια κτίζονται με σεβασμό στο περιβάλλον και τη παράδοση. Οι γειτονιές αλλάζουν όψη αισθητικά προς το καλύτερο. Το άσχημο είναι ότι υπάρχουν πολλά σπίτια κλειστά. Ακόμα και τα καινούργια οι ένοικοι τους έρχονται να μένουν προσωρινά μόνο για λίγο και ξαναφεύγουν πάλι. Ευτυχώς που υπάρχουν και μερικοί που είναι μόνιμοι κάτοικοι αλλά και μερικοί που έρχονται πιο συχνά και φροντίζουν να υπάρχει ένα λουλούδι σε μια γλάστρα για να ομορφαίνει η πλατεία και τους δρόμους του χωριού μας. Σήμερα στο μνημόσυνο του Σήφη του Κατρίνη είδα πάρα πολλούς συμμαθητές μου, συνομήλικους και φίλους που είχα να δω πολύ καιρό αρκετούς από αυτούς. Επίσης αρκετό κόσμο δεν τους γνώριζα. Αυτό σημαίνει ότι έχω χάσει συνέχειες από τη ζωή του χωριού και θα πρέπει να έρχομαι συχνότερα, αν θέλω να αποκτήσω μια πιο ακριβή και πλήρη εικόνα των ανθρώπων του χωριού μας. Είναι σαν τις παλιές μπαταρίες που είχαν στα καφενεία παλιά πριν έρθει η ΔΕΗ και μας βάλουν ρεύμα στο χωριό. Τότε τις πήγαιναν στο συνεταιρικό εργοστάσιο που δούλευε ο ξάδερφός μου ο μπουζουκλής και τις γέμιζε ξανά. Έτσι και εγώ θα πρέπει να έρχομαι συχνότερα για να γεμίζω τις <μπαταρίες> μου με νέες γνώσεις από το χωριό μας. Αυτά τα ολίγα για να μη λέτε ότι δεν γράφω. Ιστορίες αργότερα όταν μάθω καμιά καινούργια, Άντε γεια σας για την ώρα και τα ξαναλέμε.

ο

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ ΣΤΗ ΞΑΔΕΡΦΗ ΜΟΥ ΕΛΕΝΗ


Με την ευκαιρία των δημοτικών εκλογών πήγα στο χωριό για να ψηφίσω τους καινούργιους <προύχοντες> του τόπου μας αλλά συγχρόνως να κάνω και κάποιες δουλείες στο πατρικό μου. Κάθε φορά που πάω στο χωριό γεμίζω τις <μπαταρίες> μου με ενέργεια για να συνεχίσω παρακάτω. Βλέπω συγγενείς, φίλους και φίλες,γνωστούς αλλά και άγνωστους (για μένα)χωριανούς (συνήθως αυτοί που είναι μια γενιά μετά από εμένα) και ανανεώνω τις γνώσεις μου για το χωριό μας. Έτυχε την ημέρα των εκλογών να είναι η γιορτή της Αγίας Φωτεινής στο εκκλησάκι στη Μάχα . Και προσπαθώ τα τελευταία χρόνια να είμαι παρών για να αναθυμάμαι τα παλιά και να ανανεώνω την παρουσία μου και την επαφή μου με το παρόν του χωριού μου. Βέβαια δεν είναι πάντοτε ευχάριστες οι γνώσεις που αποκομίζω από τις επαφές μου. Υπάρχουν και από τις δυο μεριές. Μέσα στη ζωή είναι όλα!! Και τα ευχάριστα αλλά και τα δυσάρεστα. Χαίρομαι όταν βλέπω γνωστούς και φίλους και λυπάμαι όταν βλέπω κλειστά σπίτια και <απουσίες> και μαθαίνω άσχημα νέα. Αυτή τη φορά τα άσχημα νέα ήταν πολύ κοντά μου. Η γυναίκα του πρώτου μου ξαδέρφου μου του Κοκολομιχάλη η Ελένη μετά από πολύχρονη μάχη με την αρρώστια που την ταλαιπωρούσε 12 χρόνια μας άφησε χρόνους και πήγε να συναντήσει τον άνδρα της και τους άλλους συγγενείς που είχαν <φύγει> πριν από αυτήν. Μαζευτήκαμε λοιπόν όλοι οι συγγενείς και την αποχαιρετήσαμε στο νεκροταφείο του χωριού μας στη τελευταία κατοικία της όπου βρίσκονται άλλοι δέκα συγγενείς. Όλο το Κοκολόσογο !! Τον Κοκολομανώλη και την γυναίκα του Πελαγία, τις θειές μας Μαρία , Καδιανή και Λαμπρινή, τον θειό μας Χρύσανθο, την Μάνα μου τα ξαδέρφια μου Δημήτρη και Μαρία Μεθυμάκη. Ένας σορός κόκαλα οι μέσα για να μας θυμίζουν σε μας τους απ΄έξω πόσο μάταιος είναι ο κόσμος τούτος και πια είναι η μοίρα όλων των ζωντανών !! Μπας και γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και καταλάβουμε το νόημα της ζωής μας. Εκεί στο νεκροταφείο διαπίστωσα με πίκρα ότι ενώ το χωριό μας ερημώνεται μέρα με τη μέρα και ο πληθυσμός του λιγοστεύει. το νεκροταφείο μας εν αντιθέσει, μεγαλώνει και επεκτείνεται για να χωρέσει τους καινούργιους <ένοικους> του !! Οπως είπε και ο ξάδερφός μου ο <Μπουζουκλής> .Αυτοί που είναι εδώ (στο νεκροταφείο) είναι πολύ πολλαπλάσιοι από τους ζωντανούς κατοίκους του χωριού, κι όλοι εδώ θα έρθουμε !! Καλό παράδεισο ξαδέρφη Ελένη.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

ΤΟ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Ήταν Απρίλης του 1958. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά στο χωριό και οι αυλές των σπιτιών είχαν πάρει μια γιορταστική πολύχρωμη όψη από τις ανθισμένες γλάστρες και τα παρτέρια που στόλιζαν τις γωνιές τους με πολλών λογιών λουλούδια. Οι μυρωδιές τους γέμιζαν τον αέρα και έκαναν τους ρομαντικούς να ονειρεύονται και τους αλλεργικούς να φταρνίζονται. Αψού...αψού έκανε ο γείτονας ο Καραβέλας, που ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Ο γείτονας του ο Κουτουρατζής ο τελάλης του χωριού μας, τον άκουσε βγαίνοντας από την αυλή του σπιτιού του, με ένα γαρύφαλλο στ' αφτί του (αυτός ανήκε στη πρώτη κατηγορία) και του φώναξε. Με τσι γιες σου γείτονα. Ευχαριστώ γείτονα απάντησε ο Καραβέλας και συνεχίζοντας του είπε .Εσένα βλέπω δε σε πειράζουν οι μυρωδιές και μούβαλες και στ' αφτί σου γαρύφαλλο!! Η ντα να τον πειράζουν γείτονα, αυτός έχει συνηθίσει τα λουλούδια!! Γαρύφαλλο στ' αφτί, στην αυλή του και γαριφαλιά στο κρεβάτι του!!(Γαρεφαλιά έλεγαν τη γυναίκα του). Αποκρίθηκε ο γείτονας ο Φραγγιάς που μόλις είχε βγει από το σπίτι του. Δίκιο έχεις γείτονα δε το σκέφτηκα απάντησε ο Καραβέλας και όλοι μαζί γελώντας τράβηξαν για τα κάτω καφενεία να ποιούν το καφέ τους. Εγώ αφού έκατσα και άκουσα όλη την κουβέντα τους, έφυγα τρέχοντας για να βρω τη παρέα να παίξουμε κανένα παιγνίδι. Περνώντας έξω από το σπίτι του Μπάρμπα Μανώλη του Γιωργαντέ είδα τη θειά τη Μαρία τη γυναίκα του στη πόρτα να μουρμουρίζει στεναχωρημένη. Ηντά παθες θειά ,τη ρώτησα σταματώντας το τρέξιμο. Ασε μωρέ ανήψιο και είμαι να σκάσω με τον πατέρα μου. Μου είπε η θειά. Γιάντα μπρε θειά ; τι ξαναρώτησα. Ο πατέρας μου έκατσε μια ολιά στη αυλή και εδά μου ΄λέει ότι τον ματιάσανε και πονεί η κεφαλή του και κάθεται μέσα και δεν θέλει να πορίσει όξω. Μη στενοχωριέσαι θειά κι εγώ θα στον κάνω περδίκι της λέω. Ε μη μου πεις ότι κατέεις να ξεματιάζεις. Ξεθάρεξε η θειά. Και βέβαια κατέχω απαντώ εγώ και μπαίνοντας στη κουζίνα βλέπω το μπάρμπα Κυριάκο να βαστά τη κεφαλή του καθισμένο σε μια καρέκλα. Γειά σου μπάρμπα Κυριάκο. Ηντα χεις και βαστάς τη κεφαλή σου ;Τον ρωτώ. Μωρ' ανήψο έκατσα μια ολια στη αυλή και φαίνεται κια ης πέρασε και με μάτιασε και μ' έχει κουζουλάνει η κεφαλή μου από το πόνο. Απάντησε ο μπάρμπας. Μη στεναχωριέσαι μπάρμπα μα γω δα σε ξεμιατιάσω. Του είπα. Και που κατέεις εσύ να ξεματιάζεις, με ρώτησε με δυσπιστία. Μ' εμαθε η θειά μου η Μαρία του απάντησα, σίγουρος ότι ήξερε ότι η θειά μου εξεμάτιαζε. Ε καλά τότε κάμε τη δουλειά σου, είπε και περίμενε να δεί τι θα κάμω. Είπα στη θειά να μου δώσει ένα μαστραπά με λίγο νερό και λίγο αλάτι. Έριξα το αλάτι μέσα στο μαστραπά και το ανακάτεψα και πλησίασα το μπάρμπα Κυριάκο και άρχισα να μουρμουρίζω σιγανά τόσο που να μη μπορεί ν' ακούσει τι λέω. Φυσικά και δεν ήξερα να ξεματιάζω !! Αλλά σκεπτόμενος ότι ο μπάρμπας ήταν σίγουρος ότι εγώ ήξερα, θα γινόταν καλά νομίζοντας ότι τον ξεμάτιασα !! Στο τέλος του είπα να πχεί τέσσερεις φορές σταυρωτά μια γουλιά νερό από το μαστραπά, του είπα με τις υγείες σου και περίμενα να δώ το αποτέλεσμα του ξεματιάσματός. Σε δυο τρία λεπτά ο μπάρμπα Κυριάκος σηκώθηκε και μου λέει. Σ' ευχαριστώ μωρέ ανήψο να σαι καλά που με ξεμάτιασες και μού φυγε ο κεφαλόπονος. Μετά απευθυνόμενος στη κόρη του είπε. Κέρασε πράμα το κοπέλι που μ' έκανε καλά. Μετά πήγα και βρήκα τη παρέα και παίζαμε μέχρι που μεσημέριασε και άρχισα να πεινάω. Έτσι γύρισα σπίτι όπου η Μάνα μου με ρώτησε. Ηντά κανες του μπάρμπα του Κυριάκο και πέρασε και μουκανε ευχαριστίες ότι τον έκανες καλά. Πράμα δεν έκανα μπρε Μα. Απλώς ο Μπάρμπας νόμιζε ότι τον ματιάσανε και εγώ του έβαλα την ιδέα ότι τον ξεμάτιασα !!!Η Μάνα μου έβαλε τα γέλια και μου είπε καλά έκανες. Αυτή την ιστορία την θυμήθηκα όταν είδα τη φωτογραφία του μπάρμπα Κυριάκου που είχε βάλει ο εγγονός του και φίλος μου Κωστής Ζαχαρενάκης σε μια ανάρτησή του, τη οποία παραθέτω εδώ.