Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

ΗΜΕΡΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ


Οι ημερες των χριστουγενων ηταν ανεκαθεν ημερες που θελαμε να βρεθούμε στο χωριο οπου κιαν ημαστε, για να γιορτασουμε με τις οικογενειες μας τις αγιες αυτες ημερες. Να συναντησουμε τους φιλους μας τους συγγενεις μας. Να κανουμε παρεες, να διασκεδασουμε να πιουμε ενα ποτηρακι ρακη παραπάνω, να παιξουμε μια τριανταμια ετσι για το καλο του χρόνου και να απολαυψουμε τους κουραμπιεδες και τα μελομακαρουνα, τα σπιτικα που κανανε οι Μαναδες μας και τα αλλα γλυκα τα χριστουγεννιατηκα. Περναμε λοιπον απο τον Πειραιαα τα καραβια της εποχης εκεινης, στριμωχνομαστε στο κατάστρωμα και βαζαμε βοροσκιο τις βαλιτσες μας για να προφυλακτουμε απο τον βορεια και ναμαστε την αλλη μερα στο Ηρακλειο. Μεγαλη ταλαιπωρια !! Αλλα εμεις δεν καταλαβαιναμε τιποτα. Ουτε κουραση ουτε ταλαιπωρια, αρκει να φταναμε στο χωριο μας. Ετσι νηωθαμε τοτε. Στο χωριο φταναμε προπαραμονη η παραμονη της ημερας των χριστουγενων. Γυρω στο μεσημερι. Στο σπιτι μας περιμεναν οι γονεις μας με ανοικτες αγγαλες αλλα το τραπέζι ηταν λιτο, λογω νηστειας των παραμονων των χριστουγεννων. Συνηθως φασολαδα γαι τους πλουσιοτερους και αγρια χορτα για τους φτωχοτερους. Αλλα εμας δεν μας ενοιαζε το φαη οτι κιαν ηταν, αρκει που ημαστε στο χωριο. Περναγαμε και με ψωμι με ελιες !!! Την ημερα ομως των χριστουγεννων το γευμα ηταν βασιλικο !! Ψητο στο ξηλοφουρνο, αρνακι η γουρουνακι η γαλοπουλα (ολοι μεγαλωναν ζωα τοτε για τα χριστουγεννα). Ετσι ηταν για μας τοτε τα βασιλικα γευματα !!!! Κιεμεις αισθανομαστε βασιλιαδες. Στα καφενεια την ημερα των χριστουγεννων ειχαν κουραμπιεδες και μελομακαρουνα οι περισσοτεροι καφετζιδες (υπηρχαν και οι τσιγκουνιδες που δεν ειχαν). Μαζευομαστε κυριως στου Μιχαλη του Φιλοθεου το καφενειο η στου Ψιμαρνομανωλη που ηταν πιο κοντα μας στα κατω καφενεια. Πιναμε τα καραφακια μας και παιζαμε καμια πρεφα. Τις παραμονες της Πρωτοχρονιας παιζαμε και καμια τριανταμια για το καλο του χρονου. Καποτε λοιπον στα μεσα της δεκαετιας του 70, την επομενη μερα απο τα χριστουγεννα εκανε κακοκαιρια και το βραδυ που πηγαινα στου Φιλοθεου συναντησα στη πλατεια στο παλιο Δημαρχειο τη νεολαια του χωριου δεκαοκταριδες και κοσαριδες. Βαγγελης Κοκολακης,Μιχαλης Μαρτορακης (του Γιαμακη) Νικος Κατρινης και αλλοι. Μου λέει λοιπον ο Βαγγελης οτι ο αδερφος του ο Σταυρος του εδωσε ενα αεροβολο και θα πανε το βραδυ για πουλακια με το φακο. Να τα παω της Μανας μου να τα καθαρισει, να βαλω το κρασι να τα φαμε την αλλη μερα. Συμφωνησα και το βραδυ μου εφεραν μια σακουλα γεματη και την πηγα στο σπιτι. 70 κοματια !!! Η μανα μου τα εφτιαξε με τα αυγα την επομενη και ηπιαμε και ενα μπουκαλι κρασι. Ετσι περναγαμε τοτε τα χριστουγεννα που στο χωριο μας υπηρχαν νεοι και οι ξενιτεμενοι χωριανοι δεν ξεχνουσαν το χωριο μας. Καλα χριστουγεννα χωριανακια οπου κιαν βρησκεστε .

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Τα μπουκαλάκια με το λάδι και τα ουρα της καφετζίνας

Στο χωριό τη δεκαετία του εξηντα, τα καφενεία ανοίγανε πρωί- πρωί για να προλάβουνε οι αθρώποι να πιούνε το καφέ τους και μετά να πάνε στις δουλειές τους.Ηταν ομως και μερικοί που πρωί-πρωί το έριχναν στις ρακές μια και οι δουλειές τους ηταν τέτοιες που τους το επέτρεπαν και που αν τους γυρευε και κάποιος πελάτης ήξερε που θα τους έβρησκε. Στο καφενείο του Σωμπατή ο καφετζης ο Νικολής καθόταν ορθιος στο τεζιάκι απο μέσα αυτός και απ'έξω ο ξάδερφός μου ο χαράπης ο Δημήτρης ο Μεθυμός (μαθητής του πατέρα μου στο επάγγελμα). Πίνανε δυο ρακές και περίμεναν να φανεί και ο τρίτος της παρέας. Μωρε δε σου φαίνεται πως αργησε ο Φετσάς; Ρώτησε ο Σωμπατής τον ξαδερφό μου.Ε μπορεί να τούτυχε κιαεις μουστερής. Απήντησε ο ξάδερφος μου. Ξαναγεμισε τα ποτηράκια ο Σωμπατής και βγήκε στη πόρτα να δει αν έρχεται ο Νικολής ο Φετσάς (Λαυδάκης). Το Φετσάς του το ειχαν κολήσει γιατί αγόραζε τα φετσόλαδα ή τα αντάλασε με πράσινο σαπούνι. Γενικά το επάγγελμα του ηταν λαδέμπορος. Το εμπορικό ηταν στη πλατεία του χωριού απέναντυ απο το Δημαρχείο και διπλα στου Αλέκο του Βαρνταβά το καφενείο. Στου Καφαντάρη το περίπτερο τονε θωρώ και πέρνει τσιγάρα. Ειπε ο Σωμπατής και γυρισε στο ταζιάκι γεμιζοντας και τοποτηράκι του Φετσά με ρακή. Σε λίγο μπηκε μεσα στο μαγαζί ο Φετσάς . Αντε και σε περιμένουμε τόση ώρα του ειπε ο Νικολής ο Σωμπατής. Μωρε μουτυχε ενας πελάτης και ηθελε να του μετρήσω μιαολια λάδι και καθυστέρησα. Α μια και μετρούσες τα λαδια ηστερα που θα φυγεις να πάρεις ενα μπουκαλάκι λάδι που μου το δωσανε να το μετρήσεις. Καλά ειπε ο Φετσάς κι αρχίσανε να ξαναπίνουνε και να ξαναγεμιζουνε τα ποτηράκια. Μετά απο κάμποση ωρα μπήκε ενα κοπέλι στο καφενείο και γυρευε τον Φετσα. Μπάρμπα ελα γιατι σε γυρευουνε στο μαγαζί του ειπε. Ερχομε απάντησε και σηκώθηκε απο το τεζιάκι. Πάρε το μπουκαλάκι του φωναξε ο Σωμπατής. Πήρε ενα σκουρο μπουκαλάκι απο την ακρη στο τεζιάκι και εφυγε. Αφου τακτοποίησε τον πελάτη θυμιθηκε το μπουκαλάκι που πήρε απο του Σωμπατη το καφενείο. Για να δω μωρε ηντα γραμμές ειναι κιονε το λάδι, μουρμούρισε κι αρχισε να μετρά με τα μπουκαλάκια και τα φάρμακα. Ακρη ομως δεν εβγαζε. Και μετρούσε και ξαναμετρούσε. Ηντα δαίμονα γίνεται. Μου φαίνεται πως ηπια πολλές ρακές. Ξαναμουρμούρισε. Βρηκε απόξω απο το μαγαζί και είδε τον Μανώλη τον Κατσούλη που εφτιαχνε ενα σωμαρι εξω απο το μαγαζί του. Μωρέ Μανώλη για ελα γιατί δεν μπορώ να βγάλω ακρη με τουτονε το λάδι που μούδωσε ο Σωμπατής ο Νικολής. Το είδε ο Σωμαρας και του λεει δε μου φαινεται για λάδι. Τοτε ο Φετσας πέρνει οτι ειχε μείνει στο μπουκαλάκι και πάει στο καφενειο του Σωμπατη. Ο ξαδερφός μου ηταν ακομα εκεί. Ητάνε μωρε τουτονε το μπουκαλάκι που μου εδωσες και δεν μπορώ να το μετρήσω λεει στον Σωμπατή . Εσύ το πήρες και εμένα ρωτάς του απαντά ο καφετζής. Για να δώ του ξαναλέει Και κοιτάζοντας το μπουκάλι και ενα αλλο που ηταν το ιδιο στο τεζιακι του λέει Μωρε δαίμωνα το μπουκαλάκι με τα ουρα τση γυναίκας μου πήρες και οχι το αλλο με το λάδι και δα πρέπει νατην ξαναβάλω να κάμει αλλα. Βέβαια ο Σωμπατής εν γνώση και του ξαδέρφου μου ειχε μπερδέψει τα μπουκάλια για να κάνουν πλάκα στον Φετσά. Ολοι που το ακουσαν στο καφενειο εβαλαν τα γέλια. Τοτε ο ξάδερφός μου ο Μεθυμός λέει στο Φετσά γελώντας. Αμε να αλλάξεις τα γυαλλάκια σου Νικολή γιατι δε θωρεις καλά. Να το μπουκαλάκι με το λαδι του λεει ο Σωμπατής και του δινει ενα αλλο ιδιο μπουκαλάκι απο την ακρη στο τεζιάκι. Και πως δα το μετρήσω εδα που χάλασα το φάρμακο στα κωλοούρα σου απάντησε ο Φετσάς. Ο Φετσάς κατάλαβε την πλάκα που του εκαναν αλλά δε θύμωσε. Εβαλε κι αυτός τα γέλια. Ελα να πιούμε δυο ρακες και δα βρείς εσύ του απάντησε ο Σωμπατής. Ετσι περνούσαν τον καιρο τους πειράζοντας ο ενας τον αλλον στο χωριό εκεινες τις εποχές που δεν υπήρχαν χαζοκούτια (τηλεοράσεις) κινητα τηλέφωνα ταμπλετ και ιντερνετ.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

ΟΙ ΔΡΑΚΟΙ ΤΗΣ ΟΞΑΣ ΚΑΙ ΟΙ 101 ΣΤΕΡΝΕΣ

Ο παπούς (οπως τον φώναζα και του άρεσε) ο γείτονας ο Πατερομανώλης ο μυλωνάς, (είχε ανεμομυλο στους βορνούς μύλους και αλεθε σταρια και κρυθάρια και εφτιαχνε αλευρι) οταν πήγαινα σπίτι του πάντα ειχε μια ιστορία να μου διηγηθεί. Καμιά φορα στον Πατερομανώλη με έστελνε και η θειά μου η Μαρία οταν ειχε δουλεια και εγω την πιλάτευα να μου πει ενα παραμύθι. Οταν αρχιζε να μου λεει. Μια φορα κι αν καιρό ηταν μια γρα με μια βουρλένια βράκα...Μετά από λιγα δευτερόλευτα συνέχιζε. Μα κάτσε καλά να σου το πω από την ακρα. Ηξερα οτι δεν ειχε όρεξη για παραμυθια γιατι ειχε δουλειά. Ετσι η επόμενη καυβέντα της θειάς μου ήταν. Αντε πήγαινε να δείς αν ειναι στο σπίτι σ παπούς ο Πατερομανώλης να σου πει καμιά ιστορία. Αυτή λοιπόν η ιστορια που θα σας γράψω σήμερα αρχίζει κάπως ετσι. Κάποτε πριν τον κατακλισμό του Νώε, στην κορυφή της οξας κατοικούσαν σε ενα μεγάλο κάστρο γίγαντες. Ψιλοί ήσαμε 40 πηχες, οι σαραντάπηχοι. Το λιβάδι του καλολάκου οπως και ολα τα γυρω βουνά και χωράφια ήταν δικά τους. Κατοικούσαν ψιλά στην κορυφή για να μπορούν να βλέπουν τη θάλασσα οταν θα ερχόταν τα πειρατικά καράβια ή γειτονικοί εχθροί απο την ξηρά και να ετοιμάσουν την αμυνα του κάστρου. Ο βασιλιάς των σαραντάπηχων κάποτε σε ενα κυνήγι είχε πιάσει μερικά νεογέννητα δρακάκια και τα πήρε μαζί του στο κάστρο. Τα μεγάλωσε και τα εκπαίδευσε να προστατευουν το κάστρο και τους ανθρώπους που κατοικούσαν γυρω απο αυτό. Το κάστρο ηταν φτιαγμένο ετσι που να μπορούσε να αντέξει σε πολιορκία πολλών ημερών. Τα τειχη του κάστρου ηταν πολύ ψηλα. Και απο τις πολεμίστρες έριχναν στους επιτηθέμενους καυτο λάδι και πέτρες ώστε να μην μπορούν να πλησιάσουν. Οσο για τροφιμα, ειχαν εκτός απο τις αποθύκες, φτιάξει και 100 στέρνες που γέμιζαν με αγαθά (στάρια ,καρπούς και νερό). Ειχαν και μια κρυφή στέρνα που ηταν πολύ καλά κρυμένη που ηταν η 101η στέρνα. Εκεί μέσα φύλαγαν τα χρυσα και ασημένια κοσμίματα και νομίσματα διαμάντια και ρουμπίνια. Ετσι αν ποτέ το κάστρο έπεφτε στα χέρια εχρθών ή πειρατών να μη μπορούσαν να την βρούν. Ομως ήρθε ο κατακλισμός και οι σαραντάπηχοι πνίγηκαν παρά τις προσπάθειες που έκαναν για να γλητώσουν.Εμειναν μονο τα αποτυπωματα από τα δάκτυλά τους στους βράχους του καστρου που σώζονται μέχρι σήμερα ( τα εχω δεί και ηταν εκεί οταν ανέβηκα για τελευταία φορά πριν 40 χρόνια.). Πνίγηκαν και οι δράκοι. Μονο μια δράκαινα ειχε μεινει τελευταία με το μικρό της. Πετούσε πάνω απο το κάστρο που αρχισαν να το σκεπάζουν τα νερά της βροχής που δεν έλεγε να σταματίσει. Αποκαμομένη απο την πρόσπάθεια της να μείνει ζωντανή και στο αέρα και βλέποντας οτι την εγκατέληπαν οι δυνάμεις της παρακάλεσε το θεό να την κάνει θαλάσσιο δράκο αυτή και το μικρό της για να μπορέσει να ζήσει στη θάλασσα και να μεγαλώσει το παιδί της. Ο θεός την λυπήθηκε και την αφησε ζωντανή στη θάλασσα αυτή και το μικρό της, χάνοτας ομως τα φτερά της και δεν θα μπορούσε να πετάξει ποτέ ξανά. Ειχε γίνει ενα θαλάσσιο τέρας οπως το τέρας του Λοχ-νες. Από τοτε η δράκαινα γυρίζει στο κάστρο μια φορά το χρόνο και ανεβαίνει στο κάστρο νυχτα για να μη την δούν. Ψάχνει την 101η στέρνα και την αλλη νύχτα , οταν βεβαιωθει οτι δεν την εχει βρεί ακόμα αθρωπος ξαναγυρίζει στη θάλασσα. Αυτή είναι η ιστορία του Πατερομανώλη. Τα χρόνια πέρασαν και κάποιο καλοκαίρι οταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, πήγαμε με την θειά μου την Καδιανή στα Ατζιμπραγά να μαζεύψουμε τα αμύγδαλα. Επειδή δεν μπρολάβαμε να τα μαζεύψουμε σε μια μέρα μήναμε τα βράδυ στο σπίτι στα ατζιμπραγά. Κοιμηθήκαμε στο αλώνι που ηταν εξω απο το σπίτι. Τότε θυμήθηκα την ιστορία του Πατερομανώλη και την διηγήθηκα στη θειά μου και στη Μάνα μου που ηταν κι αυτή εκεί. Η θειά μου τότε θυμήθηκε ενα περιστατικό που το έζησε οταν ηταν κοπελια στην ηληκία μου η λιγο παραπάνω καιμας το διηγήθηκε. Ηταν και τοτε καλοκαίρι και είχαν ΄ερθει να μαζέψουν τα αμύγδαλα, με τον πατέρα της και τα αλλά μεγαλύτερα αδέρφια της. Η μάνα μου δεν ειχε πάει γιατί ηταν πιο μικρή.Τη νύχτα ξύπνησαν από ενα θόρυβο σαν να κατρακυλούσαν πέτρες και ενα παράξενο βουιτό σαν κάποιο τεράστιο ερπετό να κατέβαινε από την οξά. Το βουιτο πέρασε απο το φαράγγι των σπήλιων και κατευθυνθηκε προς τα λενικά και χάθηκε στη θάλασσα. Ολοι ειχαν κατατρομάξει και μαζεύτηκαν να μάθουν τι ήταν. Τοτε ενας παπούς ο γέρο Πυθαρούλης παπούς του Πυθαρουλογιώργη που ειχε ξυπνήσεικι αυτός από τη φασαρία, τους ειπε. Μη φοβάστε ήταν η δράκαινα που ανεβαίνει στη οξά κάθε καλοκαίρι και απόψε γύρισε στη θάλασσα. Δεν πειράζει στοι αθρώπους, αρκει κι αυτοί να μη την πειράζουν. Η διήγηση της θειάς μου με έβαλε σε σκέψεις. Λες να ηταν αλήθεια η ιστορία του Πατερομανώλη; Μετά ηταν και τα αποτυπώματα των σαραντάπηχων στις πλακούρες της Οξάς που τα ειχα δει!! Οπως και να χει τωρα τελευταία δεν εχω ακούσει να ξαναανεβηκε η δράκαινα στη Οξά. Μάλλον με τα καπιταλ κοντρόλ θα εχει κιαυτή πρόβλημα να κάνει αναλήψεις !!!! Ασε που θα φορολογήσουν και τις καταθέσεις και δεν το εχει σκοπό να αποκαλύψει την τραπεζοθυρίδα της. Την 101η στερνα της Οξας. Φυλαγε τα ρούχα σου που λένε. Καληνύχτα σας Λιμνιώτες και Λιμνιώτησες.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

ΟΙ ΧΟΧΛΙΔΟΛΟΟΙ

Ηταν μεγάλη σαρακοστή, κάπου στην δεκαετία του πενήντα, Μάρτης μήνας. Πότε με τις λιακάδες του και πότε με τις βροχές και τα κρύα του. Μάρτης είναι χάδια κάνει πότε κλαίει και πότε γελάει, Έλεγε το αναγνωστικό της τρίτης Δημοτικού. Η σημερινή μέρα ομως δεν ηταν ούτε καλοκαιρινη αλλά ούτε και χειμωνιάτικη. Απο το πρωί ο καιρός ηταν συνεφιασμένος, αλλά δεν εκανε κρύο. Η Μάνα μου το πρωί που έφυγα για το Σχολιό μου είπε να πάρω την ομπρέλα καλού κακού γιατι μπορεί να βρέξει. Ευτυχώς δεν έβρεξε αλλά στον αέρα υπήρχε εκείνη η χαρακτηριστική μυρωδιά που σου δυναμώνει το αίσθημα οτι οπου να'ναι θα βρέξει. Σκεπτόσουνα οτι μπορεί τα σύννεφα να μην έβρεξαν το πρωί αλλά σύγουρα το απόγευμα θα βρέξει. Δεν μπορει, θα ρίξει μια βροχούλα, σκεπτόμουνα και συχρόνως το ευχόμουνα κιόλας. Μια μπατάγια που έλεγε η θειά μου η Καδιανή. Ο αέρας φυσούσε λιγο απο την ανατολή αλλά οπως περνούσε η ωρα και ερχόταν το απόγευμα σταμάτησε τελείως να φυσάει.Τα σύννεφα πύκνοσαν, γεμισαν τον ουρανό και οι πρώτες στάλες δεν άργησαν να πέσουν στη γή. Αρχισε να μυρίζει το χώμα εκείνη τη μυρωδιά της βροχής. Εβρεχε κάμποση ώρα. Μετά σταμάτησε η βροχή και τα σύννεφα αρχησαν να αποχωρούν σιγά σιγα απο τον ουρανό, απως αποχωρούσε και ο ηλιος που κρύφτηκε πίσω από τα βουνά της Λαγκάδας. Μωρε καλή μπατάγια έβγαλε, θα βγούν οι χοχλοί απόψε. Ειπε η θειά μου. Μετά γυρνόνταν σε μένα με ρώτησε. Θάρθεις να πάμε στους χοχλιούς το βράδυ; Δεν είχα ξαναπάει στούς χοχλιούς νύχτα, παρόλο που μου άρεσε που τους έβλεπα πολλές φορές που γέμιζαν τη Μάχα με φώτα από τα φαναράκια που κρατούσαν οι χοχλιδολόοι, οπως τους λέγαμε και γέμιζαν τα βουνα με φώτα σαν ενας τεράστιος πολυέλαιος. Η σκέψη και μόνο οτι θα πήγαινα να μαζέψω χοχλιούς τη νύχτα με το φαναράκι με γέμιζε με ενθουσιασμό. Ομως θα πρεπε να πάρω τη σχετική εγκριση για την νυκτερινή έξοδο. Πήγα λοιπόν στη Μάνα μου και της ειπα οτι η θεια θέλει να με πάρει στους χοχλιούς το βράδυ. Όταν μου ειπε οτι θα ερθει κιαυτή και θα πάμε ολοι μαζί, άρχισα να χοροπηδώ από τη χαρά μου. Περίμενα ποτε θα νυκτώσει και δεν κρατιομουνα. Αφού νύκτωσε επιτέλους, πήραμε τα απαραίτητα για την συλλογή των χοχλιών- φαναράκι, εφεδρικός φακός στη τσέπη για κάθε ενδεχόμενο, αναπτήρας μη τυχον και σβησει το φαναράκι να το ξαναανάψουμε και το καλάθι που θα βάζαμε τους χοχλιούς. Η παρέα ξεκίνησε από το σπίτι των θειάδων μου. Η Μάνα μου, η θεια η Καδιανή, η γειτόνησα η Σοφία του Λεμπίδη και εγώ. Μπήκαμε από το κάτω Σχολειό στα αλώνια στο αεροδρόμιο και απο εκεί συνεχίσαμε στην Αγία Παρασκευή. Μάζεύαμε τους χοχλιούς απο τα κλαδια και τα χόρτα και στους βάζαμε στα καλάθια. Συναντήσαμε και αλλους χοχλιδολόους και αρκετούς συνομηλικούς μου και μεγαλύτερους. Ειχαν σχεδόν γεμίσει τα καλάθια μας φτάνοτας στη πλαγιά κάτω απο τους βορνούς μύλους. Η μάνα μου πρότεινε να γυρίσουμε πίσω και μεχρι να φτάσουμε στο χωριό θα γεμίζαμε τα καλάθια μας. Πίασαμε τα χωράφια δίπλα από την στενή στράτα γυρνότας στο χωριό και μεχρι να φτάσουμε στου Πατερ Ευτύχιου το σπίτι που ηταν το τελευταίο σπίτι από την στενή στράτα ειχαν γεμίσει τα καλάθια μας. Οταν φτάσαμε σπίτι μας περίμενε η θειάμου η Μαρία που δεν ειχε ερθει μαζί μας γιατι πονούσαν τα πόδια της. Βρε καλώς τους χοχλιδολόους, μας καλωσορισε η θειά μου και μετα απεφθυνόμενη σε μένα ρώτησε. Ο καινούργιος χοχλιδολόγος γέμισε το καλάθι του ; Ναι θεία και μόνο με χοντρούς και μεγάλους που μάρέσουν, απάντησα. Έβαλε τους χοχλιούς σε μια κόφα που βάζαμε τα σταφύλια στον τρύγο των αμπελιών, κι εβαλε κληματοβεργες και αλλά κλαδιά για να ανεβούν οι χοχλοί και τους έριξε αλέυρι για να φάνε να καθαρίσουνε οπως έλεγε η Μάνα μου. Μετά απο καμποσο καιρό θα ηταν καθαροί και ετοιμοι για το τηγάνι ή το τσικάλι ανάλογα πως τους προτημούσε ο καθένας. Εγώ πάντως τους ηθελα μπουμπουριστούς στο τηγάνι !! Αυτή ηταν η πρωτη φορά που εγινα νυκτερινός χοχλιδολόγος. Ακολούθησαν και άλλες φορές μέχρι που τελείωσα το Γυμνάσιο και έφυγα από το χωριό. Τωρα πια ουτε χοχλοί υπάρχουν ούτε χοχλιδολόοι. Οι εποχες εχουν αλλάξει. Οι αλβανοί, οι βούλγαροι και τα φυτοφάμακα εχουν εξαφανίσει τους χοχλιούς και χωρίς χοχλιούς δεν υπάρχουν χοχλιδολόοι !!!!

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΘΥΜΟΥΜΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ


Με αφορμη το γάμο που ειμαι καλεσμένος την Κυριακή στο χωριό, του Κωστή της ξαδέρφη μου της Ελένης του Γιοργαντέ του γιού, προσπάθησα να θυμηθώ ποιος ηταν ο πρωτος γάμος που θυμούμαι απο τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό. Ημουν πολύ μικρός. Δεν θυμούμε αν πήγαινα στο Δημοτικό. Η θειά μου η Καδιανή με ρωτησε αν θέλω να πάω να δώ μια νυφη που θα ερχόταν στη γειτονια μας. Μου ειπε οτι θα πάμε να την πάρουμε απο το σπίτι της στην απάνω γειτονιά και μετά θα πάμε στην εκκλησια στην Αγια Μαρίνα οπου θα γινόταν ο Γάμος. Το ειπα στη Μάνα μου και φύγαμε με τη θεια για την απάνω γειτονια. Περάσαμε απο την Αγια Τριάδα και μεσα απο τα στενα σοκάκια πηγαμε στο σπίτι τση νύφης που ηταν κοντα στο σπίτι του συνομήλικου μου Σταυρου Πεδιαδίτη. Εκει ηταν και αλλοι γνωστοί στην ηληκια μου ο Βαγγελης του Τσιφτεδογιαννη(Μενεγάκης), ο Σταυρος ο Πεδιαδίτης και άλλοι μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Η θεια μου μου εξηγησε οτι η νύφη ειναι αδερφή του πατέρα του Βαγγέλη γιαυτο ητα εκεί με τους γονεις του. Η Μάνα του Βαγγέλη κρατούσε ενα μπουκάλι ρακί και κερνούσε τους αθρώπους που ηταν εξω απο το σπίτι. Σε λίγο ήρθαν τα όργανα και ξεκινήσαμε να πάμε στην Αγια Μαρίνα οπου περίμενε ο Γαμπρός. Με εκληξή μου ειπα στη θεια μου: Γιαε θεια ποιος ειναι γαμπρός ο γείτονός ο Νικολής τση Ψιμάρνενας. Μπήκαμε στην εκκλησία και έγινε ο γάμος με τον πάτερ Ευτύχιο. Πετάξανε ρύζια και κουφέτα και μετά βγήκαμε εξω οπου περίμεναν τα όργανα και κάνοντας μια μεγάλη βόλτα απο τον Αγιο Δημήτριο, την πλατεία και μετα από το σοκάκι του Λυροστάθη στο κολύμπαρο και τέλος στο σπίτι του Νικολή (του Γαμπρού). Εκεί σταματήσανε στη πόρτα και ηπανε κάμποσες μαντηνάδες πριν μπούνε μέσα οπου ειχαν στρώσει τραπέζια στη αυλή για τσοι καλεσμένους. Εγώ έτρεξα να πώ στη Μάνα μου τις εντυπώσεις μου μετά έψαξα να βρω τον Βαγγέλη να τον ρωτήσω ποσα κουφέτα μάζεψε !! Εμεις τα κοπελάκια γλακούσαμε απο το ενα σπίτι στο άλλο, κι αλλα κουφέτα τρώγαμε κιαλλα πετάγαμε ο ενας τάλλονού. Ωραίες εποχές ανέμελες. Ο επόμενος γάμος που θυμόυμε ηταν ο επεισοδιακός γαμος της ξαδέρφης μου Μαρίας (ανηψιάς του Πατέρα μου απο την αδερφή του Δόξα) απο τα λακώνια που εχω γράψει σε παλαιότερη ιστορία.