Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΔΑ ΔΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΟ

Στο χωριό μας ορισμένες οικογένειες είχαν στο DNA τους μια διαφορετική αίσθηση του χιούμορ, περισσότερο ανεπτυγμένη από άλλες οικογένειες. Μερικές βέβαια δεν είχαν καθόλου και αποφεύγαμε να περνούμε από το σοκάκι τους όταν ήμασταν παιδιά. Γιατί οι Γυναίκες μας μάλωναν και μας έβριζαν και οι άνδρες μας ξυλοφόρτωναν!! Μια λοιπόν από τις οικογένειες που διακρινόταν για το πηγαίο χιούμορ της ήταν η οικογένεια του Ψιμαρνογιάννη. Γενικά το σόϊ των ψιμάρνιδων διακρινόταν για τις ατάκες τους που ήταν γεμάτες χιούμορ. Μάλιστα αυτό το χιούμορ μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά. Αυτές λοιπόν τις μέρες που ήμουν στο χωριό μου θύμισαν ένα παλιό περιστατικό που είναι χαρακτηριστικό του χιούμορ των. Παλιά όλες οι οικογένειες είχαν κήπο και σχεδόν καθημερινά πήγαιναν να ποτίσουν και να μαζεύψουν τα κηπευτικά τους. Μια καλοκαιριάτικη μέρα λοιπόν τα αδέρφια Ψιμαρνογιώργης και Ψιμαρνογιάννης πήγαιναν με τα γαϊδούρια τους στο κήπο τους. Μπροστά πήγαινε ο Ψιμαρνογιώργηςμε τη γαϊδάρα του και πιο πίσω ο Ψιμαρνογιαννης με το γάιδαρο του. Η γαϊδάρα ήταν στις μέρες της για να ζευγαρώσει. Όταν έφτασαν στο ύψος της πλακωσάς του καφενείου του Χριστίνη, που καθόταν αρκετός κόσμος, η γαϊδάρα αμόλησε μερικές καβαλίνες. Ο γάιδαρος του Ψιμαρνογιάννη που ερχόταν από πισω σταμάτησε και σκύβοντας το κεφάλι του μυρίστηκε τις καβαλίνες της γαϊδάρας. Μετά σήκωσε το κεφάλι του ψιλά και σηκώνοντας τα χείλια του έδειχνε τα δόδια του. Ο Ψιμαρνογιάννης που ερχόταν πίσω από το γάιδαρό του και είδε την σκηνή, του έριξε μια με τη δυχαλόβεργα που κρατούσε στα καπούλια και είπε << Εδά δα σε κάνω και μικροβιολόγο >> Όσοι καθόταν στη πλακωσά έβαλαν τα γέλια.

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

ΕΝΑ ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΡΙΝ 60+ ΧΡΟΝΙΑ


Ηταν λιγο μετα το μεσημερι ημερα του Πασχα στο χωριο. Οι οικογενειες που ειχαν μαζευτει στα πατρογωνικα σπιτια για το πασχαλινο τραπεζι ειχαν αποφαει και οι νοικοκυρες μαζευαν τα αποφαγια για να ταΙσουν τις γατες και το σκυλο (οσοι ειχαν σκυλο). Τοτε μονο οι κυνηγοι ειχαν σκυλο . Αλωστε τα σπιτια ηταν ανοικτα και μονο τη νυχτα εκλειναν την εξοπορτα της αυλης.Ολα τα σπιτια τοτε ειχαν αυλη. Βλεπεις τοτε δεν υπηρχαν λαθρομεταναστες ουτε ξενομπατες .Ολοι ηταν γνωστοι και συγγενεις μεταξυ των. Οπως ελεγε κι ο μπαρμπας μου ο Κοκολομανωλης τους ηξεραν σαν τη καλπικη δεκαρα !! Τι βιολι βαραει ο καθενας τους!!. Τοτε δε σουβλιζαν αρνια ουτε εφτιαχνα κοκορετσι.Τα περισοτερα σπτια στη αυλη ειχαν φουρνο και εκεινη τη γιορτινη μερα ειχε την τιμητικη του . Ψητο κατσικι ή αρνακι στο φουρνο !! Ολοι ειχαν κατσικες και το Πασχα εσφαζαν ενα κατσικακι. Για συμπληρωμα ειχαν φτιαξει γαρδουμακια οι νοικοκυρες και μυζιθροπιτες (τωρα τα λενε καλιτσουνια !).Οι αθρωποι τοτε περνουσαν με οτι ειχαν και δεν αγοραζαν σχεδον τιποτε. Οχι σαν τωρα που καθε Πασχα και χριστουγεννα αδιαζει το πορτοφολι μας!! Τα στομαχια λοιπον των Λιμνιωτων ειχαν φουλαρει οι ζωστηρες ειχαν ανοιξει. Μερικοι το ειχαν παρακανει στο φαγητο και στο κρασι και γινοταν θεατρο και περιγελος για τους αλλους. Το φαρμακο για τη βαρυστομαχια ηταν μια γαζοζα στο καφενειο καποιου συγγενη συνηθως. Οι αργοσχολοι και οι ανεμαζοξαριδες οπως ελεγε ο Πατερομανωλης, οι συγγενεις δηλαδη που μενανε στον Αγιο ή στη χωρα (Ετσι ελεγαν τοτε τον Αγιο Νικολαο και το Ηρακλειο)το εριχναν και στη πρεφα για να περασει η ωρα. Ετσι εβλεπες σε καθε καφενειο σε ενα τραπεζι να παιζουν τεσσερεις πρεφα και δεκα να καθοντε γυρω-γυρω απ' αυτους και να κανουν σεϊρι αυτους που παιζουν. Να βλεπουν τσι μαστοριες τους οπως μου ελεγε ο μπαρμπας ο Χριστοφορος που ηταν κορυφη στη πρεφα. Ο γειτονας ο Κακογιαννης μωλις ειχε βγει απο το σπιτι του για να παει στο καφενειο να πχει μια γαζοζα να χωνεψει το φαγητο και στο σταυροδρομι εξω απο το σπιτι του συναντησε τον Πατερομανωλη που πηγαινε κι αυτος στο καφενειο να πχει μια γαζοζα. Χριστος ανεστει γειτονα και χρονια πολλα και του χρονου. Αληθως ανεστη επισης απαντησε ο Πατερομανωλης. Απο το διπλανο σοκακι των Ψιμαρνιδων ακουγοταν φωνες σαν καποιοι να μαλωνουν. Μα ηντανε οι φωνες γειτονα ρωτησε ο Κακογιαννης. Εδα δα δουμε απαντησε ο Πατερομανωλης. Οταν εφτασαν στο διπλανο σοκακι συναντησαν τον Ψιμαρνονικολη που πηγαινε κι αυτος στο καφενειο. Αφου τον χαιρετησαν και του ευχηθηκαν για την ημερα, τον ρωτησαν για τις φωνες. Ε τα συνηθισμενα τους απαντησεο Ψιμαρνονικολης γελωντας. Η γειτονησα η Κλεοπατρα τσακωνεται με την Τσαπινοκατερινα που εχει πχει λιγο παραπανω και κανει φασαρια!! Οι φωνες συνεχιζαν να ακουγονται και τα κοπελακια τση γειτονιας ειχαν μαζευτει να κανουν σεϊρι στον τσακωσμο. Η κλεοπατρα πηρε χαμπαρι οτι εγιναν θεαμα και αρχισε να μαλωνει τα κοπελακια. Ηντα ξανοιγετε ετσα πηγαινετε στα σπιτια σας, οριστε μας, εγενικαμε παλι ρεζιλι στο χωριο. Χαριλαε, φωναξε στον ανδρα της,να πας να βρεις τον γειτονα τον Κωστη να την ενεμαζωξει γιατι δεν υποφερετε παλι. Η συντροφια που ακουγε τη στοιχομυθια εβαλε τα γελια και προχωρησε προς τα κατω καφενεια για να απολαφσουν τη γαζοζα τους και να βοηθησαν το στομαχι τους να χωνεψει.

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Καποτε οι πρωτοχρονιες στις Λιμνες


Ανοιξα τα ματια μου και παρατηρουσα το ταβανι που στις ταβλες του να νερα του ξυλου και οι ροζοι εφτιαχαν διαφορες παραστασεις και μορφες, προσπαθοντας να βρω με τι ακριβως μοιαζουν. Μια φωνη διεκοψε τις σκεψεις μου. Σηκω τεμπελακο μεσημεριασε. Αντε να πας στις θειες σου το πεσκεσι να σου κανουν την καλη χερα. Ηταν η φωνη της Μανα μου. Κοιταξα απο το ανοιχτο παραθυρο τον ουρανο. Ειχε λιακαδα πραμα σπανιο για χειμωνα. Η Μανα μου με ειδε που κοιταζα και ειπε εχει καλη μερα αλλα θα βαλεις ρουχα γιατι κανει κρυο . Σηκωθηκα ντυθηκα και εκατσα στο τραπεζι για να πιω το ζεστο γαλα,που μου ειχε ετοιμασει(ειχε και τοτε ΝΟΥΝΟΥ αλλα αλλο πραμα γνησιο αγγελαδινο με παχια τσιπα οταν εβραζε) με λιγο παξημαδενιο ντακο. Τοτε δεν υπηρχαν κρουασαν η κεϊκ!! Το πρωινο ηταν λιτο - οπου υπηρχε - . Η μανα μου ετοιμασε ενα πιατο με καλιτσουνια μελομακαρονα και κουραμπιεδες και μου ειπε αυτα θα τα πας στη θεια Αριστεα, που ειναι πιο μακρυα και μετα θα γυρισεις να σου δωσω να πας στις αλλες θειες σου. Εβαλε το πιατο σε μια πετσετα και το εδεσε κομπο για να μη μου πεσουν αυτα που ηταν μεσα και αφου εβαλα το χοντρο σακακι μου που μου εφτανε στα γονατα πηρα το δρομο για τη θεια Αριστεα (αδερφη του Πατερα μου). Στο σοκακι των ψιμαρνιδων συναντησα κιαλλα κοπελια που κρατουσαν κιαυτα πετσετες με πιατα και τα πηγαιναν σε συγγενεις να τους κανουν τη καλη χερα (να τα χαρτιλικωσουν δηλαδη για να παει καλα η χρονια). Προσεχα τη πετσετα με το πιατο μην μου πεσει και εχουμε ατυχηματα και συνεπειες και εφτασα στα περα καφενεια . Ο Καλιωρομανωλης με πειραξε περνοντας μπροστα απο το καφενειο του. Ηντα κρατας στο πιατο μωρε κοπελι,φερε να το φαμε. Αστο κοπελι ησυχο.τον αποπηρε ο μπαρμπας μου ο Χριστοφορος που επαιζε ταυλη με τον Ντενεκε το δασκαλο. Συνεχισα το δρομο μου για το σπιτι της θειας Αριστεας. Τα καφενεια ηταν γεματα αθρωπους. Τοσους πολλους μονο στις μεγαλες γιορτες εβλεπες.Βοηθουσε κιο καιρος που ηταν καλος και οι αθρωποι βγηκαν εξω να απολαυσουν τη λιακαδα. Στου Χαριλαου στου Χριστινη ακομα και στου γειτονα του Λεμπιδη ειχε αρκετο κοσμο. Μια φωνη με φωναξε μετο ονομα μου . Γυρισα και κοιταξα απο το μερος που ερχοταν η φωνη .Στη πλακωσα του καφενειου του Λεμπιδογιωργη καθοταν ο Πατερας μου με τους μπαρμπαδες μου τον Κοκολομανωλη τον Δρακιωτογιαννη και τον Κυπαρισση (Λεμπιδογιωργη τον αδρα της θειας Αριστεας) και πινανε καφε. Για που τοβαλες με πεσκεσι μου λεει ο μπαρμπας ο κυπαρισσης, που καταλαβε οτι το <πεσκεσι> ηταν για το σπιτι του. Παω στη θεια να το δωσω,του απαντησα . Ε τοτε κατσε να σε κερασω μια βανιλια και μετα παμε μαζι μου ειπε. Μετα θα ερθεις κιαπο το σπιτι ειπε ο μπαρπας ο Δρακιωτογιαννης . Και φυσικα κιαπο το δικο μου αντετινε ο μπαρμπας Κοκολομανωλης. Ετσι γινοταν την Πρωτοχρονια εκεινα τα χρονια. Πηγαινες το πιατο στα σπιτια των μπαρπαδων και σου εκαναν την <καλη χερα>. Δηλαδη σου εδειναν χρηματα, μη φανταστητε πολλα μια δυο δραχμες αντε οι πιο πλουσιοι (σπανιο ειδος τοτε) κανετα ταληρο. Αφου εφαγα τη βανιλια και ηπια και το νερο, φυγαμε παρεα με το μπαρμπα για το σπιτι του. Η θεια Αριστεα με περιμενε στη αυλη του σπιτιου και με καλωσορισε πηρε το πιατο το αδειασε και μου το ξαναγεμισε με δικα της καλουδια . Ο μπαρμπας εβαλε το χερι του στη τσεπη του γιλεκου του και μου εδωσε ενα δυφραγκο. Χρονια Πολλα μου λεει και του χρονου. Κατσε να σε δω λιγακι μου ειπε η θεια . Δεν μπορω να κατσω πολυ θεια της ειπα. Επρεπε να βιαστω γιατι ειχα πολλους μπαρμπαδες και θειες να παω !! Ετσι περνουσε η Πρωτοχρονια τα χρονια εκεινα. Πηγαιναμε τα πιατα γεματα τα περναμε γεματα και επιπλεον μας χαρτσιλικοναν με δραχμες και δυφραγγα. Μας εκαναν τη <καλη χερα>. Χρονια Πολλα με υγεια και καλη χρονια να εχουμε.