Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ


Η παραμονή του νέου έτους πάντοτε ηταν μια προσμονή και μια ελπίδα για ενα καλύτερο αυριο. Ομως είχε και τα κατα τόπους και καιρούς τα ακολουθούμενα έθιμα. Στο χωριό μας στη παραμονή του νέου έτους οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα πρωτοχρονιάτηκα γλυκά και καλιτσούνια και οι νοικοκήριδες ψώνιζαν τα απαραίτητα για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι που ήθελε ολη την οικογένεια μαζεμένη στο ίδιο τραπέζι. Οι πιτσιρικάδες εφτιχναν τις ομάδες για τα κάλαντα και κατέστρωναν σχέδια διαδρομής. Συνήθως πήγαιναν σε συγγενικά σπίτια και απόφευγαν τις ...κακοτοπιές. Την πρώτη παραμονή πρωτοχρονιάς που θυμάμαι ήταν του 1955. Τότε δεν περιμέναμε κανένα Αγιο Βασίλη, ούτε είχαμε χριστουγεννιάτικα δέντρα και δώρα κάτω από αυτό. Τον αναφέραμε μονο στα κάλαντα. Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να δώ κάποιον ντυμένο αγιο Βασίλη, αλλά εντομεταξύ είχα αρκετά μεγαλώσει και είχε χαθεί η μαγεία και η αθώότητα των παιδικών χρόνων, έτσι ώστε να μη μου κάνει καμία εντύπωση το θέαμα. Την παραμονή λοιπόν του 1955 πήγαινα στο δημοτικό τότε. ο Πατέρας μου είχε πεθάνει πριν δυο χρόνια και είχα αρχίσει να γνωρίζω τα σοκάκια του χωριού τα κατατόπια του τα παράξενα του, τους παράξενους αθρώπους του, τους καλούς και τους κακούς, σύμφωνα βέβαια με τα κριτήρια και με τις υποδείξεις των Μπαρμπάδων μου και των θειάδων μου. Από τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα είχα μαζέψει αρκετές δεκάρες και τις παίζαμε με τις γαζοζένιες στον περίβολο του Αγίου Δημητρίου και στο κάτω σχολειό. Όποιος τις κτύπαγε με την μπύλια (γαζοζένια) τις έπερνε. Είχα λοιπόν ξεθαρέψει και με τον γείτονά μου Στελιανό του Λεμπίδη παρέα (αυτός ήταν λίγο μεγαλύτερός μου) βγήκαμε βόλτα να δούμε τι γυνόταν στο χωρίο από τους αλλους πιτσιρικάδες και τους λιγο μεγαλύτερους. Πήγαμε στην Αγία Μαρίνα όπου πίσω από το καμπαναριό μερικά παιδιά έπαιζαν τριανταμία με τράπουλόχαρτα. Ρώτησα τον Στέλιο να μου εξηγήσει τι κάνουν και ο Στέλιος είπε: παίζουν λεφτά δεν χρηάζετε να ξέρεις παραπάνω πάμε να φύγουμε. Μετά περάσαμε από το πάνω Σχολειό εκεί μια παρέα έπαιζε ζάρια και μια άλλη έπαιζε χαρτιά. Τελικά αφού κάναμε τη γύρα μεχρι το συνεταίρικο εργοστασιο που κιεκείέπαιζαν τριανταμία καταλήξαμε στο σπίτι των θειάδων μου (αδελφών της Μάνας μου). Η θειά μου η Καδιανή με ρώτησε ήντα ηδες στη βόλτα που πήγατε με τον Στέλιο και εγώ της απάντησα ότι ολοι παίζουνε λεφτά με τα ζάριακαι τα τραπουλόχαρτα. Η θειά μου γέλασε και μου είπε : ολοι αυτοί που ήδες να παίζουν λεφτά στα χαρτιά και στα ζάρια αύριο δεν θα έχουν ούτε πεντάρα. Αλλά οποιος αρχίζει από μικρός και παίζει τα λεφτά του στα χαρτιά αυριο θα παίξει και τα χωράφια του και το σπίτι του. Αυτό το πράμμα είναι αρρώστια και καταστρέφει τσι αθρώπους και τις οικογένειες. Μου έκαναν φοβερή εντύπωση τα λόγια της θειάς μου και δεν τολμούσα να πάιξω λεφτά στα χαρτιά για χρόνια. Μέχρι που μεγάλωσα τελέιωσα το Γυμνάσιο και πήγα στην Αεροπορεία σαν μόνημο στέλεχος και έπερνα μηνιάτικο. Ήταν παραμονες πρωτοχρονιάς του 1966. Είχα πάρει εορταστική άδεια από την Ελευσίνα και ήμουνα στο χωριό. Στου Ψιμάρνη του Μανώλη το καφενείο είχαν μαζευτεί όλη η νεολαία το απόγευμα και πίναμε τις τσικουδιές μας. Κάποιος έριξε την ιδέα να μαζευτούμε να παίξουμε χαρτιά για το καλό του χρόνου. Μαζευτήκαμε και αρχήσαμε να παίζουμε χαρτιά μέχρι που μπήκε ο καινούργιος χρόνος. ¨Οταν πήγα σπιτι ειχα χάσει σχεδόν όλο το μηνιάτικο στα χαρτιά. Οταν γύρησα στη Μονάδα μου πήγα κατ'ευθεία στο Ταμείο και πήρα προκαταβολή για να περάσω τονμήνα.'Εκοψα τα έξοδα κιέκανα τα περίπολα των άλλων για να καλύψωτην χασούρα της παραμονής της πρωτοχρονιάς. Αποτότε δεν ξανάπαιξα λεφτά στα χαρτιά. Το πάθημα μου έγινε μάθημα.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΑΣ

Με την ιστορια που έγραψα χθές θυμήθηκα μια αλλη ιστορία που έγινε ενα χρόνο πριν.Ήταν Σεπτέμβρης του 1960. Ο ξάδερφός μου ο Κοκολομιχάλης ήταν στου πεθερού του με την γυναίκα του την Ελένη στους οξω ποτάμους. Στα χωριά αυτά είχαν πανηγύρι οι οξω ποτάμοι του Σταυρού και οι μέσα ποτάμοι του Νικήτα. Την παραμονή του Σταυρού το πρωί περασε ο ξάδερφός μου ο Δημήτρης από το σπίτι μας και είπε της Μάνας μου να με πάρει να πάμε στους ποτάμους στα πανηγύρια όπου θα έπαιζαν τα όργανα με τον άδερφό του τον Κοκολομιχάλη και τον Μανώλη του Κωσταντάκη. Ετσι πήγαμε στους όξω ποτάμους στο πατρικό της Ελένης της γυναίκας του Κοκολομιχάλη και το απόγευμα στη πλατεία του χωριού αρχίσαμε να παίζουμε τα όργανα. Γύρω στις 3 την νύχτα σταματήσαμε και πήγαμε για ύπνο. Ο ξάδερφός μου ο Δημήτρης πήγε στου πεθερού του στους μέσα ποτάμους και έμεινε εκεί. Το απόγευμα θα πηγαίναμε και εμείς για να παίζουμε τα όργανα στο άλλο πανηγύρι του Αγίου Νικήτα. Ξεκινήσαμε με τα πόδια και πήγαμε στο άλλο χωριό. Αφού πάιξαμε και εκεί μεχρι τα μεσάνυχτα, άρχισε να βρέχει και σταματήσαμε τα όργανα. Ο κόσμος έφυγε και αφού εκοψε η βροχή ξεκινήσαμε με τα πόδια να πάμε στους όξω ποτάμους να κοιμηθούμε στο σπίτι του "Δεσπότη" που μας περίμενε η ξαδέρφη η Ελένη.(Δεσπότης ήταν το παρατσούκλι του πεθερού του Κοκολομιχάλη γιατί κάποτε είχε ντυθεί με ράσα και παρίστανε το Δεσπότη που περίμεναν οι χωριανοί του. Σχετικα αναφέρω σε μια άλλη ιστορία). Δεν ήταν μακρυά το ένα χωριό από το άλλο, αλλά αρχισε πάλι το ψιλόβροχο και μέχρι να πάμε στο σπίτι του "Δεσπότη" είχαμε γίνει μούσκεμα. Η Ελένη μας στέγνωσε τα ρούχα στη παραστιά και εμείς κουκουλοθήκαμε στο κρεβάτι να ζεσταθούμε. Παρόλο που ήταν ακόμα Σεπτέβρης έκανε κρύο στους ποτάμους. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο αδερφός της Ελένης με το ταξί του και μας πήρε. Εμένα και τον Μανώλη του Κωσταντάκη μας άφησε στου Κουτουρατζή το Χάνι και οι υπόλοιποι, ο Κοκολομιχάλης με την Ελένη και τον αδερφό της πήγαν στον Αγιο Νικόλαο. Ειχα ζαλιστεί με το ταξί γιατί ο δρόμος από τους ποτάμους ήταν όλο στροφές και με το ξενύχτη και το κρασί είχε γινει το στομάχι μου μπουρλότο. Αλλά και ο Μανώλης δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Στη καμάρα που χωρίζει ο δρόμος για το χουμεριάκο κάτσαμε στο μπετένι της και βγάλαμε οτι είχε μέσα το στομάχι μας στο ποταμό. Αφου ξαλαφρώσαμε ξεκινήσαμε κρατώντας ο ενας τον άλλο για να μη πέσουμε και σιγά σιγά φτάσαμε στο χωριό. Ο Μανώλης με πήγε μέχρι τη πόρτα του σπιτιού μας και φώναξε τη Μάνα μου. Θειά Δοξανιά σούφερα τον Δικαιοκράτη, στρώσε του να κοιμηθεί γιατί ήμαστε ξενύχτηδες και ταλαιπωριμένοι. Η Μάνα μου ευχαρίστησε τον Μανώλη και με έβαλε να κοιμηθώ. Ηταν Παρασκευή και ξύπνησα την Κυριακή από τον πόνο που ένιωθα στο στομάχι από την πείνα. Χόρτασα ύπνο για τα καλά. Οταν μου είπε ο γείτονας ο Στελιανός του Λεμπίδη που ήρθε να με δει οτι ήταν Κυριακή δεν πίστευα στα αφτιά μου. Σκώσου μωρε τεμπέλη που μου κοιμάσε τρεις μέρες να πα να παίξουμε μπάλα στο κάτω σχολειό. Εγώ πεινώ του λέω. Ε φάε πράμα μα μη φας πολύ για να μπορεί να παίξεις μου είπε και περίμενε να φύγουμε μαζί. Ημουνα τότε 16 χρονών.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΙΝ 51 ΧΡΟΝΙΑ

η ημερα ηταν ηλιόλουστη με ενα ελαφρό βοριαδάκι που ξεκινούσε απο τον καλαρίτη και έφτανε στο χωριό. Μερικοί χωριανοί είχαν πάει στην Οξά με τον παπά Μανόλη (Μαυροειδή. Εγώ πήγα στην Αγιά Μαρίνα όπου συνάντησα την παρέα (Στέλιος Λεμπιδάκης, Σταύρος Κοκολάκης, ο αδερφός του ο Χαρίλαος, ο Σταύρος Πεδιαδίτης, Αντώνης Πεδιαδίτης, Βαγγέλης Μενεγάκης, Ο Σταυρος Μενεγάκης (του Μιχελουκοδημήτρη) και άλλοι. Αφού τραβίξαμε τα αφτιά των εορταζόντων (ετσι κάναμε τότε και συχρόνως τους λέγαμε, χρόνια πολλά) ο Σταυρος Πεδιαδίτης που θα έφευγε από το χωριό για να πάει στη στρατιωτική σχολή υπαξιωματικών στη Πάτρα μας είπε να πάμε το μεσημέρι να πιούμε ενα κρασί στο σπίτι του. Μολις το άκουσε ο άλλος Σταύρος (Κοκολάκης) είπε: μετά θα πάμε και στο δικό μου γιατι και εγώ θα φύγω με μερικές μέρες για τα καράβια (ειχε βγάλει ναυτικό φυλλάδιο. Έτσι το λέγαν τότε). Τελικά το μεσημέρι ήρθε ο Στελιανός που καθόταν κοντά στο σπιτι μας και μου φώναξε: Αντε μωρε να πάμε στου συμπέθερου (έτσι λέγαμε τον Σταυρο Πεδιαδίτη), γιατί θα μας περιμένει. Φύγαμε και καθώς περνούσαμε από την Αγια Τριάδα συναντήσαμε τον Σταυρο Κοκολάκη που ερχόταν από του παπού του του Σταρά. Πήγαμε στου Σταυρο και κάτσαμε στο τραπέζι. Να πιέτε μια ρακί, μας λέει η Μάνα του, μέχρι να βράσουν οι χωχλιοί. Ηπιαμε τη ρακί με αγγουράκι μεζέ και ντοματούλα κομένη στα τέσσερα. ήρθαν και οι χωχλιοί σε λίγο και το κρασί και αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε. Αφού φάγαμε τσι χωχλιούς, λέει ο ξάδερφός μου ο Σταυρος (Κοκολάκης). Ε ώρα είναι να πάμε και στο δικό μου σπίτι να φάμε και τσι δικούς μου χωχλιούς. Τότε η ημέρα του Σταυρού ήταν νηστεία και κανένα σπίτι στο χωριό δεν έβαζε λάδι στο τσικάλι. Σήμερα λίγοι νηστεύουν το λάδι. Στου Συμπέθερου ήταν και ο Στρατής ο Καστρινός που ήταν μικρότερος απο μας αλλά ήταν φίλοι με τον "Συμπέθερο". Βρήκαμε και τον Βαγγέλη τον Μενεγή στη πλατεία και όλοι μαζί πήγαμε στο σπίτι του ξαδέρφου του Σταύρου. Ξανα μανά χωχλιούς κρασί μέχρι που ζαλιστήκαμε για τα καλά. Πηγα σπίτι πήρα μια φωτογραφική μηχανή που είχα και πήγαμε στον αμαξοτό (παλιά εθνική οδός Ηρακλείου Αγιου Νικολάου) να βγάλουμε φωτογραφίες για να θυμούμαστε αυτούς που φεύγανε. Απο εκεί είναι και η φωτογραφία στη κορηφή της Ιστορίας. Ο Σταυρος Πεδιαδίτης έφυγε την αλλη μέρα το Πρωί. Από τότε ζήτημα αν τον έχω δεί πάνω από τρείς φορές. Μου έστηλε ενα δυο γράμματα τον πρωτο χρόνο μετά χάθηκε. ¨Έκατσε μερικά χρόνια στο Στρατό, μετά τελέιωσε την Πάντειο και έφυγε από τον στρατό. Απο τότε έχασα τα ίχνη του. Ο άλλος Σταυρος ο ξάδερφός μου πήγε στα καράβια για μερικά χρόνια και είχαμε τακτική αλληλογραφία. Μετά έπιασε δουλειά στην Ιζόλα και εγινε στεριανός. Παντρεύτηκε έκανε μια κόρη. Αυτός έρχετε κάθε χρόνο στο χωριό, σε αντιθέση με τον άλλο Σταύρο που δεν παταει τα πόδια του. Από την φωτογραφία και την πάνω αλλά και την κάτω μόνο ο Στέλιος έμενε κάτοικος Λιμνών. Ο Βαγγέλης είναι στο Αγιο Νικόλαο όπως και ο Στρατής. Οι Στάυροι στην Αθήνα και εγώ στη αλλη άκρη τσι Κρήτης. Τότε όλοι φευγαμε από το χωριό για να βρούμε καλύτερα !! Μήπως και τώρα το ίδιο δεν κάνουν ; Όμως οι καιροί των παχιών αγγελάδων εχουν περάσει και εχουν έρθει αυτές των ισχνών. Μάς βλέπω οσονούπω να φυτεύομε πατάτες στσι Λίμνες για να'χουμε να τρώμε, έτσι όπως πάμε !! Κουράγιο πατριώτες .

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ
Την περασμένη Κυριακή είχα πάει στο χωριο να ψηφίσω (ακόμα τα εκλογικά δικαιώματα μου τα εχω εκεί για να βρίσκω αφορμή να πηγαίνω). Μετά το μεσημέρι πηγα με την γυναίκα και την μικρή κόρη στο εκλογικό κέντρο να ψηφίσω. Απ' όξω ήταν ο Νικολής του συμαθητή μου στο Δημοτικό του Καλιωροδημήτρη. Μέσα ήταν ο Καλιωροδημήτρης που ψήφιζε. Πολύ ησυχία μωρέ Νικολή του λέω. Ο κόσμος εχει βαρεθεί τους πολιτικούς και τα κόματα μου λέει και οι πιο πολλοί δεν έρχονται να ψηφίσουν μου απαντά. Α τον παλιό καιρό του λέω γινόταν πράματα και θάματα στις εκλογές. Μέχρι και ποθαμένοι αναστηνόταν και ψήφιζαν !! Ρωτα και τον Πατέρα σου να σου πεί. Μολις βγήκε ο Πατέρας του Νικολή αφού χαιρετιστήκαμε μπήκα μεσα και ψήφισα με την ησυχία μου και αφού ψηφίσανε και τα γυναικόπεδα μου φύγαμε. Πήγα στο πατρικό μου και έκατσα να θυμιθώ παλίες εκλογές. Σκέφτηκα όταν γυρίσω στα Χανιά θα γράψω για τις εκλογές που γυνόταν πρίν κάμποσες δεκαετίες. Οταν λοιπόν ήμουνα μικρός ο Μπάρμπας μου ο Κοκολομανώλης οταν έκανα διαολιές μου έλεγε. Κάτσε μωρέ διάολε καλά γιατί θα έχεις εκλογές από τη Μάνα σου. Ενοούσε οτι θα πέφτανε ξυλοκούλουρα (ξυλιές-ραβδές)στη πλάτη μου οπως πέφτανε οταν γινόταν εκλογές μεταξύ των οπαδών των κομάτων. Τις πρώτες εκλογές που θυμάμαι πήγαινα στο Δημοτικό και η Μάνα μου δεν με άφηνε να βρώ έξω από το σπίτι για να μη βρεθώ σε κανένα καυγά και φάω καμιά αδέσποτη. Ο μπάρμπας μου έλεγε οτι κάποτε ένας κλείδωσε τους γέρους γονείς του στο σπίτι τους γιατί δεν ήθελαν να ψηφίσουν αυτόν που τους ζήτησε να ψηφίσουν. Ενώ καποιος άλλος μεταμφιεζόμενος ψήφισε τρείς φορές με ονόματα πεθαμένων, που δεν είχαν σβήσει από τους καταλόγους. Μέχρι σκοτωμοί γινόταν στους καυγάδες των αντιφρονούντων. Το δε ξύλο ήταν στην ημερησία διάταξη. Από εκεί λοιπόν βγήκε και το κάτσε καλά μην έχουμε εκλογές.

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Η ΑΓΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΤΗ ΜΑΧΑ

Κάθε χρόνο την Κυριακή της Σαμαρείτιδος οι Λιμνιώτες ανεβαίνουν το ανηφορικό μονοπάτι από τους Αγίους Αναγροίρους στην Αγία Φωτεινή που βρήσκεται τη μέση περίπου του βουνού τση Μάχας. Παλιά το μονοπάτι δεν πηγαινε από εκεί αλλα από βορνά από το σπίτι του Σχοινοκωστή και μετά τσ' αμυγλαδιές τσι θειάς μου τσι Λαμπρινής. Ήταν πιο μικρό και πιο ανηφορικό. Βέβαια τότε δεν υπήρχε ο εθνικός δρόμος. Εμείς τα παιδία βγαίναμε τακτικά στη Αγία Φωτεινή και παίζαμε στο σπηλιαράκι που εχει δίπλα στην εκκλησία. Ανεβαίναμε πιο συχνά όταν ήταν τα φασκόμηλα για να μαζέψουμε να τα φάμε. Η ίδια η εκκλησία είναι κτισμένη μέσα σε σπήλιο. Λένε ότι την έκτισαν ασκιτές μοναχοί που ερχόταν από ολα τα μέρη της Κρήτης. ΄Μεταξύ αυτών και ο Αγιος Ιωάννης ο Ερημίτης που έχει κοιμηθεί στο Μοναστήρι του Γουβερνέτου στο Ακτωτήρι Χανίων. Τότε κάτω ακρυβώς από την Αγία Φωτεινή στους πρόποδες της Μάχας βρησκόταν το Μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας και υπήρχαν καλόγεροι που έμεναν στη σπηλιές και ασκίτευαν και κατέβαιναν και λειτουργούσαν στο Μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας, μια μικρή παλιά εκκλησία που ήταν στη θέση που είναι η σημερινή εκκλησία του κτίστηκε το 1930. Εκεί ηταν και το πρώτο νεκροταφείο του χωριού, από τους σκελετούς που βρέθηκαν όταν έσκαβαν για να περάσουν τις σωλήνες της ύδρευσης το 1955 για να πάνε στη δεξαμένή από την γεώτρηση που είναι δίπλα στον αλευρόμυλο του Καστρινού στον ποταμό. Μπωρεί και να ήταν μόνο νεκροταφείο για τους καλογέρους. Την πρώτη φορά που ανέβηκα στην Αγία Φωτεινή πρέπει να πήγαινα πρώτη ή Δευτέρα τάξη στο Δημοτικό. Με πήγε η θειά μου η Καδιανή (αδελφή της Μάνας μου) να ανάψουμε τα καντίλια και να προσκηνίσουμε. Μάλιστα μου έκαναν εντύπωση η εικόνες του Αδάμ και της Ευας στον παράδεισο, με το δέντρο που κακού και του καλού, τον όφη και το μήλο που πρόσθερε στην Εύα. Η θειά μου μ' έβαλε και πέρασα τρείς φορές το σπήλιο που είναι δίπλα στην εκκλησία για να με φυλάνε- λεει- οι ασκιτές αγιοι που ασκίτευσαν εκεί και η Αγία Φωτεινή. Απο τότε έχω ανεβεί στην Αγία φωτεινή εκατοντάδες φορές. Μάλιστα θυμάμε όταν τελειώσαμε το δημοτικό ανεβήκαμε οι τελειόφοιτοι και κάτσαμε στο τελευταίο σκαλοπάτι του μονοπατιού και λέγαμε μαντηνάδες και τραγουδούσαμε για να γιορτάσουμε την αποφοιτηση μας. Κάθε χρόνο λοιπόν γινόταν και εξακολουθεί να γίνεται πανηγύρι την Κυριακή της Σαμαρείτιδος. Τα τελευταία χρόνια ο πολιτιστικός σύλλογος Λιμνών το εχει κάνει μεγαλύτερο και εχει φτιάξει και το σημερινό μονοπάτι μεγαλύτερο και ανετότερο από το παλιό μικρό και δίσβατο μονοπάτι. Την Κυριακή που έρχετε θα ξανανεβούνε οι Λιμνιώτες να τιμήσουν την μνήμη της Αγίας Φωτεινής και να απολάυσουν το θέαμα που προσφέρει η θέση της εκκλησίας. Χρονια Πολλά μας χωριανοί Λιμνιώτες. Η Αγιά Φωτεινή βοήθεια μας .

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΑ ΠΑΣΧΑ ΣΤΣΙ ΛΙΜΝΕΣ

                                             H Αγία Μαρίνα και το καμπαναριό της

Μόλις έχω γυρίσει από την εκκλησία στη πάνω Σούδα που με πήγε η κόρη μου η Μαριάννα για να ακούσω το χριστός ανέστη και να δω το κάψιμο του Ιούδα μαζί με πολλά άλλα, όπως πυροτεχνήματα-βεγγαλικά  και φαναράκια που ανέβαιναν στον ουρανό. Θυμήθηκα λοιπόν δυο Πάσχα των παιδικών μου χρόνων στις Λίμνες που έχουν μείνει στο μυαλό μου . Το πρώτο Πάσχα ήταν όταν ήμουν 11 χρονών και είχα παρακαλέσει τον καντηλανάφτη να παίξω την καμπάνα  όταν ο παπάς θα έλεγε το Χριστός Ανέστη. Ο καντηλανάφτης μου μου έκανε το χατήρι και εγώ εφοδιασμένος με τρακατρούκες ένα αυγό και ένα τσουρέκι βγήκα στο καμπαναριό και περίμενα να βγει ο παπάς έξω για να πει το Χριστός ανέστη. Όταν το είπε άρχισα να παίζω την καμπάνα και δεν εσταμάτησα παρά μόνο όταν ήρθε ο καντηλανάφτης και μου φώναξε . <<Φτάνει πλιό μωρέ κοπέλι.>>. Μετά έκατσα και έφαγα το αυγό και το τσουρέκι και ξάνοιγα απέναντι στσι Βρύσες που βγαίναν οι αθρώποι από την εκκλησία και είχαν αναμμένα τα κεριά τους . Τότε βέβαια ΔΕΗ δεν υπήρχε ούτε και φώτα στσι δρόμους. Μετά με πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκα στο καμπαναριό. Η Μάνα μου πήγε σπίτι αλλά δε με βρήκε και ξαναγύρισε στη εκκλησία. Ο παπάς έφευγε και ο καντηλανάφτης εσκούπιζε την εκκλησία και ετοιμαζόταν να φύγει κι αυτός. Ρώτησε η Μάνα μου τον καντηλανάφτης αν με είχε δει κι αυτός της είπε ότι έπαιζα την καμπάνα στο Χριστός ανέστη. Ανέβηκε λοιπόν στο καμπαναριό και με ξύπνησε . <ξύπνα μωρέ κοπέλι γιατί σε γυρεύει η Μάνα σου, να πας στο σπίτι να κοιμηθείς, γιατι επαέ δα ξυλιάσεις κακομοίρη μου> Ετσά εξύπνησα και άκουσα την κατσάδα από τη Μάνα μου, που φοβόταν πιο πολύ μην κρυώσω εκιά στο καμπαναρίο ψηλά που ήμουν. Με πήρε από τη χέρα και πήγαμε σπίτι να κοιμηθώ σαν τον άθρωπο. Οπως έλεγε η συχωρεμένη Μάνα μου. 
             Το δεύτερο Πάσχα ήταν όταν αποφάσισα να φτιάξω ένα Ιούδα και να τον κάψω την Ανάσταση. Πήγαινα Γυμνάσιο Τετάρτη τάξη στη Νεάπολη. Βρήκα ένα παλιό παντελόνι και ένα σακάκι κι έβαλα τη Μάνα μου και έραψε τις ποδαρές και τα μανίκια και το σακάκι μαζί με το παντελόνι. Μετά το γέμισα ξερά χόρτα. Βρήκα και ένα μεγάλο τσούκο (φλασκί) τον ζωγράφισα και τον έβαλα για κεφάλι. Έβαλα ένα δοκάρι και κρέμασα μια θελιά την πέρασα στον τσούκο αλλά έδεσα και το σακάκι στη θελιά για να μη φύγει ο τσούκος και πέσει χάμε  το υπόλοιπο σώμα του Ιούδα και τον κρέμασα δίπλα στη εξώπορτα της Αγιάς Μαρίνας. Μάζεψα κλαδιά και χόρτα και όταν ο παπάς έξαλλε το χριστός ανέστη του έβαλα φωτιά .Από τότε άρχισαν να καίνε τον Ιούδα στο χωριό. Δεν ξέρω αν ακόμα τον καίνε. Έχω χρόνια να τύχω ανάσταση στσι Λίμνες.
          Χριστός Ανέστη απανταχού Λιμνιώτες .

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

ΤΟ ΣΑΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 50

<<Εν πόλη Βηθανία κλαίει Μάρθα και Μαρία. Λάζαρο τον αδελφό τους τον γλυκύ τον καρδιακό τους>>

Πόσοι από σας έχετε πει αυτά τα κάλαντα του Λαζάρου όταν είσαστε παιδιά ; Ελάχιστοι . Οι περισσότεροι δεν θα ξέρετε ότι υπάρχουν τέτοια κάλαντα. Κι όμως υπήρχαν . Βγαίναμε μετά την εκκλησία και τα λέγαμε στο χωριό και μας έδιναν διάφορα πράγματα από αυγά κουλουράκια σαρακοστιανά μέχρι δεκάρες και εικοσάρες, που για μας ήταν πολλά λεφτά τότε !! Μετά πηγαίναμε να δούμε στου Κατσούλη το πηγάδι το ευχολόγημα των ζώων. Το ευχολόγημα ήταν ένα είδος ευχελαίου με αγιασμό που έκαναν οι παπάδες του χωριού δένοντας τρία τέσσερα πετραχήλια που περνούσαν από κάτω τα ζώα, για να πάει καλά η χρόνια, να μην αρρωστήσουν και να έχουν καλά γεννήματα  Ωραίες εποχές που έχουν δυστυχώς περάσει και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν ποτέ !! Η ζωή στο χωριό τότε ήταν απλή. Λεφτά είχαν πολύ λίγοι. Ο πολύς κόσμος δεν είχε και οι συναλλαγές γινόταν σε είδος . Έδινες  δυο κιλά λάδι και έπαιρνες ένα κιλό κρέας ας πούμε. Τρία αυγά και έπαιρνες ένα μπακαλιάρο !! Όσπρια σπάνια αγόραζαν αφού τα καλλιεργούσαν στους κήπους και στα χωράφια. Επίσης κηπευτικά είχαν στο κήπο της κάθε οικογένεια . Ψωμί δεν αγόραζαν γιατί το έφτιαχναν μόνοι τους στους φούρνους που είχε κάθε σόϊ. Το αλεύρι το έπαιρναν από τους αλευρόμυλους που ήταν αρκετοί τότε στο χωριό. Αφού βέβαια πήγαιναν τα στάρια και τα κριθάρια που έσπερναν θέριζαν και αλώνευαν στους μυλωνάδες για να τα αλέσουν . Είχαν βέβαια και στα σπίτια τους οι νοικοκύρηδες της εποχής, μικρούς μύλους που κάνανε το χόντρο. Οι μύλοι αυτοί ήταν δυο πέτρες στρογγυλές . Η κάτω ήταν σταθερή και είχε ένα ξύλο στη μέση που έμπενε η πάνω πέτρα που είχε μια τρύπα στη μέση και ένα ξυλο στη άκρη για να τη γυρίζεις γύρω γύρω και να σπάει το στάρι. Η μέρα αυτή για μας τα παιδιά ήταν ιδιαίτερη γιατί κλείναμε το σχολείο για τις διακοπές του Πάσχα, εκτός βέβαια οτι βγάζαμε και χαρτζιλίκι με τα κάλαντα που λέγαμε. Θυμάμε ότι παρόλο που κάναμε μάθημα και τα Σάββατα, το Σάββατο του Λαζάρου δεν κάναμε επειδή ήταν γιορτή για το χωριό. Ουσιαστικά οι διακοπές άρχιζαν από την Παρασκευή το βράδυ αφού τότε κάναμε και τα απογεύματα μάθημα στο δημοτικό Σχολειό. Ετσι ήταν η ζωή τότε στο χωριό. Χωρίς άγχος με πολλά ζώα αλλά χωρίς τηλεοράσεις υπολογιστές ιντερνέτ κινητά και αυτοκίνητα.

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

ΟΙ ΧΟΧΛΙΔΟΛΟΟΙ ΤΣΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

Οταν για πρώτη φορά είδα στη Μάχα και στα χουμεριακιανά βουνά τα φαναράκια και τσι λίχνους των χοχλιδολόγων ήμουν πολύ μικρός. Θα πήγαινα πρώτη ή δευτέρα τάξη στο Δημοτικό σχολείο. Ήταν κάποιο βράδυ σαρακοστής μετά την εκκλησία και αφού είχαμε φάει το βραδυνό μας στο πατρικό σπίτιτης Μάνας μου που έμειναν οι ανήπαντρες αδελφές της, βγήκα έξω για να πάω απέναντυ στο δικό μας σπίτι. Είδα λοιπόν τα φώτα στη Μάχα και γύρισα και ρώτησα τη θειά μου την Καδιανή. Θεία κοίτα στη  Μάχα φώτα. Η θεια μου γέλασε και μου είπε : Είναι οι χοχλιδολόοι που μαζεύουν τσι χοχλιούς . Ήστερα που ήμαστε στην εκκλησία έβγαλε μια ψιχαλίδα και βγήκαν οι χοχλιοί και οι αθρώποι πήγαν να τσι μαζώξουν. Και γιαντα τσι μαζώνουν θεία ; Ρώτησα. Για να τσι φάνε μου απήντησε. Δεν είδες τη κοφίνα τη μεγάλη που έχω βάλει κι εγώ μερικούς ; Με ρώτησε . Οϊ θεια . Ε αυριο θα στη δείξω. Μου είπε . Και γιαντα πρε θεία τσι βαλες στη κοφίνα ; Ξαναρώτησα . Για να τσι ταϊσουμε να καθαρίσουν να τσι φάμε . Είπε η θειά μου και συνέχισε . ΟΙ χοχλοί παιδί μου τρώνε οτι βρούνε και γιαυτό δεν πρέπει να τσι τρώμε οταν τσι πιάνουμε αλλά πρέπει να τσι ταϊσουμε αλεύρι να βγάλουν στα κακά τους αυτά που είχαν φάει. Πολλοί άθρωποι που τσι φάγανε έτσι χωρίς να καθαρίσουν οι χοχλιοί αρώστησαν και τσι πήγαν στο Νοσοκομείο. Και γιατί θεία τσι μαζώναν εδά τη σαρακοστή ; Ξαναρώτησα. Γιατί αυτή την εποχή είναι καλοί και παχοί οι χοχλοί και είναι και νηστήσιμο φαγητό. Και με τσι βροχούλες που ρίχνει ο θειός ξυπνούνε οι χοχλιοί και βγαίνουν απο τα καβούκια τους για να βρούνε φαγητό να φάνε. Και ποτε θειά θα με πάρεις κι εμένα να πάμε στσι χοχλιούς ρώτησα . Εμείς θα πάμε μέρα για να βλέπουμε γιατί εισαι μικιός να μη κτυπήσεις πουθενά. Μου είπε η θειά μου. Ενα πρωί λοιπόν που ξύπνησα και δεν είχαμε σχολείο με πήρε η θειά και πήγαμε στσι αγίους αναργύρους απο πάνω και μαζέψαμε ένα καλάθι χοχλιούς . Πρωί-πρωί είχε βρέξει
και βγήκαν οι χοχλιοί για βοσκή. Η χαρά μου ήταν μεγάλη και δεν με πολύνιζε που με τσιμπούσαν οι τσουκνίδες και τα αγκάθια. Αργότερα όταν έγινα μεγαλύτερος πήγαμε και νύχτα με τα φαναράκια και μαζεύαμε χοχλιούς. Ηταν ωραίο θέαμα οταν έβγαιναν οι χοχλιδολόοι τη νύχτα για χοχλιούς και γέμιζαν λίχνους και φαναράκια όλα τα βουνά γυρω-γύρω . Σαν πολυέλαιοι σε εκκλησία ήταν . Όταν μετά από χρόνια που είχα φύγει από το χωριό γύρισα με άδεια μια βδομάδα του λαζάρου και ενα βράδυ είχε βρέξει , βγήκα στη ταράτσα και κοίταζα τα βουνά για να δώ χοχλιδολόους αλλά ηταν ελάχιστοι . Ρώτησα τη Μάνα μου .Γιάντα μπρε Μάνα δε πάνε πλιό στσι χοχλιούς και δεν θωρώ στα βουνά φώτα από τσι χοχλιδολόους ; Η Μάνα μου είπε . Ντα δεν υπάρχουν μπλιό χοχλιοί με τα ψεκάματα που κάνουν. Και μετά εδά που δεν υπάρχουνε δραγάτες, δεν έχουν αφήσει τράφο να μην τονε χαλάσουν και μαζώνουν τσι χοχλιούς το καλοκαίρι και δεν υπάρχουν χοχλιοί να βγουν το χειμώνα να βοσκήσουν για να τσι μαζώξουν οι άθρωποι. Κρήμα !! είπα και ήταν ωραίο θέαμα και ωραίο φαϊ . Νά 'χαμε μια τηγανιά μπουμπουριστούς με αρισμαρή και ξύδι . Η Μάνα μου έβαλε τα γέλια και μου είπε . Ε αφού σ'αρέσουν τόσο πολύ θα βρώ μερικούς να σου κάνω μια τηγανιά.
Από τότε περάσανε πολλά χρόνια . Οι χοχλιδολόοι είναι μια παιδική ανάμνηση . Όποτε πάω όμως στο χωριό Σαρακοστή και ξωμείνω, το βράδυ βγαίνω και ξανοίγω στη Μάχα να δώ χοχλιδολόους ασυναίσθητα και τσι βλέπω με τη φαντασία μου να έχουν γεμίσει τη Μάχα μέχρι του μαρασκά και απέναντυ από τσι Βρύσες μέχρι τον κατσόματο, με τσι λίχνους και τα φαναράκια τους.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΠΟΚΡΕΣ

Τσι μεγάλες αποκρές κουζουλένουνται κι γρες. Ετσα έλεγε η συχωρεμένη θειά μου η Καδιανή. Τσι αποκρές τσι ζούσανε οι παλιοί Λιμνιότες. Οσο τος επέτρεπε η αυστηρότητα της εποχής και τα λιγοστά μέσα που είχαν στη διάθεση τους. Θυμάμαι που ετοιμαζόμαστε απο εβδομάδες πριν. Περισσότερο ψυχολογικά παρα ενδυμασιακά, αφού βάζαμε οτι βρήσκαμε προχειρο. Κανένα φουστάνι τση Μάνας μας ή τση θειάς μας ή κρητικές ενδυμασίες με βράκες και γιλέκα ή ρασίδι των μπαρμπάδων μας. Το πιο απλό ήταν ενα σεντόνι που μας κάλυπτε από πάνω μέχρι κάτω. Κάποτε λένε ο Σουβλάς Μανόλης ντύθηκε αράπης!! Πήρε ενα μαυροτσούκαλο από κάποια παραστιά και μουτζούρωσε όλο του το σώμα . Μερικοί ήπαν οτι δεν φορούσε καθόλου ρούχα !!  Λόγω της νύχτας και του χαμηλού φωτισμού που είχαν τοτε τα σπίτια, να υπέθεσαν οτι δεν φορούσε. Άλλωστε οι απόκριες πέφτουν τις περισσότερες φορές χειμώνα καιρό και είναι δύσκολο να κυκλοφορείς γυμνός χωρίς ρούχα. Το πιθανότερο οτι είχε μουτζουρωσει και τα ρούχα του ή φορούσε μαυρα ρούχα και μαυρες μακρές γυναικίες κάλτσες. Κάποιες απόκριες είχαμε μαζευτεί ολα τα ξαδέρφια από το σόϊ του Πατέρα μου και μερικοί άλλοι συνομήλικοι και λίγο μικρότεροί μου και αφού ντυθήκαμε μασκαράδες βγήκαμε στη βόλτα. Πάντοτε πηγαίναμε σε συγγενικά σπίτια. Τότε δεν είχαμε το θάρος ή την εμπιστοσύνη να μπούμε σε άλλα σπίτια γιατί φοβόμαστε μη μας δείρουνε κιόλλας. Ηταν Σάββατο και οπως γράφω και σε κάποια άλλη ιστορία ο Γιώργης ο Κουνενός ήταν στο τσακάρικο του στα κάτω καφενεία και τελείωνε κάποια παπούτσα όταν σταματήσαμε όξω από το μαγαζί του και κουβεδιάζαμε από πιο σοκάκι να πάμε. Πότε μας πέταξε το γερμανικό κρανος με την αθράκι που είχε μισοσβήσει στον αέρα κιαυτό έσκασε σα μπόμπα στο καντερίμι και γεμισε ο κόσμος στάχτες και σπίθες και εμείς απου φύγει -φύγει από το φόβο μας, γίναμε λούηδες !! Εγαναχτύσαμε να ξαναβρεθούμε στον Αγιο Δημήτρη απόξω γιατι ο καθένας πηρε οπιο σοκάκι τούρθε βολικό στο ζόρε του απάνω. Τότε κινητά δεν υπήρχαν ουτε καν στο μυαλό μας. Η φαντασία μας ήταν περιορισμένη και δεν έφτανε ως εκεί !! Πολύ πιο μικρός στις πρώτες τάξεις του Δηματικού θυμάμαι που την τελευταία Κυριακή έκαναν πανηγύρι στο χωριό .Οι νεαροί της εποχής ντυνόταν μασκαράδες έφτιαχναν και μια καμήλα με τρία ατομα που ο ένας έκανε το κεφάλι της καμήλας και οι αλλοι δύο τις καμπούρες της .Της έβαζαν μια πατανία και γυρνούσαν στο χωριό και τους κερνούσαν οι χωριανοί κρασί και μεζέδες. Μετά μαζευόντουσαν στο περίβολο της Αγίας Τριάδας (στην παλιά εκκλησία ) που είχε αρκετό χώρο
και το έστηναν στο χορό  και τσι μαντινάδες. Ετσα περνούσαν οι παλιοί Λιμνιώτες τσι αποκρές .

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ο βαρύς χειμώνας κι ο ποθαμένος που σκώθηκε ορθώς από τη κάσα του.

Λενε οτι οι καιροί έχουν αλάξει και οτι δεν κάνει μπλιό βαρείς χειμώνες όπως έκανε παλιά, μα ο φετεινός χειμώνας μας επανέφερε στη μνήμη παλιούς βαρείς χειμώνες. Ετσα κρυγιάδα εχω καιρό να θυμιθώ. Προθές εκατεβαίναμε με τον γαμπρό μου από το ακρωτήρι των χανίων στα χανιά και το θερμόμετρο στο αυτοκίνητο έδιχνε 2 βαθμοί κελσίου. Και στο χωριό κάνει ψοφόκρυο το χειμώνα. Ειδικά το πρωί με τα απόγια μπορεί να κατεύει το θερμόμετρο και στο μηδέν. Θυμάμαι όταν πήγαινα στο δημοτικό, πολλά πρωινά το νερό στσι λακουβίτσες ειχε κρυσταλώσει. Μάλιστα θυμάμαι ενα χειμώνα που έβρεχε τρείς βδομάδες συνέχεια και είχε πλημυρίσει ο ποταμός. Απο το συνεταιρικό ελαιοτρυβείο μέχρι την νοτική καμάρα, ο δρόμος με τον ποταμό ήταν ενα πράμμα. Το μισό αεροδρόμιο ήταν σκεπασμένο από τα νερά. Για όσους δεν ξέρουν, την κατοχή οι ιταλοί είχαν φτιάξει αεροδρόμιο από το κάτω σχολειό μεχρι  του νεκροταφείου τη καμάρα και έτσι έμεινε ή ονομασία της περιοχής αυτής αεροδρόμιο. Πιο παλιά το λέγανε στα αλώνια, γιατί ήταν γεματο από αλώνια που αλώνευαν οι Λιμνιώτες τα σπαρτά τους. Ετυχε λοιπόν να πεθάνει από συγκοπή (έτσι λέγανε τότε) ο Δινερομανώλης στο καφενείο του στα κάτω καφενεία. Επειδή έβρεχε και από τη βορνή καμάρα δεν μπορούσαν να περάσουν, αποφάσησαν να τον πάνε στο νεκροταφείο από την στενή στράτα που ήταν πιο βατός δρόμος. Η στενή στράτα ήταν ενας γαϊδουρόδρομος - άλλωστε τότε υπήρχαν ελάχιστα αυτοκίνητα-που ξεκινούσε από την Παναγία την Ευαγγελίστρια και τελείωνε στου βορά στο δρόμο που ανέβαινε στους νοτικούς μύλους .Και εκεί όμως σε ορισμένα σημεία το νερό είχε καλύψει το δρόμο. Ετσι οι αθρώποι που κρατούσαν τη κάσα επήγαιναν από τα χωράφια για να μη κολυμπήσουν στα νερά. Τα χωράφια ομως εκεί ήταν γεμάτα πέτρες και κάποιος από τους τέσσερεις που την κρατούσαν παραπάτησε και ο πεθαμένος έφυγε από την κάσα και στάθηκε ολόρθος στο χωράφι !! Τότε βέβαια τους πεθαμένους τους σαβανώνανε και δεν μπορούσαν να λυγήσουν γιατι το σάβανο ήταν μονοκόματο. Για μερικά δευτερόλεπτα οι αθρώποι που συνόδευαν τον νεκρό τα' χασαν. Γρήγορα όμως συνήλθαν και ξανάβαλαν το νεκρό στη κάσα και τον πήγαν και τον έθαψαν στο νεκροταφείο. Εμεινε όμως η ιστορία οτι ο Δινερομανώλης εσκώθηκε από την κάσα και στάθηκε ορθώς γιατί δεν του άρεσε που τον πήγαιναν από τα χωράφια στο νεκροταφείο.