Σάββατο 14 Απριλίου 2012

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΑ ΠΑΣΧΑ ΣΤΣΙ ΛΙΜΝΕΣ

                                             H Αγία Μαρίνα και το καμπαναριό της

Μόλις έχω γυρίσει από την εκκλησία στη πάνω Σούδα που με πήγε η κόρη μου η Μαριάννα για να ακούσω το χριστός ανέστη και να δω το κάψιμο του Ιούδα μαζί με πολλά άλλα, όπως πυροτεχνήματα-βεγγαλικά  και φαναράκια που ανέβαιναν στον ουρανό. Θυμήθηκα λοιπόν δυο Πάσχα των παιδικών μου χρόνων στις Λίμνες που έχουν μείνει στο μυαλό μου . Το πρώτο Πάσχα ήταν όταν ήμουν 11 χρονών και είχα παρακαλέσει τον καντηλανάφτη να παίξω την καμπάνα  όταν ο παπάς θα έλεγε το Χριστός Ανέστη. Ο καντηλανάφτης μου μου έκανε το χατήρι και εγώ εφοδιασμένος με τρακατρούκες ένα αυγό και ένα τσουρέκι βγήκα στο καμπαναριό και περίμενα να βγει ο παπάς έξω για να πει το Χριστός ανέστη. Όταν το είπε άρχισα να παίζω την καμπάνα και δεν εσταμάτησα παρά μόνο όταν ήρθε ο καντηλανάφτης και μου φώναξε . <<Φτάνει πλιό μωρέ κοπέλι.>>. Μετά έκατσα και έφαγα το αυγό και το τσουρέκι και ξάνοιγα απέναντι στσι Βρύσες που βγαίναν οι αθρώποι από την εκκλησία και είχαν αναμμένα τα κεριά τους . Τότε βέβαια ΔΕΗ δεν υπήρχε ούτε και φώτα στσι δρόμους. Μετά με πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκα στο καμπαναριό. Η Μάνα μου πήγε σπίτι αλλά δε με βρήκε και ξαναγύρισε στη εκκλησία. Ο παπάς έφευγε και ο καντηλανάφτης εσκούπιζε την εκκλησία και ετοιμαζόταν να φύγει κι αυτός. Ρώτησε η Μάνα μου τον καντηλανάφτης αν με είχε δει κι αυτός της είπε ότι έπαιζα την καμπάνα στο Χριστός ανέστη. Ανέβηκε λοιπόν στο καμπαναριό και με ξύπνησε . <ξύπνα μωρέ κοπέλι γιατί σε γυρεύει η Μάνα σου, να πας στο σπίτι να κοιμηθείς, γιατι επαέ δα ξυλιάσεις κακομοίρη μου> Ετσά εξύπνησα και άκουσα την κατσάδα από τη Μάνα μου, που φοβόταν πιο πολύ μην κρυώσω εκιά στο καμπαναρίο ψηλά που ήμουν. Με πήρε από τη χέρα και πήγαμε σπίτι να κοιμηθώ σαν τον άθρωπο. Οπως έλεγε η συχωρεμένη Μάνα μου. 
             Το δεύτερο Πάσχα ήταν όταν αποφάσισα να φτιάξω ένα Ιούδα και να τον κάψω την Ανάσταση. Πήγαινα Γυμνάσιο Τετάρτη τάξη στη Νεάπολη. Βρήκα ένα παλιό παντελόνι και ένα σακάκι κι έβαλα τη Μάνα μου και έραψε τις ποδαρές και τα μανίκια και το σακάκι μαζί με το παντελόνι. Μετά το γέμισα ξερά χόρτα. Βρήκα και ένα μεγάλο τσούκο (φλασκί) τον ζωγράφισα και τον έβαλα για κεφάλι. Έβαλα ένα δοκάρι και κρέμασα μια θελιά την πέρασα στον τσούκο αλλά έδεσα και το σακάκι στη θελιά για να μη φύγει ο τσούκος και πέσει χάμε  το υπόλοιπο σώμα του Ιούδα και τον κρέμασα δίπλα στη εξώπορτα της Αγιάς Μαρίνας. Μάζεψα κλαδιά και χόρτα και όταν ο παπάς έξαλλε το χριστός ανέστη του έβαλα φωτιά .Από τότε άρχισαν να καίνε τον Ιούδα στο χωριό. Δεν ξέρω αν ακόμα τον καίνε. Έχω χρόνια να τύχω ανάσταση στσι Λίμνες.
          Χριστός Ανέστη απανταχού Λιμνιώτες .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου