Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΑΣ

Με την ιστορια που έγραψα χθές θυμήθηκα μια αλλη ιστορία που έγινε ενα χρόνο πριν.Ήταν Σεπτέμβρης του 1960. Ο ξάδερφός μου ο Κοκολομιχάλης ήταν στου πεθερού του με την γυναίκα του την Ελένη στους οξω ποτάμους. Στα χωριά αυτά είχαν πανηγύρι οι οξω ποτάμοι του Σταυρού και οι μέσα ποτάμοι του Νικήτα. Την παραμονή του Σταυρού το πρωί περασε ο ξάδερφός μου ο Δημήτρης από το σπίτι μας και είπε της Μάνας μου να με πάρει να πάμε στους ποτάμους στα πανηγύρια όπου θα έπαιζαν τα όργανα με τον άδερφό του τον Κοκολομιχάλη και τον Μανώλη του Κωσταντάκη. Ετσι πήγαμε στους όξω ποτάμους στο πατρικό της Ελένης της γυναίκας του Κοκολομιχάλη και το απόγευμα στη πλατεία του χωριού αρχίσαμε να παίζουμε τα όργανα. Γύρω στις 3 την νύχτα σταματήσαμε και πήγαμε για ύπνο. Ο ξάδερφός μου ο Δημήτρης πήγε στου πεθερού του στους μέσα ποτάμους και έμεινε εκεί. Το απόγευμα θα πηγαίναμε και εμείς για να παίζουμε τα όργανα στο άλλο πανηγύρι του Αγίου Νικήτα. Ξεκινήσαμε με τα πόδια και πήγαμε στο άλλο χωριό. Αφού πάιξαμε και εκεί μεχρι τα μεσάνυχτα, άρχισε να βρέχει και σταματήσαμε τα όργανα. Ο κόσμος έφυγε και αφού εκοψε η βροχή ξεκινήσαμε με τα πόδια να πάμε στους όξω ποτάμους να κοιμηθούμε στο σπίτι του "Δεσπότη" που μας περίμενε η ξαδέρφη η Ελένη.(Δεσπότης ήταν το παρατσούκλι του πεθερού του Κοκολομιχάλη γιατί κάποτε είχε ντυθεί με ράσα και παρίστανε το Δεσπότη που περίμεναν οι χωριανοί του. Σχετικα αναφέρω σε μια άλλη ιστορία). Δεν ήταν μακρυά το ένα χωριό από το άλλο, αλλά αρχισε πάλι το ψιλόβροχο και μέχρι να πάμε στο σπίτι του "Δεσπότη" είχαμε γίνει μούσκεμα. Η Ελένη μας στέγνωσε τα ρούχα στη παραστιά και εμείς κουκουλοθήκαμε στο κρεβάτι να ζεσταθούμε. Παρόλο που ήταν ακόμα Σεπτέβρης έκανε κρύο στους ποτάμους. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο αδερφός της Ελένης με το ταξί του και μας πήρε. Εμένα και τον Μανώλη του Κωσταντάκη μας άφησε στου Κουτουρατζή το Χάνι και οι υπόλοιποι, ο Κοκολομιχάλης με την Ελένη και τον αδερφό της πήγαν στον Αγιο Νικόλαο. Ειχα ζαλιστεί με το ταξί γιατί ο δρόμος από τους ποτάμους ήταν όλο στροφές και με το ξενύχτη και το κρασί είχε γινει το στομάχι μου μπουρλότο. Αλλά και ο Μανώλης δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Στη καμάρα που χωρίζει ο δρόμος για το χουμεριάκο κάτσαμε στο μπετένι της και βγάλαμε οτι είχε μέσα το στομάχι μας στο ποταμό. Αφου ξαλαφρώσαμε ξεκινήσαμε κρατώντας ο ενας τον άλλο για να μη πέσουμε και σιγά σιγά φτάσαμε στο χωριό. Ο Μανώλης με πήγε μέχρι τη πόρτα του σπιτιού μας και φώναξε τη Μάνα μου. Θειά Δοξανιά σούφερα τον Δικαιοκράτη, στρώσε του να κοιμηθεί γιατί ήμαστε ξενύχτηδες και ταλαιπωριμένοι. Η Μάνα μου ευχαρίστησε τον Μανώλη και με έβαλε να κοιμηθώ. Ηταν Παρασκευή και ξύπνησα την Κυριακή από τον πόνο που ένιωθα στο στομάχι από την πείνα. Χόρτασα ύπνο για τα καλά. Οταν μου είπε ο γείτονας ο Στελιανός του Λεμπίδη που ήρθε να με δει οτι ήταν Κυριακή δεν πίστευα στα αφτιά μου. Σκώσου μωρε τεμπέλη που μου κοιμάσε τρεις μέρες να πα να παίξουμε μπάλα στο κάτω σχολειό. Εγώ πεινώ του λέω. Ε φάε πράμα μα μη φας πολύ για να μπορεί να παίξεις μου είπε και περίμενε να φύγουμε μαζί. Ημουνα τότε 16 χρονών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου