Ανοιξα τα ματια μου και παρατηρουσα το ταβανι που στις ταβλες του να νερα του ξυλου και οι ροζοι εφτιαχαν διαφορες παραστασεις και μορφες, προσπαθοντας να βρω με τι ακριβως μοιαζουν. Μια φωνη διεκοψε τις σκεψεις μου. Σηκω τεμπελακο μεσημεριασε. Αντε να πας στις θειες σου το πεσκεσι να σου κανουν την καλη χερα. Ηταν η φωνη της Μανα μου. Κοιταξα απο το ανοιχτο παραθυρο τον ουρανο. Ειχε λιακαδα πραμα σπανιο για χειμωνα. Η Μανα μου με ειδε που κοιταζα και ειπε εχει καλη μερα αλλα θα βαλεις ρουχα γιατι κανει κρυο . Σηκωθηκα ντυθηκα και εκατσα στο τραπεζι για να πιω το ζεστο γαλα,που μου ειχε ετοιμασει(ειχε και τοτε ΝΟΥΝΟΥ αλλα αλλο πραμα γνησιο αγγελαδινο με παχια τσιπα οταν εβραζε) με λιγο παξημαδενιο ντακο. Τοτε δεν υπηρχαν κρουασαν η κεϊκ!! Το πρωινο ηταν λιτο - οπου υπηρχε - . Η μανα μου ετοιμασε ενα πιατο με καλιτσουνια μελομακαρονα και κουραμπιεδες και μου ειπε αυτα θα τα πας στη θεια Αριστεα, που ειναι πιο μακρυα και μετα θα γυρισεις να σου δωσω να πας στις αλλες θειες σου. Εβαλε το πιατο σε μια πετσετα και το εδεσε κομπο για να μη μου πεσουν αυτα που ηταν μεσα και αφου εβαλα το χοντρο σακακι μου που μου εφτανε στα γονατα πηρα το δρομο για τη θεια Αριστεα (αδερφη του Πατερα μου). Στο σοκακι των ψιμαρνιδων συναντησα κιαλλα κοπελια που κρατουσαν κιαυτα πετσετες με πιατα και τα πηγαιναν σε συγγενεις να τους κανουν τη καλη χερα (να τα χαρτιλικωσουν δηλαδη για να παει καλα η χρονια). Προσεχα τη πετσετα με το πιατο μην μου πεσει και εχουμε ατυχηματα και συνεπειες και εφτασα στα περα καφενεια . Ο Καλιωρομανωλης με πειραξε περνοντας μπροστα απο το καφενειο του. Ηντα κρατας στο πιατο μωρε κοπελι,φερε να το φαμε. Αστο κοπελι ησυχο.τον αποπηρε ο μπαρμπας μου ο Χριστοφορος που επαιζε ταυλη με τον Ντενεκε το δασκαλο. Συνεχισα το δρομο μου για το σπιτι της θειας Αριστεας. Τα καφενεια ηταν γεματα αθρωπους. Τοσους πολλους μονο στις μεγαλες γιορτες εβλεπες.Βοηθουσε κιο καιρος που ηταν καλος και οι αθρωποι βγηκαν εξω να απολαυσουν τη λιακαδα. Στου Χαριλαου στου Χριστινη ακομα και στου γειτονα του Λεμπιδη ειχε αρκετο κοσμο. Μια φωνη με φωναξε μετο ονομα μου . Γυρισα και κοιταξα απο το μερος που ερχοταν η φωνη .Στη πλακωσα του καφενειου του Λεμπιδογιωργη καθοταν ο Πατερας μου με τους μπαρμπαδες μου τον Κοκολομανωλη τον Δρακιωτογιαννη και τον Κυπαρισση (Λεμπιδογιωργη τον αδρα της θειας Αριστεας) και πινανε καφε. Για που τοβαλες με πεσκεσι μου λεει ο μπαρμπας ο κυπαρισσης, που καταλαβε οτι το <πεσκεσι> ηταν για το σπιτι του. Παω στη θεια να το δωσω,του απαντησα . Ε τοτε κατσε να σε κερασω μια βανιλια και μετα παμε μαζι μου ειπε. Μετα θα ερθεις κιαπο το σπιτι ειπε ο μπαρπας ο Δρακιωτογιαννης . Και φυσικα κιαπο το δικο μου αντετινε ο μπαρμπας Κοκολομανωλης. Ετσι γινοταν την Πρωτοχρονια εκεινα τα χρονια. Πηγαινες το πιατο στα σπιτια των μπαρπαδων και σου εκαναν την <καλη χερα>. Δηλαδη σου εδειναν χρηματα, μη φανταστητε πολλα μια δυο δραχμες αντε οι πιο πλουσιοι (σπανιο ειδος τοτε) κανετα ταληρο. Αφου εφαγα τη βανιλια και ηπια και το νερο, φυγαμε παρεα με το μπαρμπα για το σπιτι του. Η θεια Αριστεα με περιμενε στη αυλη του σπιτιου και με καλωσορισε πηρε το πιατο το αδειασε και μου το ξαναγεμισε με δικα της καλουδια . Ο μπαρμπας εβαλε το χερι του στη τσεπη του γιλεκου του και μου εδωσε ενα δυφραγκο. Χρονια Πολλα μου λεει και του χρονου. Κατσε να σε δω λιγακι μου ειπε η θεια . Δεν μπορω να κατσω πολυ θεια της ειπα. Επρεπε να βιαστω γιατι ειχα πολλους μπαρμπαδες και θειες να παω !! Ετσι περνουσε η Πρωτοχρονια τα χρονια εκεινα. Πηγαιναμε τα πιατα γεματα τα περναμε γεματα και επιπλεον μας χαρτσιλικοναν με δραχμες και δυφραγγα. Μας εκαναν τη <καλη χερα>. Χρονια Πολλα με υγεια και καλη χρονια να εχουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου