Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019
ΤΟ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Ήταν Απρίλης του 1958. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά στο χωριό και οι αυλές των σπιτιών είχαν πάρει μια γιορταστική πολύχρωμη όψη από τις ανθισμένες γλάστρες και τα παρτέρια που στόλιζαν τις γωνιές τους με πολλών λογιών λουλούδια. Οι μυρωδιές τους γέμιζαν τον αέρα και έκαναν τους ρομαντικούς να ονειρεύονται και τους αλλεργικούς να φταρνίζονται. Αψού...αψού έκανε ο γείτονας ο Καραβέλας, που ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Ο γείτονας του ο Κουτουρατζής ο τελάλης του χωριού μας, τον άκουσε βγαίνοντας από την αυλή του σπιτιού του, με ένα γαρύφαλλο στ' αφτί του (αυτός ανήκε στη πρώτη κατηγορία) και του φώναξε. Με τσι γιες σου γείτονα. Ευχαριστώ γείτονα απάντησε ο Καραβέλας και συνεχίζοντας του είπε .Εσένα βλέπω δε σε πειράζουν οι μυρωδιές και μούβαλες και στ' αφτί σου γαρύφαλλο!! Η ντα να τον πειράζουν γείτονα, αυτός έχει συνηθίσει τα λουλούδια!! Γαρύφαλλο στ' αφτί, στην αυλή του και γαριφαλιά στο κρεβάτι του!!(Γαρεφαλιά έλεγαν τη γυναίκα του). Αποκρίθηκε ο γείτονας ο Φραγγιάς που μόλις είχε βγει από το σπίτι του. Δίκιο έχεις γείτονα δε το σκέφτηκα απάντησε ο Καραβέλας και όλοι μαζί γελώντας τράβηξαν για τα κάτω καφενεία να ποιούν το καφέ τους. Εγώ αφού έκατσα και άκουσα όλη την κουβέντα τους, έφυγα τρέχοντας για να βρω τη παρέα να παίξουμε κανένα παιγνίδι. Περνώντας έξω από το σπίτι του Μπάρμπα Μανώλη του Γιωργαντέ είδα τη θειά τη Μαρία τη γυναίκα του στη πόρτα να μουρμουρίζει στεναχωρημένη. Ηντά παθες θειά ,τη ρώτησα σταματώντας το τρέξιμο. Ασε μωρέ ανήψιο και είμαι να σκάσω με τον πατέρα μου. Μου είπε η θειά. Γιάντα μπρε θειά ; τι ξαναρώτησα. Ο πατέρας μου έκατσε μια ολιά στη αυλή και εδά μου ΄λέει ότι τον ματιάσανε και πονεί η κεφαλή του και κάθεται μέσα και δεν θέλει να πορίσει όξω. Μη στενοχωριέσαι θειά κι εγώ θα στον κάνω περδίκι της λέω. Ε μη μου πεις ότι κατέεις να ξεματιάζεις. Ξεθάρεξε η θειά. Και βέβαια κατέχω απαντώ εγώ και μπαίνοντας στη κουζίνα βλέπω το μπάρμπα Κυριάκο να βαστά τη κεφαλή του καθισμένο σε μια καρέκλα. Γειά σου μπάρμπα Κυριάκο. Ηντα χεις και βαστάς τη κεφαλή σου ;Τον ρωτώ. Μωρ' ανήψο έκατσα μια ολια στη αυλή και φαίνεται κια ης πέρασε και με μάτιασε και μ' έχει κουζουλάνει η κεφαλή μου από το πόνο. Απάντησε ο μπάρμπας. Μη στεναχωριέσαι μπάρμπα μα γω δα σε ξεμιατιάσω. Του είπα. Και που κατέεις εσύ να ξεματιάζεις, με ρώτησε με δυσπιστία. Μ' εμαθε η θειά μου η Μαρία του απάντησα, σίγουρος ότι ήξερε ότι η θειά μου εξεμάτιαζε. Ε καλά τότε κάμε τη δουλειά σου, είπε και περίμενε να δεί τι θα κάμω. Είπα στη θειά να μου δώσει ένα μαστραπά με λίγο νερό και λίγο αλάτι. Έριξα το αλάτι μέσα στο μαστραπά και το ανακάτεψα και πλησίασα το μπάρμπα Κυριάκο και άρχισα να μουρμουρίζω σιγανά τόσο που να μη μπορεί ν' ακούσει τι λέω. Φυσικά και δεν ήξερα να ξεματιάζω !! Αλλά σκεπτόμενος ότι ο μπάρμπας ήταν σίγουρος ότι εγώ ήξερα, θα γινόταν καλά νομίζοντας ότι τον ξεμάτιασα !! Στο τέλος του είπα να πχεί τέσσερεις φορές σταυρωτά μια γουλιά νερό από το μαστραπά, του είπα με τις υγείες σου και περίμενα να δώ το αποτέλεσμα του ξεματιάσματός. Σε δυο τρία λεπτά ο μπάρμπα Κυριάκος σηκώθηκε και μου λέει. Σ' ευχαριστώ μωρέ ανήψο να σαι καλά που με ξεμάτιασες και μού φυγε ο κεφαλόπονος. Μετά απευθυνόμενος στη κόρη του είπε. Κέρασε πράμα το κοπέλι που μ' έκανε καλά. Μετά πήγα και βρήκα τη παρέα και παίζαμε μέχρι που μεσημέριασε και άρχισα να πεινάω. Έτσι γύρισα σπίτι όπου η Μάνα μου με ρώτησε. Ηντά κανες του μπάρμπα του Κυριάκο και πέρασε και μουκανε ευχαριστίες ότι τον έκανες καλά. Πράμα δεν έκανα μπρε Μα. Απλώς ο Μπάρμπας νόμιζε ότι τον ματιάσανε και εγώ του έβαλα την ιδέα ότι τον ξεμάτιασα !!!Η Μάνα μου έβαλε τα γέλια και μου είπε καλά έκανες. Αυτή την ιστορία την θυμήθηκα όταν είδα τη φωτογραφία του μπάρμπα Κυριάκου που είχε βάλει ο εγγονός του και φίλος μου Κωστής Ζαχαρενάκης σε μια ανάρτησή του, τη οποία παραθέτω εδώ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου