Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ


Ήταν μια ζεστή Αυγουστιάτικη νύχτα που δεν φύσαγε καθόλου αέρας και η ζέστη της ημέρας από τη νοτιά δεν έλεγε να περάσει. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις πρώτες νύχτες του Αυγούστου που τα μελτέμια δρόσιζαν τις νύχτες και σε έκαναν να ψάχνεις σεντόνι να σκεπαστείς. Ακόμα και η πικέ καλοκαιρινή κουβέρτα ήταν καλοδεχούμενη. Κοίταξα δίπλα μου στο κρεβάτι. Η γυναίκα μου κοιμόταν του καλού καιρού, ψιλορουχαλίζοντας ξεσκέπαστη. Πως μπορεί και κοιμάται με τέτοια ζέστη; Αναρωτήθηκα. Γύρισα από την άλλη μεριά μπας και με πάρει ο ύπνος και έκλεισα τα μάτια μου. Μπά!!Μάταιος κόπος. Αισθανόμουν τον υδρώτα να τρέχει πίσω από το αφτί μου. Δεν θυμάμαι πως βρέθηκα να κατεβαίνω τη σκάλα από τα υπνοδωμάτια και να πηγαίνω στη κουζίνα. Ήπια λίγο κρύο νερό από το ψυγείο για να δροσιστώ, αλλά δεν έκανε και πολλά πράμματα για να μετριάσει τη ζέστη που αισθανόμουν. Σκέφτηκα ότι έξω στην αυλή θα ήταν καλύτερα. Γύρισα έβαλα το κοντό παντελόνι και βγήκα στη αυλή. Ασυναίσθητα έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη του παντελονιού μου και κοίταξα την ώρα. Το ρολόϊ έδειχνε μια και δέκα μετά τα μεσάνυχτα. Κοίταξα τον ουρανό. Το φεγγάρι ηταν ολόγεμο σαν ένα μεγάλο ταξί και έφεγγε όλη την αυλή. Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια της συχωρεμένης της Μάνας μου. Του Αυγούστου το φεγγάρι παρά ήλιο μέρα κάνει. Η φασαρία από τις ταβέρνες του χωριού είχε σταματήσει. Μπορεί το χωριό να έχει ξεμείνει από κατοίκους (κυρίως τον χειμώνα )αλλά από ταβέρνες έχουμε να φάνε και οι ...κότες. Τράβηξα τον μάνταλο άνοιξα την αυλόπορτα και βγήκα στο δρόμο. Κοίταξα προς τα κάτω καφενεία (πρώην καφενεία), τώρα άδεια σκοτεινά και αραχνιασμένα, μετά και το κλείσιμο του καφενείου του Καλιωράκη που μεταφέρθηκε στην ....προκυμαία μαζί με τα άλλα !!! Άνθρωπος δεν φαινόταν πουθενά. Στο σπίτι του ανηψιού μου απέναντι από το σπίτι μου, επικρατούσε ησυχία. Σκέφτηκα τον γιό του το Μανόλη που όλη τη μέρα χαλούσε το κόσμο από τη φασαρία που έκαναν με τον αδερφό του και χαμογέλασα. Α ρε Μανολιό ευτυχώς που υπάρχει και η νύχτα και ησυχάζεις εσύ και μπορούμε να κοιμηθούμε και μείς, μόνο που απόψε με την ζέστη δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είπα σιγανά. Γύρισα και κοίταξα προς τη μερία του Κατσούλη το πηγάδι. Σα να μου φάνηκε οτι είδα κάτι να έρχεται. Προχώρησα προς το σταυροδρόμι και σταμάτησα στου Κοκογιάννη το σπίτι στο στύλο τσι Δεής και περίμενα να δώ ποιός ήταν αυτός που ερχόταν. Όταν πλησίασε αρκετά διέκρινα ένα γέρο που καθόταν πάνω σε ένα γέρικο γάϊδαρο που με το ζόρι έσερνε τα πόδια του. Με παραξένεψε γιατί φορούσε κρητικές βράκες και γελέκο και στους γειρτούς ώμους του είχε ρίξει ένα ρασίδι με την κουκούλα κατεβασμένη στο πρόσωπο του που δεν μπορούσα να δώ καλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Πως μπορεί και φορεί ρασίδι με τέτοια ζέστη, αναρωτήθηκα. Σταμάτησε τον γάϊδαρο του δυο βήματα από μένα και με ρώτησε. Ετουλόγου σου είσαι ο ..... και είπε τ'όνομα μου. Ναι Μπάρμπα. Του απάντησα. Εγώ είμαι. Έχω μια παραγγελία για σένα είπε. Ήντα παραγγελιά τον ρώτησα. Ακου καλά, μου λέει και μη ρωτάς πολλά. Απόψε θα έρθει ένας συγγενής σου με ένα καϊκι στη κολοκύθα εκιά που είχατε τσι αμυγδαλιές μια φορά, στην ανατολική πλευρά. Θα πάς να τον πάρεις και να τον φέρεις στο χωριό, κι ότι σου πεί θα κάνεις. Αλλά πρέπει να είσαι εκεί στις τρείς ακριβώς. Αν δεν πας στην ώρα σου το καϊκι θα φύγει. Γύρισε το γάϊδαρο του και έφυγε από εκεί που ήρθε, χωρίς να πεί άλλη λέξη. Καθόμουν αποσβολομμένος από αυτά που μου είπε και τον κοίταζα που απομακρυνόταν, με ανοικτό το στόμα χωρίς να μπορώ να πώ ούτε μια λέξη. Έκατσα αρκετή ώρα με το βλέμμα στραμμένο στη μεριά που εξαφανίστηκε ο παράξενος αυτός γέρος και στα αφτιά μου βόύιζαν τα λόγια του. Όταν συνήλθα κάποια στιγμή, σκέφτηκα ότι δεν περίμενα κανένα συγγενή να έρθει και μάλιστα με καϊκι. Και γιατί δεν μπάει στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου, σκέφτηκα. Αααααα σκέφτηκα με δούλεψε ο γέρος ή είναι τρελός. Θα ήταν κανένας γέρος από τα μετόχια που του είχει λασκάρει η βίδα, ξανασκέφτηκα. Γύρισα και μπήκα στην αυλή του σπιτιού μου και έκλεισα την αυλόπορτα. Πήρα μια καρέκλα από την κουζίνα και έκατσα έξω στην αυλή. Έβαλα το χέρι μου στο παντελόνι και ξανακοίταξα την ώρα στο κινητό μου. Η ώρα είχε πάει μιά και μισή. Α ρε μπούρδες πάω να κοιμηθώ, είπα στον εαυτό μου φωνακτά. Σηκώθηκα για να πάω στο κρεβάτι μου αλλά τα λόγια του γέρου στριφογύριζαν στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να τα ξεχάσω. (η συνέχεια προσεχώς)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου