Οι άνθρωποι του χωριού εκείνα τα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας ήταν πολύ θρήσκοι. Κάθε Κυριακή η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Όταν πάθαιναν κάτι, πάλι στούς Αγίους πρόστρεχαν για να βρούν βοήθεια. Έτσι "ταζόταν" να κάνουν διάφορα "τασήματα" όπως λαμπάδες, ασημένια ή χρυσά αφιερώματα, ακόμα να πάνε με τα πόδια μέχρι την εκκλησία του Αγίου. Πολλές φορές και ξυπόλητοι.
Τον δεκαπενταύγουστο συνήθως εκπληρώνανε τα " τασήματα " τους προς την Παναγία. Το πιό συνηθισμένο ήταν να πάνε με τα πόδια στη Παναγία τη Φανερωμένη. Πρέπει να ήμουν δώδεκα χρονών όταν η θειά μου η Καδιανή με πήγε στο Μοναστήρι της Παναγίας, που κάποιος με είχε τάξει να πάω. Μάλλον η Μάνα μου, αλλά λόγω της δουλειάς της δεν μπορούσε να με πάει αυτή. Φύγαμε πολύ πρωί γιατί ο δρόμος ήταν πολύς και τα γαϊδούρια δεν ήταν αυτοκίνητα. Πήγαιναν με το πάσο τους. Μέχρι τον αλμυρό περπατούσα και δεν μ'ένοιαζε γιατί η πρωινή δροσούλα βοηθούσε στο περπάτημα. Όμως το ανηφοράκι μετά από εκεί μέχρι το Ίστρος ηταν ζόρικο για πιτσιρικά όπως εγώ και νηστικός όπως ήμουν για να μεταλάβω με έπιασε το στομάχι μου. Απέναντι από το αγροκήπιο στο Καλό χωριό ήταν ένα καφενείο ανοικτό και η θειά μου είπε στον καφετζή να μου κάνει ένα καφέ γιατί με έπιασε το στομάχι έτσι νηστικός που ήμουν. Ο καφετζής μου έφτιαξε τον καφέ και τον ήπια και συνήλθα κάπως. Αφού ξεκουράστηκα λιγάκι συνεχίσαμε τον δρόμο για το μοναστήρι της Παναγίας. αφήσαμε τον αμαξωτό και μπήκαμε σε ένα γαϊδουρόδρομο με σκαλοπάτια κατηφοριές και τελικά μετά από μια ανηφόρα φτάσαμε στο Μοναστήρι. Εκεί βρήκαμε και άλλους χωριανούς που είχαν έρθει από την προηγουμένη μέρα. Βρήκα και παρέα τα ξαδέρφια μου που ήταν εκεί τον Χαρίλαο, τον Σταύρο και τον Γιώργη. Πρέπει να ήταν και ο μικρός ο Βαγγέλης, αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν πάντως θυμάμαι ότι ήταν εκεί η Μάνα τους και η Γιαγιά τους η Σταρομανώλενα. Αφού μεταλάβαμε οι καλογέροι μας έκαναν τραπέζι μετά την εκκλησία και αφού φάγαμε, ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στο χωριό. Εντύπωση μου είχαν κάνει τα πολλά σκαλοπάτια πριν το Μοναστήρι. Επίσης ότι στο τραπέζι ήταν πολλοί κυνηγοί που είχαν φέρει λάγούς που έψησαν οι καλογέροι και έδωσαν και στον κόσμο να φάει ένα μεζέ. Έλεγαν ότι πολλοί ήταν Αθηναίοι κυνηγοί που είχαν έρθει για διακοπές. Είχε γυρίσει ο ήλιος προς το ηλιοβασίλεμα όταν φτάναμε στη διασταύρωση που πάει στον καλολάκο και ακούσαμε γαβγίσματα κυνηγόσκυλων να έρχονται από το δρόμο του καλολάκου. Ένας μεγάλος λαγός πήγαινε μπροστά και από πίσω του τρεις τέσσερεις σκύλοι των κυνηγούσαν να τον πιάσουν. Ο πονηρός λαγός έστριξε απότομα και βούτηξε μέσα στα πόδια των γαϊδάρων της παρέας μας. Οι σκύλοι τα έχασαν σταμάτησαν μπροστά στους γαϊδάρους που ξαφνιασμένοι στρυφογύριζαν με κίνδυνο να ρίξουν κάτω τους αναβάτες τους, που προσπαθούσαν να μη πέσουν. Μέσα σ'αυτόν τον χαμό ο λάγός βγήκε την ευκαιρία να ξεφύγει από τους διώκτες του που μέχρι να καταλάβουν τι γίνεται ο τους είχε φύγει καμιά πενήνταριά μέτρα. Αυτός ο λαγός ήταν τυχερός !! Εκείνη τη μέρα δεν θα κατέληγε στο πιάτο κανενός, εν αντιθέση με αυτούς που κατέληξαν στο πιάτο των προσκυνητών της Παναγίας της Φανερωμένης !!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου