Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Η ΒΟΥΡΛΙΑ ΔΕ ΣΚΟΝΕΙ ΠΟΛΥ ΒΑΡΟΣ


Το περασμένο Σαββατοκύριακο πήγα στο χωριό για το μνημόσυνο του Φιλίμονα (τρίμηνα). Πολλοί χωριανοί κυρίως της γενιάς μου και λίγο μικρότεροι μου είπαν ότι διαβάζουν τις ιστορίες που γράφω και θυμούνται τα νιάτα τους. Εχθές λοιπόν που καθόμαστε στη βεράντα του σπιτιού του φίλου μου Στέλιου Λεμπιδάκη με τον ξάδερφο μου Σταύρο Κοκολάκη και λέγαμε θύμισες από τα παιδικά μας χρόνια, ο Στέλιος μου είπε μια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια, με συμπρωταγωνιστή και τον συχωρεμένο Φιλίμωνα που τότε λεγόταν Στρατής. Ήταν η δεκαετία του 50. Ο κόσμος δεν είχε συνέλθει ακόμα από την κατοχή και τον εμφύλιο. Οι οικογένειες τα έφερναν δύσκολα πέρα. Δεν υπήρχαν λεφτά. Όσοι είχαν τα φύλαγαν για ώρες ανάγκης. Η κάθε οικογένεια είχε το κήπο της και φύτευε λαχανικά για να μην τα αγοράζει τουλάχιστο αυτά που μπορούσαν να καλλιεργήσουν μόνοι τους. Σε κάθε κήπο υπήρχε ένα πηγάδι με νερό για να ποτίζουν τον κήπο. Τότε η άντληση του νερού γινόταν παραδοσιακά με 3 τρόπους. Ο πλέον διαδεδομένος ήταν ο ανεμόμυλος, σιδερένιος ή πέτρινος (οι παλαιότεροι ). Μετά ήταν το γεράνι. Πολύ πιο παλιό σύστημα άντλησης ακόμα και από τον πέτρινο μύλο. Το γεράνι ήταν ένας κορμός δένδρου ίσιος περί τα τέσσερα μέτρα μήκος, που στη μέση του περνούσαν ένα σίδερο που στερεωνόταν σε ένα άλλο κορμό δέντρου και κατέληγε σε δίχαλο. Στη μια άκρη τη πιο χοντρή έδεναν μια πέτρα για να κρατά το οριζόντιο κορμό όρθιο. Στην άλλη άκρη τη πιο λιανή έδεναν ένα σκοινί που στη αλλά άκρη του είχε δεμένο ένα σιδερένιο κουβά. Τράβαγαν το σκοινί λοιπόν και κατέβαζαν τον κουβά στο πηγάδι τον γέμιζαν νερό και άφηναν σιγά σιγά να ανεβάσει η πέτρα τον κουβά πάνω. Αν άφηνες το σκοινί τελείως, τράβαγε τον κουβά απότομα πάνω έχυνε το νερό και μπορεί να σου ερχότανε και στο κεφάλι αν δεν είχες το νού σου. Μικρός το φοβόμουνα και δεν το πλησίαζα. Το τρίτο σύστημα ήταν γαλλικό. Το έλεγαν σακιέ. Ηταν ενα σύστημα σαν τους τροχούς με γρανάζια των παλαιών ωρολογίων αλλά κάθετους και οριζόντιους που κατέληγαν σε μια αλησίδα με κόμπους που από ένα σωλήνα έφερνε το νερό σε ένα άλλο δοχείο και από εκεί στον καταπότη. Το παλαιότερο σακιέ δεν είχε κόμπους και σωλήνες αλλά με κουβάδες έβγαζε το νερό στην επιφάνεια που έπεφτε σε μια γούρνα. Στο χωριό εκείνη την εποχή υπήρχαν δύο σακιέδες. Ένας με κουβάδες στις Μπροκομαρίας και ένας με κόμπους στο κήπο του Παπού μου του Κοκολομιχάλη. Ο Πατέρας του Στρατή (Φιλίμωνα)είχε ανεμόμυλο και του είπε εκείνη τη μέρα το πρωί να πάει να ανοίξει τα πανιά του μύλου για να γεμίσει η στέρνα νερό να ποτίσουν το απόγευμα τον κήπο. Βγαίνοντας στο σοκάκι ο Στρατής βρήκε τον γείτονα του τον Στέλιο του Λεμπιδογιώργη. Αντε να πάμε στο κήπο να ανοίξουμε τα πανιά του μύλου του λέει. Αλλο που δεν ήθελε ο Στέλιος. Πάνε λοιπόν στο μύλο και ανοίγουν τα πανιά, αλλά νερό ερχόταν πολύ λίγο. Λεει ο Στέλιος. Μωρέ εχάλασε η βαλβίδα και δεν βγαίνει το νερό πάνω. Να βρούμε κανένα να τη φτιάξει. Βγήκαν στο δρόμο και βρήκαν τον συνομήλικο τους τον Βαγγέλη του Ζαχαράκη. Μωρέ Βαγγέλη του λέει ο Στρατής, εχάλασε η βαλβίδα του μύλου μας και δεν βγάζει νερό, μπορείς να κάμεις πράμα ; Για να δώ, λέει ο Βαγγέλης. Πάνε στο μύλο και λέει ο Βαγγέλης φέρε κεινέ τη βουρλιά (άλλο σκοινί δεν υπήρχε στο κήπο) να τη δέσω στη μέση μου να την κρατάτε να κατέβω στο πηγάδι να δώ. Κρατάγανε τη βουρλιά ο Στέλιος με το Στρατή και τον κατεβάζανε στο πηγάδι. Η βουρλιά όμως ήταν παλιά και έτσι όπως έτριβε στις πέτρες του πηγαδιού έσπασε και ο Βαγγέλης έπεσε μέσα στο πηγάδι και οι άλλοι ανάσκελα στον κήπο ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Στρατής με το Στέλιο σηκωθήκανε και άρχισαν να τρέχουν προς το χωριό για να φέρουν βοήθεια να βγάλουν το Βαγγέλη από το πηγάδι. Σταμάτησαν όμως γιατί ο Βαγγέλης τους φώναξε μάσα από το πηγάδι ότι είναι καλά. Ο Βαγγέλης ήταν αδύνατος και πολύ ευκίνητος και είχε ξαναπέσει σε πηγάδι. Έτσι ήξερε πως ν'αντιδράσει. Έτσι κατάφερε πιάνοντας τη σωλήνα που έφερνε πάνω το νερό να σταθεί στο ενδιάμεσο πατάρι του πηγαδιού και να μη πέσει στο νερό. Την πρώτη φορά που έπεσε ο Βαγγέλης σε πηγάδι, ήταν στου διασαντά τη στέρνα που πήγε να ποτίσει τα οζά. Η αγελάδα που κρατούσε πήγε να διώξει τις μύγιες γυρνώτας το κεφάλι της και τον κουτούλησε στη πλάτη, την ώρα που πότιζε τα αρνιά. Έτσι έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη στέρνα. Ευτυχώς όμως είχε την ψυχραιμία και δεν άφησε το σκοινί της αγελάδας που κρατούσε. Έτσι η αγελάδα που τον έριξε στη στέρνα τον έβγαλε κιόλας τραβώντας τον έξω απ' αυτή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου