Στεκόμουνα αναποφάσιστος στην αρχή της σκάλας με το ένα πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι και το άλλα στα πλακάκια του καθιστικού και σκεπτόμουνα τα λόγια του γέρου. Πως στο καλό ήξερε για το χωράφι στη κολοκύθα, αναρωτήθηκα. Τι να κάνω ; Να πάω στο κρεβάτι μου ή να πάω στη κολοκύθα ; Τελικά επεκράτησε η περιέργεια μου να δω ποιος είναι ο συγγενής που θα έρθει στη κολοκύθα. Κοίταξα το ρολόι στο τοίχο. Η ώρα ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα. Προλαβαίνω, σκέφτηκα και άρχισα να ντύνομαι. Πήρα το καλοκαιρινό μου μπουφάν γιατί σκέφτηκα ότι θα κάνει κρύο στη κολοκύθα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα στην Ελούντα. Πέρασα το στενό γιοφύρι και πήγα στη κολοκύθα. Ο χωματόδρομος σταματούσε πριν τη θάλασσα καμιά ογδονταριά μέτρα. Από εκεί και πέρα ο δρόμος στένευε και είχε αρκετές πέτρες. Έτσι δεν το ρίσκαρα να φάω κανένα λάστιχο του αυτοκινήτου. Κοίταξα το φεγγάρι στον ουρανό και μου φάνηκε ότι κάτι σαν σύννεφο άρχισε να το καλύπτει και να σκοτεινιάζει. Ομίχλη σκέφτηκα. Ο καιρός ήταν νοτιοανατολικός και φυσούσε αεράκι από τη θάλασσα. Παρά το περασμένο της ώρας-ήταν γύρω στις τρεις παρά- δεν έκανε κρύο. Αντίθετα θα έλεγα ότι ήταν μάλλον χλιαρός ο αέρας που ερχότανε από την θάλασσα. Η ομίχλη άρχισε να περιορίζει την ορατότητα. Η πανσέληνος ίσα που φαινότανε. Γύρισα και πήρα το φακό από το αυτοκίνητο και προχώρησα προς την ακρογιαλιά. Σε εκείνο το σημείο του κολπίσκου υπήρχε μια μικρή αμμουδιά. Η θάλασσα ήταν ήρεμη με ένα ελαφρό κυματάκι λόγω του ανατολικού ανέμου, που έφερνε όλο και περισσότερη ομίχλη. Γύρισα τον φακό μου προς την θάλασσα και προσπάθησα να διακρίνω κάτι. Τίποτα όμως δεν φαινόταν μέσα στην ομίχλη. Σκέφτηκα ότι με τέτοια ομίχλη ήταν πολύ δύσκολο να πλησιάσει κάποια βάρκα την ακτή. Ξαφνικά διέκρινα μέσα στην ομίχλη κάποιο φως μέσα στη θάλασσα. Λες, λέω μέσα μου, να είναι αυτός που μου είπε ο γέρος; Η βάρκα φαινόταν τώρα καθαρά με ένα φως σαν τα παλιά λουξ που είχαν στα παλιά καφενεία στη πρύμνη της. Διέκρινα δύο άτομα μέσα στη βάρκα. Η βάρκα σταμάτησε δυο μέτρα από την παραλία και έκατσε την άμμο. Κατέβηκε ο ένας από τους δύο που φαινόταν νεότερος και χεροδύναμος. Πήρε στους ώμους του τον άλλο που έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Τον έφερε στην παραλία σε στεγνό έδαφος και τον άφησε να πατήσει στην αμμουδιά. Μετά γύρισε έσπρωξε τη βάρκα για να ξεκολλήσει από την άμμο και με ένα σάλτο μπήκε μέσα, έπιασε τα κουπιά και απομακρύνθηκε μέσα στην ομίχλη όπως είχε έρθει. Μπροστά μου στεκόταν ένας γέρος κρητικός ψηλός πάνω από ένα ογδόντα, με την κρητική φορεσιά του να με κοίταζε από την κορφή μέχρι τα νύχια των ποδιών μου με ένα διαπεραστικό και υπερήφανο βλέμμα. Ανατρίχιασα έτσι που με εξέταζε με το βλέμμα του. Εσύ είσαι ο γιος του Μανώλη μου ; Με ρώτησε. Το παρουσιαστικό του μου θύμιζε κάποιον σε μια φωτογραφία που είχα δει πριν πολλά χρόνια στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Με έλουσε κρύος ιδρώτας στη σκέψη ότι αυτός που στεκόταν απέναντι μου ήταν ο παππούς μου. Ο πατέρας του πατέρα μου!!! Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκα. Κατάλαβε την ταραχή μου και μου είπε. Μη φοβάσαι. Μια βόλτα θα μου κάνεις να δω μερικά πράματα. Με ήντα ήρθες επαέ; με ρώτησε. Με αυτοκίνητο του απάντησα. Άντε λοιπόν να πάμε στο χωριό. Τον είδα να γυρνά το βλέμμα του και να ψάχνει στην ομίχλη. Πούνε μωρέ εκειο'νά το αυτοκίνητο; Με ρώτησε πάλι. Λίγο παρακάτω το άφησα γιατί είναι κακός ο δρόμος. Φώτισα το δρόμο με τον φακό μου και πήγαμε εκεί που είχα αφήσει το αυτοκίνητο. Ηντά'ναι μωρέ ετούτονε το μπαούλο; Με ρώτησε. Το αυτοκίνητο μου είναι παππού, του είπα. Και θα μπούμε εκέ μέσα να πάμε στο χωριό; Με ξαναρώτησε. Ετσά είναι τα αυτοκίνητα εδά. Του απάντησα. Καλά άντε να δούμε, είπε με αμφιβολία. Τον βοήθησα να μπει μέσα και μπήκα και εγώ. Πώς σου φαίνεται το αυτοκίνητο μου; Τον ρώτησα. ¨Έχει ωραία καθίσματα μόνο που είναι λίγο στενόχωρο. Μου απάντησε. Στην εποχή μου υπήρχαν λίγα αυτοκίνητα αλλά ήταν μεγάλα με άβολα καθίσματα. Μερικά είχαν και ξύλινους πάγκους για να κάθονται οι αθρώποι. Είπε και βολεύτηκε στο κάθισμα του. (Την επόμενη εβδομάδα το τελευταίο μέρος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου