Κυριακή 12 Μαΐου 2013
ΠΧΙΟ ΟΓΛΙΓΟΡΑ ΓΛΑΚΟΥΝΕ ΤΑ ΣΚΑΓΙΑ ΑΠ'ΤΟ ΛΑΓΟ
Οψές εκαθόμαστε στο σπίτι στο χωριό και λέει η Ρένα: Έχω μαγερέψει, να φάμε εδά γι δε πεινάς. Λέωτση, δεν πεινώ, είναι νωρίς ακόμη για να φάμε. Τότε μου λέει, να πάμε μια βόλτα στα χωράφια να δούμε αν έχουνε οι ελιές καρπό. Ογλίγορα είναι ακόμη για τσι ελιές αλλά είναι καλή η ιδέα σου για τη βόλτα. Μπήκαμε στο φιατάκι του γιού και φύγαμε. Πιάσαμε τον παλιό εθνικό δρόμο και βλέπαμε τις ελιές στα χωράφια. Περάσαμε από το Μαυρογένη και συνεχίσαμε στο χωματόδρομο για του Χατζή Πατέρα τη στέρνα. Μετά ανηφορίσαμε για το προφήτη Ηλία στσι Δυό Πρίνους. Εξάνοιγα στα σπίτια και ήδα σε κάποιο απο αυτά που ήταν κι ασπρισμένο σεντόνια απλωμένα. Λέω τσι Ρένας γίαε απλωμένα ρούχα σε κιονέ το ασπρισμένο σπίτι!!! Εκάτσανε πάλι στσι δυο πρίνους αθρώποι με τη οικονομική κριση. Και πούσε ακόμη μου λέει. Πήραμε τον κατήφορο για του παχύ Γιάννη και λέω τση Ρένας. Λές να βρούμε το Πυθαρούλη στο σπίτι που εχει φτιάξη στη διακλάδωση για το Δράκο ; Πράγματι ο Γιώργης ήταν εκεί. Δεν με γνώρισε με τα μούσια και οταν του είπα ποιός είμαι εκουζουλάθηκε. Γαμω το κιθιό σου πως εγίνηκες ετσά και δε σε γνώρησα!! Κατέβα να σας εκάμω ενα καφέ να τον επχήτε. Κάτσαμε στο εξοχικό του και η Ρένα τον ρωτούσε πως τα περνά στη ερημιά, χωρίς ανέσεις. Δεν είναι ερημιά λέει ο Γιώργης και έχω ότι θέλω. Νεράκι του θεού από τη νταράτσα, δεξαμενή απο κάτω από το σπίτι,τον κήπο μου από την κάτω πάντα. Κάθε μέρα περνούνε τουρίστες με ποδήλατα και αυτοκίνητα και ο Χαρουλατρέας έκτησε κιαυτός ένα σπίτι πχιό πέρα και έχω παρέα. Αφού ήπιαμε τον καφέ με ρωτά ο Γιώργης: Και ήντα αέρας σας έφερε στο χωριό; Λυπητερός του λέω. Επόθανε του Χριστόφορου του Πατεράκη ο Φιλήμονας ο Αρχημανδρίτης και τον εφέρανε χθες και τον θάψαμε στον Αγιάννη. Ο θεός να τον συχωρέσει μου λέει. Και με ξαναρωτά: Μωρέ ο Αθανάσης ο Μυλωνάκης ητανε συγγενής του θαρώ. Ναι του λέω. Ήτανε αδερφός της Μάνα του της Ειρήνης. Ακου λοιπόν μου λέει μια ιστορία με τον Αθανάση. Ημουνα νεαρός και μέναμε στσι δυο πρίνους και είχα βγει να βρώ ανεμολιαστούς χοχλιούς. Ξαφνηκά άκουσα στα χόρτα πατημασιές λαγού μερικά μέτρα απο μένα. Εχώστηκα και περήμενα να δώ που ήταν ο λαγός. Αυτός είχε βγει σε ένα μπαμπουράκι και είχε σηκωθεί ορθός στα δυο πόδια και ξάνηγε γυρο-γυρο. Εσκεφτόμουνα ήντα να κάνω που δεν κρατουσα ντουφέκι να του πάίξω. Ξαφνηκά άκουσα τον αμανέ του Αθανάση που ερχότανε από τον προφήτη Ηλία και τραγουδούσε μαντηνάδες. Έφυγα σιγά-σιγά για να μην ανελώσω το λάγό και πήγα και τον βρήκα. Ητανε καβαλάρης στον γαϊδαρο και έσερνε δυο αηλιές (αγελάδες), δεμένες στο σωμάρι του γαϊδάρου. Εκρατούσε τον τσιφτέ στη μποδιά του και του είπα για τον λαγό. Κάτσε να δέσω το γαϊδαρο στο γύρο και εσύ πήγαινε από την πάνω μπάντα να πετάξεις δυο πέτρες όταν σου κάνω νόημα. Ειπε ο Αθανάσης και πήγε από την κάτω μεριά. Πήγα από την πάνω μεριά και οταν μου εκανε νόημα, άρχησα να πετώ πέτρες. Ο λαγός δεν φαινόταν πουθενά. Ο Αθανάσης μου έβαλε τσι φωνές. Που είναι μωρέ ο λαγός ; Δεν πρόλαβα να απαντήσω και πετάται ο λαγός, από μεσα από τα χόρτα. Που πάς μωρέ λαγέ λέει ο Αθανάσης. Δε το κατέχεις πως τα σκάγια γλακούνε πιο ογλήγορα από σένα ; Και μπάμ με τον τσιφτέ και πάρε τον λαγό κάτω. Με φορα που ειχε ο λαγός, έκανε τέσσερεις κουλουμούτρες πριν πέσει κάτω. Πιάστωνε μωρέ Γιωργιό λέει ο Αθανάσης. Πήγα τον πήρα και τον έδωσα στον Αθανάση. Λεει τοότε ο Αθανάσης. Ηντα μου τον εδίνεις μωρέ. Εσύ δεν τον βρήκες, εσύ δα τον επάρεις. Δικό σου είναι. Εγώ δα βρώ αλλον στο Καλο Λάκο. Πήρα τον λαγό και τον πήγα σπίτι, αλλά μου έμεινε αυτό που είπε ο Αθανάσης στο λάγό πριν τον σκωτώσει. Που πάς μωρέ λαγέ δε το κατέχεις πως τα σκάγια γλακούνε πιο ογλήγορα από σένα ; Είπε ο Γιώργης τελειώνοντας την ιστορία του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου