Στα χρόνια που οι χωριανοί μας αλώνιζαν τα σπαρμένα τους, μερικοί που φοβόταν μην τα κλέψουν, κοιμόντουσαν στο αλώνι για να τα φυλάσουν από τους κλέφτες. Για όσους δεν είναι αρκετά παλιοί για να θυμούνται πως γινόταν το αλώνισμα και το λύχνισμα,θα σας εξηγίσω εν συντομία. Οι άνθρωποι του χωριού λοιπόν κατά τα τέλη του Μάη θέριζαν τα κουκιά, τους βίκους, ταγές και τα άλλα λοϊσίατα πρίν τα στάρια και τα κριθάρια. Συκωνόντουσαν πρωί με τις απαλάδες (πρωινή δροσούλα) για να θερίζονται πιο εύκολα και τα κουβαλούσαν στα αλώνια όπου έκαναν τις θεμωνιές (σορούς από δεμάτια προς αλώνισμα) δίπλα στα αλώνια. Μετά αφού μάζευαν απο όλα τα χωράφια που είχαν φυτέψει το κάθε είδος το αλώνιζαν ξεχωριστά το καθένα με το βολόσυρο που τραβούσαν δυο αγελάδες (όπως στη φωτογραφία) ή δυο γαϊδούρια. Ο βολόσυρος ήταν δυο κομάτια ξύλα πλάτους μισού μέτρου περίπου ή και μικρότερου και μήκους δυο μέτρων, που ήταν εννομένα μεταξύ τους και από κάτω είχαν πριονοτές λάμες σιδερένιες που έκοβαν και θριμάτιζαν τα στάχυα και ξεχώριζε ο καρπός. Οι πιο παλιοί βολόσυροι είχαν και ειδικές πέτρες που κόβανε κιαυτές τα σπαρμένα. Μετά το αλώνισμα ακολουθούσε το λύχνισμα για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχερα (τα υπολήματα του στελέχους του καρπού). Αν δεν φύσαγε κατάλληλος αέρας για να λυχνίσουν το αλώνισμα, περίμεναν να φυσήξει. Τότε κάποιος το φύλαγε να μην το πάρουν την νύχτα. Ετσι λοιπόν ο νεαρός της ιστορίας μας αποφάσισε να πάει το βράδυ να φυλάξει το αλώνισμα που θα λυχνούσαν την άλλη μέρα. Το είπε λοιπόν στη παρέα και τους είπε να πάνε να του κάνουν συντροφιά. Πήγαν λοιπόν στο αλώνι και κουβέδιαζαν μέχρι που νύσταξαν και συκώθηκαν να φύγουν. Επειδή γνώριζαν οτι βοροκοιμάτε τον ρώτησαν τι θα κάνει. Αν θα μείνει ξύπνιος ή θα κοιμηθεί. Ε θα ξαπλώσω μια ολιά, επαέ στη φαρδανάπλα να ξεκουραστώ. Είπε και έβγαλε τα παπούτσα του. Αντε καληνύχτα του είπαν και έφυγαν. Αφού απομακρύθηκαν λιγάκι, συμφώνησαν να περιμένουν λίγο για να τον πάρει ο ύπνος και να ξαναγυρίσουν στο αλώνι. Μετά από λιγη ώρα τον ακουσαν να ροχαλίζει και πήγαν στο αλώνι. Του μήλησαν αλλά αυτός κοιμόταν του καλού καιρού. Το αλώνι ήταν πολύ κοντά στον ποταμό, που το καλοκαίρι δεν είχε νερό και το χρησιμοποιούσαν για δρόμο. Έπιασαν λοιπόν την φαρδανάπλα από τις τέσσερεις άκρες και όπως κοιμόταν τον πήγαν στον ποταμό και τον άφησαν σε μια άκρη, χωρίς να τον ξυπνήσουν. Το πρωί ο πατέρας του πήγε στο αλώνι και τον βρήκε να κοιμάται στον ποταμό και του έβαλε τις φωνές. Μωρέ φύλακας να σου πετύχει !! Το πανεμίδι σου λυπε και μου πήγες στο ποταμό να βλέπεις το αλώνεμα. Κι εσένα να πέρνανε δεν θα έπερνες χαμπάρι κακομοίρη μου . Του είπε ο πατέρας του. Μα εγώ ξάπλωσα στο αλώνι διαμαρτυρώταν ο νεαρός. Και πως βρέθηκες στο ποταμό ; Ρώτησε ο πατέρας του. Δε κατέχω !! Απάντησε ο νεαρός . Δε τα αφήνεις αυτά βλάκα που πάς να με κοροϊδέψεις !! Απάντησε διαολισμένος ο πατέρας του. Το απόγευμα ο νεαρός βρήκε την παρέα του και τους είπε το περιστατικό με τον πατέρα του. Η παρέα έσκασε στα γέλια και κάποιος του είπε . Κακομοίρη μου πάλι καλά που δεν κλέψανε και το αλώνεμα και σένα μαζί. Χαμπάρι δεν θα περνες !!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου