Όταν ήμαστε νέοι όλοι μας κάνουμε κουζουλάδες. Άλλοι πολλές και άλλοι λιγότερες. Ήταν Μεγάλη εβδομάδα και τότε η νηστεία και η αποχή από τα πασχαλινά εδέσματα (κορεατικά και γαλακτοκομικά) ήταν καθολική για όλους. ¨Αλωστε και να ήθελες να φας δεν έβρισκες , ούτε στα σπίτια ούτε στα μαγαζιά και στα καφενεία. Έτσι κάναμε το κουμάντο μας τι θα φάμε όλοι τη Μεγαλοβδομάδα. Ιδίως Μεγάλη Πέμπτη, Μ.Παρασκευή και το Μ. Σάββατο. Την Μεγάλη Πέμπτη λοιπόν λέει στη παρέα ο Μανώλης του ταχυδρόμου ότι θα πάει στην Ελούντα για χταπόδια. Του λέμε αν πιάσεις πολλά φέρει μερικά στου Καριωροκωσταντή να τα φάμε. Πράγματι την άλλη μέρα Μεγάλη Παρασκευή το απόγευμα έφερε οκτώ κιλά χταπόδια στο καφενείο του Καλιωροκωσταντή και τα βάλαμε στη σχάρα και τα ψήσαμε. Έφερε και πατάτες οφτές ο Καλιωροκωσταντής και τα καραφάκια της ρακής άρχισαν να πηγαινοέρχονται από το τεζιάκι του καφενείου, στο τραπέζι μας. Τρώγαμε και πίναμε μέχρι που νύχτωσε για τα καλά και έπαιξε η καμπάνα της Αγίας Μαρίνας. Στη παρέα είχαμε και ένα ψάλτη τον ξάδελφο μου τον Θεμιστοκλή, που έπρεπε να πάει στην εκκλησία, όπως είχε υποσχεθεί στον παπά Βαγγέλη και στον πατέρα του, που ήταν κι αυτός ψάλτης να βοηθήσει στα εγκώμια. Λέει λοιπόν ο Θεμιστοκλής. Καλή η παρέα αλλά πρέπει να πάω στην εκκλησία. Δεν πας ποθές τον κόβει ο Βαγγέλης του τσιφτεδογιάννη. Θα τελειώσουμε τον μεζέ και τη ρακή και μετά θα πάμε όλοι μαζί στην εκκλησία .
Ξανάκατσε ο Θεμιστοκλής αλλά έκανε νόημα στο καφετζή να μεσολαβήσει για να φύγει. Μετά από λίγο ο Καλιωροκωσταντής μας λεει. Άντε σηκωθείτε να πάτε στην εκκλησία γιατί θα κλείσω το μαγαζί να πάω και γώ. Για ε αν το ξαναπείς θα πετάξω στο ποταμό το τραπέζι όπως είναι. Του απαντά ο Βαγγέλης που είχε ψιλομεθήσει. Τη δεύτερη φορά που μας το λέει ο Κωστής, ο Βαγγέλης πιάνει το τραπεζομάντηλο το διπλώνει και το πετά στον παταμό !! Μωρέ διάολε δε με νοιάζει για τα πιατάκια, μόνο τα καραφάκια που δε τα βρίσκω εύκολα φωνάζει ο Καλιωροκωσταντής. Εγώ είχα προλάβει και πήρα τα διό καραφάκια που ήταν πάνω στο τραπέζι και ο Βαγγέλης του Βαγγελινού μερικά ποτηράκια. Τελικά πείστηκε ο Βαγγέλης και πήγαμε στην εκκλησία όλοι μαζί. Μπήκαμε στην Αγιά Μαρίνα όταν ο παπά Βαγγέλης θύμιαζε και αρχινούσε τα εγκώμια. Μόλις μας είδε μας είπε. Αντε και έλεγα πως δε θα ρθήτε, κάτσετε εκέ να πούμε τα εγκώμια. Κάτσαμε δεξιά όπως μπαίνομε δίπλα στο στασίδι του δεσπότη και κοντά στο αναλόγιο των δεξιών ψαλτών και ο Θεμιστοκλής άρχισε να λέει τα εγκώμια συνεπικουρούμενος από όλη την παρέα. Εγώ ήμουν ο τελευταίος της παρέας και μετά ήταν ο διάδρομος που περνούσε ο παπάς όταν θύμιαζε. Πριν αρχίσει η δεύτερη στάση ο παπάς πέρασε δίπλα μου θυμιάζοντας και μου έριξε μια αγκωνιά στα πλευρά. Γύρισα και τον κοίταξα. Ξαναπέρασε από δίπλα μου και μου λέει με αυστηρό τόνο.Το καραφάκι βάλε στη μέσα τσέπη γιατί φαίνεται, να μη γίνετε ρεζίλι στυς αθρώπους αναγκεμένοι !! Δεν είχα υπολογίσει ότι ο μακρύς λαιμός θα περίσσευε από την τσέπη. Το έπιασα με τρόπο και το έβαλα στη μέσα τσέπη μουρμουρίζοντας στον Βαγγέλη. Εσύ δαιμονισμένε φτές που με μότσαρε ο παπάς, που ήθελες να πετάξεις τα καραφάκια στο ποταμό. Όσο ζούσε ο παπάς Βαγγέλης με πείραζε για τα καραφάκια στη τσέπη, αφού βέβαια του είχα εξηγήσει πως βρέθηκαν εκεί. Μα να ρθούνε οι ψαλτάδες να μου πούνε τα εγκώμια με τα καραφάκια στη τσέπη πρώτη φορά μου έτυχε !! Πάλι καλά που δε΄μου γυρέψενε και μεζέ. Μου έλεγε πειράζοντάς με.
Ξανάκατσε ο Θεμιστοκλής αλλά έκανε νόημα στο καφετζή να μεσολαβήσει για να φύγει. Μετά από λίγο ο Καλιωροκωσταντής μας λεει. Άντε σηκωθείτε να πάτε στην εκκλησία γιατί θα κλείσω το μαγαζί να πάω και γώ. Για ε αν το ξαναπείς θα πετάξω στο ποταμό το τραπέζι όπως είναι. Του απαντά ο Βαγγέλης που είχε ψιλομεθήσει. Τη δεύτερη φορά που μας το λέει ο Κωστής, ο Βαγγέλης πιάνει το τραπεζομάντηλο το διπλώνει και το πετά στον παταμό !! Μωρέ διάολε δε με νοιάζει για τα πιατάκια, μόνο τα καραφάκια που δε τα βρίσκω εύκολα φωνάζει ο Καλιωροκωσταντής. Εγώ είχα προλάβει και πήρα τα διό καραφάκια που ήταν πάνω στο τραπέζι και ο Βαγγέλης του Βαγγελινού μερικά ποτηράκια. Τελικά πείστηκε ο Βαγγέλης και πήγαμε στην εκκλησία όλοι μαζί. Μπήκαμε στην Αγιά Μαρίνα όταν ο παπά Βαγγέλης θύμιαζε και αρχινούσε τα εγκώμια. Μόλις μας είδε μας είπε. Αντε και έλεγα πως δε θα ρθήτε, κάτσετε εκέ να πούμε τα εγκώμια. Κάτσαμε δεξιά όπως μπαίνομε δίπλα στο στασίδι του δεσπότη και κοντά στο αναλόγιο των δεξιών ψαλτών και ο Θεμιστοκλής άρχισε να λέει τα εγκώμια συνεπικουρούμενος από όλη την παρέα. Εγώ ήμουν ο τελευταίος της παρέας και μετά ήταν ο διάδρομος που περνούσε ο παπάς όταν θύμιαζε. Πριν αρχίσει η δεύτερη στάση ο παπάς πέρασε δίπλα μου θυμιάζοντας και μου έριξε μια αγκωνιά στα πλευρά. Γύρισα και τον κοίταξα. Ξαναπέρασε από δίπλα μου και μου λέει με αυστηρό τόνο.Το καραφάκι βάλε στη μέσα τσέπη γιατί φαίνεται, να μη γίνετε ρεζίλι στυς αθρώπους αναγκεμένοι !! Δεν είχα υπολογίσει ότι ο μακρύς λαιμός θα περίσσευε από την τσέπη. Το έπιασα με τρόπο και το έβαλα στη μέσα τσέπη μουρμουρίζοντας στον Βαγγέλη. Εσύ δαιμονισμένε φτές που με μότσαρε ο παπάς, που ήθελες να πετάξεις τα καραφάκια στο ποταμό. Όσο ζούσε ο παπάς Βαγγέλης με πείραζε για τα καραφάκια στη τσέπη, αφού βέβαια του είχα εξηγήσει πως βρέθηκαν εκεί. Μα να ρθούνε οι ψαλτάδες να μου πούνε τα εγκώμια με τα καραφάκια στη τσέπη πρώτη φορά μου έτυχε !! Πάλι καλά που δε΄μου γυρέψενε και μεζέ. Μου έλεγε πειράζοντάς με.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου