Στην προηγούμενη ιστορία αναφέρθηκα στο κυνήγι. Σήμερο θα σας διηγηθώ μια ιστορία που μου τηνείχε πεί ο Μπάρπας μου ο Κοκολομανώλης σχετική με το κυνήγι και τους κυνηγούς του χωριού.
Εκείνα τα χρόνια προκατοχικά και αμέσως μετά την κατοχή, δεν υπήρχαν επαγγελματίες κυνηγοί. Οι περισσότεροι πήγαιναν κυνήγι για να συμπληρώσουν το φαγητό της καθημερινής μέρας. Μάλιστα θυμάμαι τη θειά την Γαϊτάνενα που μου έλεγε ότι όταν δεν είχε τίποτα να μαγειρέψει, έλεγε του Μπάρπα Γαϊτάνου, να πάει να της θέρει κανένα λαγό από τη Μάχα να τον μαγειρέψει. Έπερνε λοιπόν το σκύλο του ο Μπάρμπας και το δίκανο και πήγαινε από τους Αγίους Αναργύρους στη Μάχα. Οι χωριανοί που καθόταν στα κάτω καφενεία έβγαιναν στο δρόμο και παρακολουθούσαν περίεργοι να δουν τη φάση που θα έβγαζε ο σκύλος τον λαγό. Σε λίγο ο σκύλος έβγαζε τον λαγό τον γυρνούσε στο μέρος που ήταν ο Μπάρμπας. Μπαμ και πάρτον κάτω. Και οι χωριανοί έλεγαν βρε πάλι τον σκότωσε το λάγο. Ο Μπάρμπας Γαϊτάνος βέβαια εκτός από καλός κυνηγός με πολύ καλό σκύλο, ήταν και πολύ κωλόφαρδος, όπως έλεγε ο άλλος Μπάρμπας ο Κοκολομανώλης. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει για κυνήγι και να μη σκοτώσει λαγό ή πέρδικα. Αλλά κυνηγούσε μόνο όταν η γυναίκα του του έλεγε οτι δεν έχει να ψήσει κάτι. Και ποτέ δεν καθότανε να σκοτώσει και δεύτερο λαγό. Μόλις σκότωνε ένα γυρνούσε στο σπίτι του να το δώσει τσι θειάς να τον ψήσει. Ετσι έκαναν οι περισσότεροι κυνηγοί που εκείνη την εποχή δεν ήταν και πολλοί. Αλλά ποτέ δεν πήγαιναν στο κυνήγι αν τους βλέπανε δυό γυναίκες του χωριού που φημιζόταν ότι είχαν κακό μάτι. Η Ασπασία και του Ζαχαρία του Ψιμάρνη του καθηγητή η Μάνα η Αγγλαϊα. Ο Μπάρμπας μου ο Κοκολομανώλης μου είχε πεί οτι κάποια φορά που πήγαινε για κυνήγι συνάντησε την Ασπασία στου κατσούλη το πήγάδι και την χαιρέτησε. Αυτή επότιζε την κατσίκα της και γύρισε και τον χαιρέτησε, λεγοντάς του, καλό κυνήγι. Ο Μπάρμπας σκέφτηκε για μια στιγμή αυτά που είχε ακούσει και είπε να γυρήσει πίσω. Αλλά μετά ξανάπε στον εαυτό του. Βλακίες είναι και συνέχισε το δρόμο του. Πήγε πάνω από το νεκροταφείο που είχε δει σκάρμες (σημάδια)λαγού, αλλά δεν συνάντησε τίποτα. Βγήκε στη κορφή στου Μαρασκά. Τίποτα !! Ούτε λαγός ούτε πέρδικα !! Είχαν εξαφανιστεί. Κατέβηκε από του μαρασκά στο συμισακό στου διασαντά τη στέρνα μπας και βρεί καμιά πέρδικα. Πράμμα !! Βλέπει δυο αγριοπερίστερα να πήνουν νερό και για να μη γυρίσει άδειος στο σπίτι συκώνει το τουφέκι να τα ντουφεκίσει. Μπαμ και σπά ο κόκορας του τουφεκιού κι ένα κομμάτι τον κτυπά πάνω στο φρύδι και έτρεχε αίμα. Βέβαια τα σκάγια πήγαν αλλού και τα αγριοπερίστερα μόνο τρόμαξαν και έφυγαν. Στο μυολό του Μπάρμπα είρθε η συνάντηση με την Ασπασία και αυτά που έλεγαν για το μάτι της. Δε με νοιάζει να πάω να τσι ρίξω μια στο πισινό τσι με ένα φυσέκι αραπάλατσο (χοντρό αλάτι της θάλασσας) μουρμούρισε νευριασμένος. Έπληνε τη μούρη του με το νερό τσι στέρνας για να φύγουν οι μουζουδιές και τα αίματα.-Τότε τα τουφέκια ήταν τα περισσότερα μπροστογεμή αλλά και τα μη μποστογεμή χρησιμοποιούσαν μαύρη πυρίτηδα.-
Μετά ξεκίνησε για τον γυρισμό στο χωριό. Στο δρόμο έξω από το χωριό, συνάντησε τον Γιοργαντέ το Μανώλη, που βλέποντάς τον να κρατά το τουφέκι τον ρώτησε πως πήγε το κυνήγι. Σκατά !! Του λέει ο Μπάρμπας μου. Και πράμμα δεν βρήκα και κόντεψε να μου βγάλει το μάτι το τουφέκι. Μπα νά'δες την Ασπασία και σε χαιρέτησε οντεν έφυγες από το χωριό ; Ρώτησε ο Γιοργαντές. Κιονά το διάολο είδα. Απάντησε ο Μπάρμπας μου. Πάλι καλά είπε ο Γιοργαντές γελώντας και συνέχισε. Εμένα πέρσι με είδε και έκανα δυό κομμάτια το τουφέκι, κι κτύπησα και το πόδα μου. Εγώ αμα με δει γυρίζω πίσω. Αυτή και τον κόρακα ρίχνει κάτω. Απο τότε ο Μπάρμπας μου άλλαζε δρόμο και δεν περνούσε από εκεί που μπορούσε να βρήσκεται η Ασπασία όταν πήγαινε για κυνήγι. Αν καμια φορά την έβλεπε έστω και από μακρυά ξαναγυρνούσε σπίτι του.
Εκείνα τα χρόνια προκατοχικά και αμέσως μετά την κατοχή, δεν υπήρχαν επαγγελματίες κυνηγοί. Οι περισσότεροι πήγαιναν κυνήγι για να συμπληρώσουν το φαγητό της καθημερινής μέρας. Μάλιστα θυμάμαι τη θειά την Γαϊτάνενα που μου έλεγε ότι όταν δεν είχε τίποτα να μαγειρέψει, έλεγε του Μπάρπα Γαϊτάνου, να πάει να της θέρει κανένα λαγό από τη Μάχα να τον μαγειρέψει. Έπερνε λοιπόν το σκύλο του ο Μπάρμπας και το δίκανο και πήγαινε από τους Αγίους Αναργύρους στη Μάχα. Οι χωριανοί που καθόταν στα κάτω καφενεία έβγαιναν στο δρόμο και παρακολουθούσαν περίεργοι να δουν τη φάση που θα έβγαζε ο σκύλος τον λαγό. Σε λίγο ο σκύλος έβγαζε τον λαγό τον γυρνούσε στο μέρος που ήταν ο Μπάρμπας. Μπαμ και πάρτον κάτω. Και οι χωριανοί έλεγαν βρε πάλι τον σκότωσε το λάγο. Ο Μπάρμπας Γαϊτάνος βέβαια εκτός από καλός κυνηγός με πολύ καλό σκύλο, ήταν και πολύ κωλόφαρδος, όπως έλεγε ο άλλος Μπάρμπας ο Κοκολομανώλης. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει για κυνήγι και να μη σκοτώσει λαγό ή πέρδικα. Αλλά κυνηγούσε μόνο όταν η γυναίκα του του έλεγε οτι δεν έχει να ψήσει κάτι. Και ποτέ δεν καθότανε να σκοτώσει και δεύτερο λαγό. Μόλις σκότωνε ένα γυρνούσε στο σπίτι του να το δώσει τσι θειάς να τον ψήσει. Ετσι έκαναν οι περισσότεροι κυνηγοί που εκείνη την εποχή δεν ήταν και πολλοί. Αλλά ποτέ δεν πήγαιναν στο κυνήγι αν τους βλέπανε δυό γυναίκες του χωριού που φημιζόταν ότι είχαν κακό μάτι. Η Ασπασία και του Ζαχαρία του Ψιμάρνη του καθηγητή η Μάνα η Αγγλαϊα. Ο Μπάρμπας μου ο Κοκολομανώλης μου είχε πεί οτι κάποια φορά που πήγαινε για κυνήγι συνάντησε την Ασπασία στου κατσούλη το πήγάδι και την χαιρέτησε. Αυτή επότιζε την κατσίκα της και γύρισε και τον χαιρέτησε, λεγοντάς του, καλό κυνήγι. Ο Μπάρμπας σκέφτηκε για μια στιγμή αυτά που είχε ακούσει και είπε να γυρήσει πίσω. Αλλά μετά ξανάπε στον εαυτό του. Βλακίες είναι και συνέχισε το δρόμο του. Πήγε πάνω από το νεκροταφείο που είχε δει σκάρμες (σημάδια)λαγού, αλλά δεν συνάντησε τίποτα. Βγήκε στη κορφή στου Μαρασκά. Τίποτα !! Ούτε λαγός ούτε πέρδικα !! Είχαν εξαφανιστεί. Κατέβηκε από του μαρασκά στο συμισακό στου διασαντά τη στέρνα μπας και βρεί καμιά πέρδικα. Πράμμα !! Βλέπει δυο αγριοπερίστερα να πήνουν νερό και για να μη γυρίσει άδειος στο σπίτι συκώνει το τουφέκι να τα ντουφεκίσει. Μπαμ και σπά ο κόκορας του τουφεκιού κι ένα κομμάτι τον κτυπά πάνω στο φρύδι και έτρεχε αίμα. Βέβαια τα σκάγια πήγαν αλλού και τα αγριοπερίστερα μόνο τρόμαξαν και έφυγαν. Στο μυολό του Μπάρμπα είρθε η συνάντηση με την Ασπασία και αυτά που έλεγαν για το μάτι της. Δε με νοιάζει να πάω να τσι ρίξω μια στο πισινό τσι με ένα φυσέκι αραπάλατσο (χοντρό αλάτι της θάλασσας) μουρμούρισε νευριασμένος. Έπληνε τη μούρη του με το νερό τσι στέρνας για να φύγουν οι μουζουδιές και τα αίματα.-Τότε τα τουφέκια ήταν τα περισσότερα μπροστογεμή αλλά και τα μη μποστογεμή χρησιμοποιούσαν μαύρη πυρίτηδα.-
Μετά ξεκίνησε για τον γυρισμό στο χωριό. Στο δρόμο έξω από το χωριό, συνάντησε τον Γιοργαντέ το Μανώλη, που βλέποντάς τον να κρατά το τουφέκι τον ρώτησε πως πήγε το κυνήγι. Σκατά !! Του λέει ο Μπάρμπας μου. Και πράμμα δεν βρήκα και κόντεψε να μου βγάλει το μάτι το τουφέκι. Μπα νά'δες την Ασπασία και σε χαιρέτησε οντεν έφυγες από το χωριό ; Ρώτησε ο Γιοργαντές. Κιονά το διάολο είδα. Απάντησε ο Μπάρμπας μου. Πάλι καλά είπε ο Γιοργαντές γελώντας και συνέχισε. Εμένα πέρσι με είδε και έκανα δυό κομμάτια το τουφέκι, κι κτύπησα και το πόδα μου. Εγώ αμα με δει γυρίζω πίσω. Αυτή και τον κόρακα ρίχνει κάτω. Απο τότε ο Μπάρμπας μου άλλαζε δρόμο και δεν περνούσε από εκεί που μπορούσε να βρήσκεται η Ασπασία όταν πήγαινε για κυνήγι. Αν καμια φορά την έβλεπε έστω και από μακρυά ξαναγυρνούσε σπίτι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου