Ήτανε Σάββατο της εβδομάδας μετά το Πάσχα . Ποιανού ετους τώρα θα σας γελάσω. Ισως του 1954 ή του 1955. Την προηγούμενη μέρα με πήρε η θειά μου η Καδιανή και πήγαμε στην Οξά που γιόρταζε η εκκλησία που είναι στη κορυφή του βουνού. Από εκεί πάνω φαίνεται ο Αγιος Νικόλαος η Ελούντα και όλος ο κόλπος του Μεραμβέλλου μέχρι τη Σητεία. Εκεί πάνω λοιπόν υπάρχουν ερείπια από παλιά σπίτια και στέρνες. Επίσης υπάρχει κοντά στην εκκλησία μια μεγάλη πλακούρα που πάνω της έχει πέντε λακούβες σαν να τις έκαμε ένα μεγάλο χέρι και άφησε τα σημάδια από τα άκρα των δακτύλων του χεριού του. Η θειά μου, που μου έδιξε αυτά τα σημάδια μου είπε ότι είναι από το χέρι ενός σαραντάπηχου που προσπαθούσε ν'ανεβεί στη κορυφή του βουνού. Όταν επέστρεψα στο χωριό, έλεγα στη Μάνα μου για τις δακτυλιές του σαραντάπηχου και την ρωτούσα να μου πεί τι ήταν αυτοί οι σαραντάπηχοι. Η Μάνα μου γέλασε και μου είπε. Και εμένα έτσι μου έλεγε η Μάνα μου όταν ήμουν μικρή. Αλλά για περισσότερα να ρωτήσεις τον παπού σου τον Πατερομανώλη που τα ξέρει να σου πεί. Την άλλη μέρα πήγα απέναντι στο πατρικό της Μάνα μου που έμεναν οι ανύπαντρες αδελφές της Μαρία και Καδιανή. Στο σπίτι ήταν η θειά μου η Μαρία και έφτιανε μυζηθρόπιτες. Κάτσε να φάς δυό, εδά πούνε ζεστές. Μου είπε η θειά μου. Εγώ δα πάω στου παπού του Πατερομανώλη να μου πεί για στι σαραντάπηχους. Στι απάντησα. Περίμενε να φας δύο και να πάρεις και μερικές να τους πάς . Ετσα δα πάς με άδεια χέρια ; Μου είπε η θειά και έβαλε μερικές μυζηθρόπιτες σε ένα πιάτο. Μου έδωσε και δύο στο άλλο χέρι και έφυγα για του Πατερομανώλη το σπίτι που ήταν δίπλα στης θειά μου το σπίτι. Μπήκα στην αυλή και φώναξα. Γιαγιά Μαρία . Βγήκε στη πόρτα τσι κουζίνας η Πατερομανώλενα και είπε καλός το παλικάρι μας. Ήντα πεσκέσι (δώρο) μας φέρνεις ; Μυζηθρόπιτες μου έδωσε η θειά μου η Μαρία να σας φέρω. Είπα. Ευχαριστώ πολύ, κάτσε να σε τρατάρω μια καραμέλα. Είπε και πήγε από ενα βαζάκι που είχε πάνω από το τζάκι και μου έδωσε μερικές καραμέλες. Έμαθα πως πήγες στην Οξά με την θειά σου την Καδιανή. Είπε η Πατερομανώλενα. Σ'άρεσε; Με ρώτησε . Πολύ. Και είδα και τσι δακτυλιές του σαραντάπηχου. Τσι απάντησα. Ααααα !!! Έκανε η Πατερομανώλενα. Κι είδες πόσο μεγάλες είναι ; Ναι γιαγιά. Ήντα χερούκλα είχανε αυτοί οι αθρώποι κι αφήσανε ετσά δακτυλιές ; Εδά που δα ρθεί (έρθει) ο παπούς σου δα σου πεί, που τα κατέχει καλύτερα. Είπε η Πατερομανώλενα και πήγε στη παραστιά να φτιάξει το φαγητό τση μέρας. Δεν είχα προλάβει να τελειώσω τη δεύτερη καραμέλα και μπαίνει ο Πατερομανώλης στο σπίτι. Βρε καλώς τον πανυγηριότη. Πως τα πέρασες στην Οξά; Μου λέει. Καλά παπού. Κ'έιδα και τσι δακτυλιές του σαραντάπηχου. Είπα. Ααα γιαυτό μου ήρθες ε ; Να σου πώ για τσι σαραντάπηχους. Απάντησε ο Πατερομανώλης. Ναί παπού . Είπα. Άκου λοιπόν στα παλιά τα χρόνια πριν το κατακλυσμό του Νόε, ζούσαν στη γή οι σαραντάπηχοι. Ανθωποι ψηλοί ήσαμε σαράντα πήχες. Γιαυτό και τσι λέγανε σαραντάπηχους. Να σαν τον κύκλωπα που ήταν στις ιστορίες που σου έχω πεί για τον Οδυσέα. Αυτοί λοιπόν ήταν ήσυχοι άνθρωποι και καλιεργούσαν τη γή και έβοσκαν και τα πρόβατά τους που ήταν μεγάλα σαν τα πρόβατα του κύκλωπα. Δεν ήταν πολύ έξυπνοι αλλά ήταν δυνατοί και καμιά φορά τους εκμεταλευόταν οι κανονικοί άθρωποι που ήταν πιο έξυπνοι. 'Οταν έγινε ο κατακλυσμός του Νόε, προσπαθούσαν ν'ανεβούν στις ψηλές κορφές των βουνών για να σωθούν. Γιαυτό κι άφησε κι ο σαραντάπηχος, τα σημάδια από τα δάκτυλα του χεριού του, όταν προσπαθούσε να ανεβεί στη κορυφή της Οξάς. Όμως τα νερά σκεπάσανε και την Οξά κι όλα τα βουνά και μόνο ο Νόε με τα παιδιά του γλύτωσε μέσα στη κυβωτό. Γιατί ετσά ήθελε ο θεός. Δοξασμένο τ' όνομα του. Είπε ο Πατερομανώλης κι έκαμε το σταυρό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου