Στην προηγούμενη Ιστορία σας διηγήθηκα την περιπέτεια με τη φωλιά των κοράκων. Σήμερα θα σας πώ για τη μοναδική φορά που βρέθηκα αντιμέτωπος με ενα αγριεμένο άρκαλο (ασβό) .Ήταν μερικά χρόνια μετά. Πήγαινα ακόμα στο Γυμνάσιο Νεαπόλεως. Ήταν τέλος Μαρτίου. Ειχε κάνει μερικές κακοκαιρίες θυμάμαι έκείνες τις μέρες. Οταν είναι κακοκαιρία τα πουλιά προσπαθούν να βρούν μέρος να προστατευτούν απ' αυτήν και πολές φορές κτυπούν στα σύρματα του τηλεφώνου και της ΔΕΗ (τότε βέβαια δεν υπήρχε ΔΕΗ) κυρίως οι τσίχλες. Ένα πρωινό μετα από κακοκαιρία τη νύχτα, μπήκα στα χωράφια κάτω από τα τηλεφωνικά σύρματα και έψαχνα μήπως βρώ καμιά τσίχλα για να την πουλήσω στη Νεάπολη στου Μυλωνάκη που πουλούσε τον καφέ για τους καφετζίδες του χωριού αλλά και για όποιον άλλο ήθελε φρεσκοκομένο καφέ, να πάρω καμιά δραχμή. Κοντά στο χωράφι που ήταν η κορακοφωλία της προηγούμενης ιστορίας, αλλά πιο κοντά στον ποταμό ήταν ενα χωράφι με κουκιά. Τα κουκιά ήταν γύρω στους 40 με 50 πόντους ψηλά. Παρατήρησα οτι το χώμα σε μια μεριά ήταν σκαμένο και μερικά κουκιά ήταν πεσμένα και σπασμένα στο χώμα. Επειδή δεν είχα χρόνο, δεν έκατσα να δώ τι ήταν. Πήγα στο Γυμνάσιο και το μεσημέρι που σχόλασα νωρίς γιατι κάποιος καθηγητής δεν ήρθε στο μάθημα πήγα να δώ τι είχε κάνει τα σκαψίματα στα κουκιά. Όταν έφτασα στο χωράφι, τα σκαψίματα ήταν πολύ περισσότερα απ'ότι το πρωί που τα είχα δεί για πρώτη φορά. Στο διπλανό χωράφι ήταν ενας αγρότης από τον Νικηθιανό και καθάριζε τις άκρες του χωραφιού από τα αγριόχορτά και τσι αστιβίδες, με μια μαναροσκαλίδα (ειδικό σκαπέτι με τι μια μεριά του να είναι τσεκούρι). Μου φωνάζει λοιπόν. Έχε το νού σου γιατί είναι άρκαλος στο χωράφι και αυτός έσκαψε τα κουκιά. Και πως το κατέχεις μπάρμπα; του απαντώ. Επέρασα προηγουμένως και τον ανέλωσα (έδιωξα) και εμάνησε (αγρίεξε) μόνο ξάνηξε να μη σου χιμίξει και δαγκώνουνε άσκημα. Είπε ο μπάρμπας και συμπλήρωσε. Πάρε την μαναροσκαλίδα να τον σκοτώσεις, αλλά πρόσεξε να τον βρείς με την πρώτη στο κεφάλι. Εγώ θα τον σκότωνα αλλά δεν βλέπω καλά και μετά δεν μπορώ και να γλακώ (τρέξω), αν δεν τον πετύχω με την πρώτη. Εσύ 'σε κοπέλι και θωρείς καλά και τρέχεις κι ογλήγορα. Μου έδωσε την μαναροσκαλίδα και πήγε πιο πέρα πέρνωντας και ενα χοντρό ξερό ξήλο που βρήκε στο γύρο, για παν ενδεχόμενο. Έξαξα λίγο και τον βρήκα σχεδόν χωμένο μέσα στο χώμα, να τρώει τσι κουκιές. Πήγα απο πίσω του για να μη με βλέπει (οι ασβοί δεν βλέπουν καλά, γιατί έχουν μικρή περιφεριακή όραση). Αυτός με πήγε χαμπάρι. Σταμάτησε να τρώει και να κουνιέται και προσπαθούσε να με βρεί κουνόντας το κεφάλι του δεξιά και αριστερά. Σήκωσα ψηλά τη μαναροσκαλίδα και του την κατέβασα με όλη μου την δύναμη στο κεφάλι του. Το μανάρι μπήκε όλο μέσα στη κεφαλή του και έμηνε ακίνητος. Μπράβο !! μου λέει ο μπάρμπας. Πάρε ένα παλιοτσουβάλι που έχω επαέ στο γύρο και βάλτονε απάνω και βρές και καμιά τσιμεντοσακούλα από τον ποταμό να τον πάς στου τσίφτη να σου δώσει ενα δεκάρικο. Πές του ότι σε έστηλα εγώ ο Πεθερός του αδερφού του του Μανόλη. Εντάξη είπα και σκέφτηκα το δεκάρικο . Δεν ήξερα ότι είχαν επικηρύξη τους αρκάλους !!! Τον έβαλα στο τσουβάλι αλλά ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Βρήκα μια τσιμεντοσακούλα χάρτινη από τον ποταμό. Τότε δεν είχαν βρεθεί τα πλαστικά και όλες οι συσκεβασίες ήταν χάρτινες. Μακάρι να μη τα βρήσκανε να γλήτωνε ο κόσμος !! Έβαλα το τσουβάλι με τον άρκαλο πάνω στη τσιμεντοσακούλα και τον έσηρα μέχρι το ραφτάδικο του Τσίφτη και πήρα το δεκάρικο. Από τότε δεν έχω ξανασυναντήσει ζωντανό άρκαλο σε χωράφι, εκτός από μερικούς σκοτωμένους στην εθνική από τ' αυτοκίνητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου