Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑΠΗΧΟΙ

Μια μέρα ρώτησα τον Πατερομανώλη που ζούσαν οι σαραντάπηχοι . Μου απάντησε ότι ζούσαν μακριά από τους ανθρώπους που δεν τους είχαν πολύ εμπιστοσύνη. Κυρίως ζούσαν σε βουνά και έβοσκαν τα πρόβατα τους. Εγώ τον ξαναρώτησα γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη στούς ανθρώπους . Μου είπε οτι θα μου πεί μια ιστορία που του την είπε ο παπούς του για να καταλάβω. Λοιπόν ήταν κάποτε ένας πονηρός γέρος που έμενε με την γριά του σε ένα χωριό που ήταν στους πρόποδες ενός βουνού, που κοντά στη κορυφή του έμεναν σαράντα σαραντάπηχοι. Ο γέρος ήταν πονηρός άνθρωπος, αλλά ηταν και φοβιτσάρης. Ενα βράδυ λοιπόν που πήγε στον σταύλο με την γριά του να κάνουν την ανάγκη τους. Είπε στη γριά του βλέποντας το φεγγάρι που ήταν γεμάτο γιατί ήταν πανσέλληνος. Βρε γριά για δες ένα φεγγάρι. ¨Οτι πρέπει για να πάω για κλεψιά. Η γριά τον κύταξε λοξά και του είπε. Σιγά τον κλέφτη !! Εσύ φοβάσε να πας στον σταύλο να κατουρίσεις μόνο σου και για κλεψές μηλάς !! Ο γέρος όμως εξακολουθούσε να κοιτάζει το φεγγάρι και να μουρμουρίζει. Έλα μέσα να κοιμηθούμε του λέει και ασε τις κλεψές μα δεν είσαι άξιος. Ο γέρος ομως δεν χόρτενε να βλέπει το φεγγάρι και καθυστερούσε. Νευρίασε η γριά και του λέει . Έλα μέσα γιατί θα κλείσω την πόρτα και θα σ'αφήσω έξω. Κι επειδή ο γέρος δεν έλεγε να μπεί μέσα, η γριά έκλησε την πόρτα νευριασμένη και έβαλε και τον μάνταλο. Ο γέρος μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει, άσχησε να κτυπά την πόρτα για να του άνοίξει η γριά . Άνοιξε γυναίκα να μπώ μέσα. Φώναξε . Αλλά η γριά δεν άνοιγε . Άνοιξε γριά γιατί θα πάρω το απόκοτο (απόκοτο είναι το αυγό που άφηναν στη φωλιά για να πηγαίνουν οι κότες να κάνουν τα αυγά). Πάρε ότι θές κίασεμε ήσυχη. Απάντησε η γριά. Αφού κουράστηκε να κτυπά την πόρτα και η γριά δεν του άνοιγε, πήγε στο γείτονα του και κτύπησε την πόρτα. Η ώρα όμως ήταν περασμένη και ο γείτονας κοιμόταν και δεν του άνοιξε. Το ίδιο έγινε και στα άλλα σπίτια που κτύπησε την πόρτα. Έτσι απελπισμένος ξεκίνησε να πάει σε μια στάνη που ήταν κοντά στο χωριό που γνώριζε τον βοσκό. Όμως μέχρι να πάει μαζεύτηκαν σύνεφα, έκρυψαν το φεγγάρι και έχασε το δρόμο για τη στάνη. Περπατούσε περπατούσε αλλά δεν έβρισκε τι στάνη. Ξαφνηκά ενω ανέβαινε το βουνό βλέπει ενα φώς μακρυά ψηλά στο βουνό. Α σκέπτεται ο γέρος εκεί πρέπει να είναι η στάνη. Και ξεκίνησε να πάει εκεί που έβλεπε το φώς. Φτάνει κοντά και ακούει τραγούδια και όργανα να παίζουν. Το φώς ερχόταν από μια μεγάλη σπηλιά που μέσα χόρευαν σαραντάπηχοι. Ο γέρος κοκάλωσε από το φόβο του. Ενας σαραντάπηχος τον πήρε  χαμπάρι και τον αρπαξε με την χερούκλα του. Βρε καλώς τον παπού. Του είπε και τον έβαλε να κα θήσει σε μια καρέκλα στο τραπέζι που ήταν γεμάτο φαγητά και κρασί. Απόψε γιορτάζουμε και σε καλούμε στη γιορτή μας. Φάε όσο θές αλλά αύριο έχουμε αγώνες και θα λάβεις και εσύ μέρος. Και τι αγώνες κάνετε ρώτησε ο πονηρός γέρος που είχε ξανάβρει το θάροε του.
Πετάμε το βόλι μας και τρέχουμε μέχρι την κορφή του αλονού βουνού που είναι απέναντυ και ξαναγυρίζουμε εδώ. Όποιος έρθει τελευταίος καθαρίζει τη σπηλιά μας και μαγειρεύει για σαράντα μέρες. Ο γέρος σκεπτόταν πώς θα ξεγελάσει του σαραντάπηχους και θα γλήτωνε την αγγαρεία να καθαρίζει και να μαγειρεύει σαράντα μέρες. Γέμισε την βράκα του (κρητικός ήταν και φορούσε βράκες) με στάχτη και το πρωί είχε σηκωθεί πρώτος και περίμενε κορδοτός τους σαραντάπηχους. Καλά παπού δεν κοιμήθηκες ; Μια χαρά κοιμήθηκα. Αλλά ήθελα να κάνω προθέρμαση να είμαι έτοιμος και έτσι έκανα μερικά χιλιόμετρα για να ζεσταθώ. Οι σαραντάπηχοι τον κοιτούσαν έκπληκτοι. Αντε τους λέει είστε έτοιμοι ; Μια και είσαι μικρόσωμος εσύ ξεκίνα πρώτος και εμείς θα σε φτάσωμε  στο δρόμο. Καλά λέει αλλά δεν πρόκειται να με φτάσετε. Και ξεκινάει λίνοτας τα μπατζάκια από τη βράκα του και γεμίζοντας τον τόπο σκόνη από τη στάχτη που είχε μέσα στη βράκα του. Οι σαραντάπηχοι τάχασαν. Τι έγινε ο γέρος εξαφανίστηκε είπαν. Τόσο γρήγορα τρέχει ; Και αρχησαν να τρέχουν κιαυτοί. Ο γέρος είχε τρέξει μερικά μετρα και κρύφτηκε σε κάτι θάμνους που είχε βρεί πριν έρθουν οι σαραντάπηχοι. Μετά ξάπλωσε στο έδαφος και περίμενε να γυρίσουν. Όταν γύρισαν οι σαραντάπηχοι τον είδαν που τους περίμενε και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Βρε αθεόφοβε πήγες και γύρησες πιο γρήγορα από μας ; Ειπαν . Α και μια και θα ρίξουμε βόλι ας κάνω μια προθέρμαση να ξεμουδιάσω τα χέρια μου. Είπε ο πονηρός γέρος και έσκιψε και πήρε μια πέτρα σε μέγεθος αυγού, που χορούσε στη χούρτα του χεριού του. Που ήταν το απόκοτο (το αυγό της φωλιάς για τις κότες).
Θα σφύξω το χέρι μου και θα λιώσω την πέτρα. Θα βγεί το νερό από κάτω και η φωτιά από πάνω και στο χέρι μου θα μείνουν τα θρήψαλα της πέτρας. Είπε ο πονηρός γέρος και πριν καλά καλά συνέλθουν οι σαραντάπηχοι σφύγγει το αυγό, πέφτει κατω στο χώμα το ασπράδι και από πάνω ο κορκός και ανοίγει   τη χούφτα του χεριού του και πέφτουν τα τσόφλια κάτω. Οι σαραντάπηχοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Τι σόί άνθρωπος ήταν αυτός που έλιωνε τις πέτρες ; Άρχησαν να ανησυχούν. Αλλά ο γέρος το βιολί του. Αααα και τώρα που ζέστάθηκε το χέρι μου να ρίξω και το βόλι. Το βόλι ήταν τεράστιο αλλά ο γέρος δεν είχε καμια πρόθεση να το σηκώσει. Πήγε δίπλα στο βόλι και είπε τρίβοντας τα χέρια του. Ανατολή και πόλη δέξου του γέρου το βόλι. Με το που άκουσαν οι σαραντάπηχοι  το γέρο που θα πετούσε το βόλι στη ανατολή και στη πόλη, του αρπαξαν τα χέρια και του λένε. Μπαρμπαδάκι εμείς το βόλι το θέλουμε εδώ κι όχι στη πόλη. Αμε στο καλό και πάρε και μερικά μουλάρια με πράματα να πάς στο σπίτι σου. Ετσι ο πονηρός γέρος ξεγέλασε τους σαραντάπηχους, πήρε τα μουλάρια και γύρισε στο σπίτι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου