Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1960. Κυριακή πρωί και ετοιμαζόμουν να πάω στην εκκλησία. Ήμουνα στην αυλή και είχα ανοίξει την αυλόπορτα για να δώ αν περνούσε κανένας συνομίλικός μου να πάμε παρέα. Ξαφνικά βλέπω στην αυλόπορτα τον μπάρμπα μου τον αγροφύλακα. Ανήψιο ήντα κάνεις ; Ρώτησε. Καλά μπάρμπα Κωστή, του είπα και βλέποντας να κρατά στο νόμο το δίκανο, τον ρώτησα. Που το έβαλες με το τουφέκι, κυνήγι θα πάς ; Ναι, μου λέει. Εχω ένα λογό σταμπάρι στο αεροδρόμιο και θα πάω να του στήσω καρτέρι. Θά ρθεις να μου κάνεις παρέα ; Με ρώτησε. Αλλο που δεν ήθελα. Φύγαμε και μόλις περάσαμε το σπίτι του Τσιφτεδομανώλη στρίψαμε αριστερά και βγήκαμε στο αεροδρόμιο (έτσι το λέγαμε γιατί την κατοχή ήταν αεροδρόμιο των Ιταλών). Στις Αυγουστίνας το αλώνι ήταν ενα κηπαρίσι και ενας τράφος που χώριζε από την φυτιά του Μελά (καινούριοφυτεμένο αμπέλι). Κάτσαμε στο χώμα και ακουμπίσαμε τη πλάτη μας στον τράφο. Τώρα μου λέει ο μπάρμπας μου θα περιμένουμε να έρθει ο λαγός. Δεν τον πολυπίστεψα και τον ρώτησα. Μπάρμπα είσαι σίγουρος ότι θα έρθει λάγός, στην οκτώμιση ώρα εδώ ; Σε λίγο θα δείς. Μου απάντησε. Περίμενα όλως απορία να δώ τον λαγό να έρχεται. Σε λιγη ώρα άκουσα κραβγές από γαλοπούλες. Άκου μου λέει ο μπάρμπας έρχεται ο λαγός. Τον κοίταξα λοξά. Ποιός λαγός ρε μπάρμπα μου λες ; Εγώ ακούω γαλοπούλες. Το ίδιο κάνει !! Μου απάντησε. Ο ποιό μεγάλος αρσενικός είναι ο λαγός και θα τον τουφεκίσουμε, γιατί πάνε στα αμπέλια και τρώνε τα σταφύλια και παραπονούνται οι ανθρώποι που τα' χουν!!! Τον κοίταξα με έκπληξη . Για φαντάσου σκέφτηκα τιμωρία που διάλεξε ο Μπάρμπας για αυτόν που έχει τις γαλοπούλες !! Πλησίασαν αρκετά οι γαλοπούλες και ο αρχηγός γάλος μπήκε πρώτος στο αμπέλι. Δεν πρόλαβε όμως να τσιμπίσει σταφύλι και το δίκανο του Μπάρμπα τον ξάπλωσε φαρδύ-πλατύ στο χώμα. Οι άλλες γαλοπούλες το έβαλαν στα πόδια και γύρισαν άρον-άρον στο σταύλο του Μπάρμπα Αριστοφάνη !! Μωρέ Μπάρμπα ηντά καμες ; Εσκότωσες τον γκούβο του Μπάρμπα του Αριστοφάνη ; Κι ηντα δα του πείς ; Ρώτησα . Ο Μπάρμπας δε φταίει και μου έχει δώσει και το ελεύθερο να κάνω ότι θέλω. Γιατί τις το έχει πει εκατό φορές της θειάς να κλείνει τον σταύλο να μη πηγαίνουν οι γαλοπούλες στ' αμπέλια αλλά αυτή το χαβά της. Πήραμε τον γκούβο και πήγαμε στο σπίτι του Μπάρμπα Αριστοφάνη. Ο μπάρμπας ήταν σπίτι και μας ανοιξε. Μόλις είδε τον γάλο έβαλε τα γέλια . Πράμμα που μ΄'εκανε να απορίσω. Είπα μέσα μου, λες να ήταν συνενοημένοι ; Και μάλλον ήταν γιατι ο Αριστοφάνης είπε : Φέρε το λαγό να τον μαδίσουμε να μην τον καταλάβει η θειά σου !! Ενα καζανάκι έβραζε νερό σε δυο πέτρες στην αυλή και ο Μπάρμπας Κωστής βούτηξε το γκούβο στο καζάνι και τον ξεπουπούλιασε. Ετσι γυμνός που ήταν δεν έμοιαζε με τον γκουβο τσι θειάς !! Μπάρμπα πες της θειάς οτι τσι φέραμε πεσκέσι να τον ψήσει τσιγαριαστό με δυό πατάτες και δα ρθούμε με το ανήψο να φάμε δυο μεζέδες, να πιούμε και δυό κρασές και εκλεισε το μάτι του Μπάρμπα Αριστοφάνη. Ο Αριστοφάνης γέλασε και είπε μήνε ήσυχος ανήψο. Γυρίσαμε στο χωριό και φτάσαμε στο σπίτι την ώρα που ερχόταν και η Μάνα μου από την εκκλησία. Που ήσουνα μωρέ και εγώ σε περίμενα στην εκκλησία; Μου είπε θυμωμένη. Μην τον μαλώνεις μπρε και εγώ τον πήρα μαζί μου στο κυνήγι. Κυριακάτικα δεν κυνηγούνε οι αθρώποι !! Τον αποπήρε η Μάνα μου. Δεν πειράζει είπε ο Μπάρμπας Κωστής. Και το μεσημέρι θα τον πάρω να φάμε δυο μεζέδες στου Μπάρμπα Αριστοφάνη. Η Μάνα μου κατάλαβε οτι κάτι σκάρωσε πάλι ο Μπάρμπας αγροφύλακας και είπε . Ποιός κατέχει ήντα σκάρωσες πάλι με τον Αριστοφάνη !! Καλά πέρασε το μεσημέρι να τον πάρεις. Το μεσημέρι πέρασε ο μπάρμπας με πήρε και πήγαμε στου μπάρμπα Αριστοφάνη. Η θειά Αριστοφάνενα είχε ψήσει τον γκούβο και μας περίμενε. Ο Αριστοφάνης ήταν ηδη καθισμένος και μας περίμενε. Αντέστε γιατί δα κρυώσει το φαϊ είπε και άρπαξε το πηρούνι. Κάτσαμε κι εμείς και η θειά μας έβαλε δυο γεμάτα πιάτα φαγητό. Εεεε θεια δυο μεζέδες ήπαμε να φάμε όϊ ενα καζάνι ; Είπε ο Μπάρμπας Κωστής. Και τοσονά φαϊ ποιός θα το φάει ; Ρώτησε η Αριστοφάνενα . Ε δώσε και στοι γειτόνους. Ειπε ο Μπάρμπας Κωστής. Αφού φάγαμε και ήπιαμε και το κρασί μας. Ρώτησε ο Μπάρμπας Κωστής τη θειά Αριστοφάνενα. Πως σου φάνηκε ο μεζές θειά; Πρώτο πράμμα. Απάντησε η θειά και ο Αριστοφάνης έβαλε τα γέλια. Ηντα γελάς εσύ πάλι; Ρώτησε η θειά. Για αμε στο σταύλο να μετρήσεις τσι γαλοπούλες σου ; Της απάντησε ο Αριστοφάνης και εξακολουθούσε να γελά. Ο διάολε !! Ειπε η θειά. Τον γκούβο μου μωρέ τσαναμπέτη εσκότωσες και μου τον έφερες για πεσκέσι; Είπε απευθυνόμενη στον Μπάρμπα μου τον Κωστή. Και ο Μπάρμπας της απάνητησε γελώντας. Για να μάθεις οντε σου λένε να κλείνεις το σταύλο σου για να μην βγαίνουν οι γαλοπούλες σου να κάνουν ζημιές στ' αμπέλια των αθρώπων να μην το ξεχνάς. Κι επειδή εγώ δεν θέλω να σε πάω στον αγρονόμο που μου ζητούν οι αθρώποι και να πληρώνει ο κακομοίρης ο Μπάρμπα μου που δεν φταίει γιατί στο έχει πεί εκατό φορές. Αντε στην υγειά μας είπε ο Μπάρμπας Αριστοφάνης και άδειασε το ποτήρι του. Στην υγειά σου Μπάρμπα ήπαμε κι εμείς κι αδειάσαμε τα ποτήρια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου