Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΥΛΩΝΑ ΠΑΤΕΡΟΜΑΝΩΛΗ

Ο Πατερομανώλης ήταν γείτονας μας και δεν είχε παιδιά. Είχε ένα αλευρόμυλο στους βορνούς μύλους και πήγαινε κάθε μέρα για να αλέσει τα στάρια και τα κριθάρια που του πήγαιναν οι χωριανοί μας. Στο χωριό υπήρχαν δυό σειρές από μύλους. Οι βορνοί μύλοι και οι νοτικοί μύλοι. Τώρα μονο τα χαλάσματα τους υπάρχουν. Τότε τους έβλεπες με τα πανιά ανοικτά να γυρίζουν και να αλέθουν τα στάρια και τα κριθάρια. Όταν με έπερνε ο Πατερομανώλης καμιά φορά στο μύλο του γυρνούσα ολάσπρος στο σπίτι από τα αλεύρια στα μαλιά μου και στα ρούχα μου. Τον έλεγα παπού γιατί οι δικοί μου παπούδες είχαν πεθάνει πριν γεννηθώ και μόνο την Μάνα του Πατέρα μου γνώρισα. Η Γιαγιά αυτή όμως ήταν πολύ αυστηρή και δεν ήθελε φασαρίες. Όταν πηγαίναμε όλα τα εγγόνια μαζί, μας έβαζε τις φωνές γιατί κάναμε φασαρία και μας έδιωχνε από το σπίτι της. Μόνο αν καμιά φορά πήγαινα μόνος μου με άφηνε να κάτσω στη ποδιά της και μου έλεγε. Α παιδάκι μου ν'άξερες ήντα τράβηξα για να κάμω (γεννήσω) τον πατέρα σου !! Επτά κορίτσια έκανα, μα (αλλά) ο τζαναμπέτης ο πατέρας σου παραλίγο να μου βγάλει τα χαρτιά μου (με ταλαιπώρισε πολύ, λιγο έλειψε να με στείλει στον άλλο κόσμο) για να τον κάνω. Αμα καμιά φορά σασε μαλώνω, είναι γιατί πονεί η κεφαλή μου και δεν μπορώ τσι φασαρίες. Εγώ σας αγαπώ, όλα τα γγόνια μου τα αγαπώ. Αλλά είμαι γριά γυναίκα και έχω παραξενειές κι αρώστειες. Στο πρόσωπο του Πατερομανώλη έβλεπα τους παπούδες που δεν γνώρισα. Φορούσε κρητικές βράκες και μαύρα στιβάνια και ενα μαύρο κούκο στο κεφάλι. Ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος. Μου έλεγε ιστορίες παλιές για τον Χατζή πατέρα, ενα καλόγερο που έκανε καλά τους ανθρώπους και τα ζώα με τις ευχές που τους διάβαζε και άλλες ιστορίες. Μια από αυτές είναι και η παρακάτω που θα σας γράψω. Ήταν κάποτε επί τουρκοκρατίας δύο παιδία που είχαν χάσει τους γονείς τους σε κάποιο επεισόδιο με τους τούρκους και μεγάλωσαν με τον παπού και την γιαγιά τους. Ο ένας ήταν εξυπνο και γνωστικό παιδί και ο παπούς τον έστηλε στη Μονή της κουφής πέτρας όπου ήταν έδρα του δεσπότη της περιοχής να μάθει γράμματα. Τότε σχολειά δεν υπήρχαν. Ο άλλος αδερφός ήταν βλάκας και αργόστροφος και δεν έπερνε τα γράμματα. Ήταν όμως μεγαλόσωμος και δυνατός και ο παπούς τον έμαθε να δουλεύει στα χωράφια. Όταν μεγάλωσαν ο έξυπνος έγινε γραμματικός του δεσπότη, μεγάλωσε την περιουσία του και όλοι τον σεβόταν και ήθελαν να έχουν την φιλία του. Έκανε λοιπόν πολλές κουμπαριές. Σε μια από αυτές ο αδερφός του τον παρακάλεσε να τον πάρει μαζί του. Επειδή όμως ο γνωστικός αδερφός δεν του είχε πολύ εμπιστοσύνη ότι δεν θα κάνει καμιά γκάφα και τον εκθέσει, του έθεσε όρους για να τον πάρει. Του είπε λοιπόν. Θα σε πάρω αν κάνεις αυτά που θα σου πώ. Δεν θα μιλάς αν δεν σου πώ εγώ. Δεν θα τρώς τον περίδρομο όπως κάνεις συνήθως αλλά θα τρώς σιγά σαν τον άνθρωπο με το πιρούνι και μόλις σε πατήσω στο πόδι θα σταματήσεις να τρώς. Αν σου πούν να φάς κι άλλο θα πεις ευχαριστώ αλλά χόρτασα. Κατάλαβες ; Ναι είπε ο βλάκας αδερφός. Πήραν λοιπόν το δρόμο ο έξυπνος αδερφός πάνω στο άλογο του και ο βλάκας αδερφός με τα πόδια. Έγινε ο γάμος και κάτσανε στο τραπέζι να φάνε . Επιασε το πιρούνι ο βλάκας αδερφός και έπιασε ενα κομάτι κρέας να το φάει. δεν πρόλαβε να πάρει δεύτερη πιρουνιά και κάτι τον πάτησε στο πόδι. Σταμάτησε να τρώει. Όλοι του έλεγαν να φάει, ακόμα και ο αδερφός του, αλλά αυτός έλεγε. Ευχαριστώ αλλά χόρτασα. Το βράδυ δεν τους άφησαν να φύγουν γιατί είχε νυχτώσει και έτσι έμηναν στου γαμπρού το σπίτι για να περάσουν την νύχτα. Ρώτησε λοιπόν ο έξυπνος αδερφός τον βλάκα γιατί σταμάτησε να τρώει. Αφού μου πάτησες το πόδι, απαντά ο βλάκας. Εγώ δεν σου πάτησα το πόδι. Μάλλον ο γάτης σου το πάτησε του λέει ο έξυπνος. Τωρα κοιμήσου και αυριο θα φας το πρωί πάλι. Ελα όμως που ο βλάκας που ήταν συνηθισμένος να τρώει πολύ φαγητό πεινούσε και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Φώναξε λοιπόν στον αδερφό του. Εγώ πεινώ. Σκάσε του λέει μην ξυπνήσεις τους αθρώπους. Σώπασε για λίγο, αλλά ξανάρχισε να φωνάζει. Εγώ πεινώ. Σκάσε μωρέ μη φωνάζεις και θα με κάνεις ρεζίλι. Ειπε ο αδερφός του. Αφού πεινώ πρέπει να φάω γιατί πονεί η κοιλιά μου. Ρε τι έπαθα λέει ο έξυπνός. Σήκω να σε πάω στη κουζίνα να φάς και εχει μείνει πολύ φαγητό. Τον πήγε στη κουζίνα, άναψε ενα λίχνο και του έβαλε ένα καλό πιάτο να φάει και πήγε στο κρεβάτι του. Μετα από κάμποση ώρα φωνάζει ο βλάκας του αδερφού του. Να σου φέρω μωρέ ενα μεζέ ; Σκάσε μωρέ κι έλα να κοιμηθείς. Του απάντησε ο έξυπνος. Εγώ θα σου φέρω. Λέει ο βλάκας. Πέρασε λίγη ώρα αλλά δεν τον έβλεπε να έρχετε. Τον ακούει όμως να λέει από κάπου αλλού. Μη φυσάς μωρέ και κρυγιό (κρύο) είναι. Σηκώνεται ανήσυχος ανάβει ένα λίχνο και τον ψάχνει. Που είσαι μωρέ ; Του λέει ψιθυριστά για να μη ξυπνήσουν ο γαμπρός με την νύφη. Επαέ (εδώ) απαντά από ενα δωμάτιο ο βλάκας. Ο έξυπνος βλέπει τον αδερφό του στο δωμάτιο της νύφης και του γαμπρού, να προσπαθεί να δώσει με το πιρούνι ένα κομάτι κρέας,υποτίθεται σ΄αυτόν, αλλά σε λάθος κρεβάτι και από λάθος μεριά. Ήταν βλέπετε καλοκαίρι και ο γαμπρός με τη νύφη κοιμόταν γυμνοί. Ο βλάκας έτσι όπως ήταν σκοτεινά, προσπαθούσε να δώσει στον κώλο της νύφης, που νόμιζε ότι ήταν το κεφάλι του αδερφού του, το κρέας.  Η νύφη όμως αερίστηκε (κοινώς έκλασε ) και ο βλάκας νόμισε οτι ο αδερφός του φυσούσε το κρέας. Ετσι του έλεγε να μη φυσά γιατί είναι κρύο. Το αίμα ανέβηκε στο κέφάλι του έξυπνου που άρπαξε τον αδερφό του και τον έβγαλε από το δωμάτιο. Ντύσου του λέει να φύγουμε γιατί με έκανες ρεζίλι και δεν σου έχω καμιά εμπιστοσύνη μη κάνεις κιάλλα. Ντύνονται και ο έξυπνος γράφει ενα σημείωμα στον γαμπρό οτι έπρεπε να φύγει γιατί είχε κάποια δουλειά να κάμει και πήγαίνει στο σταύλο να πάρει το άλογο του. Βγένοντας λέει στο αδερφό του που καθυστερούσε να ντυθεί. Σύρε μωρέ τη πόρτα αμα βγείς.  Καβαλάει το άλογο ο έξυπνος και γυρίζει να δει τον αδερφό του που ερχόταν. Τι είναι μωρέ αυτό που κουβαλάς στη πλάτη σου ; Ρωτά ο γνωστικός . Δε μου πες να σύρω τη πόρτα ; Απαντά ο βλάκας . Βρε κουζουλέ εγώ σου είπα να κλείσεις τη πόρτα και εσύ την πήρες στη πλάτη σου ; Γρήγορα βάλτην στη θέση της να φύγουμε πριν ξυπνήσουν οι αθρώποι και μας πάρουν με τις λεμονόκουπες. Αλλη φορά δεν πρόκειται να έρθεις μαζί μου. Είπε ο γνωστικός που μετάνιωνε που πήρε τον αδερφό του μαζί του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου