Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΜΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Στο χωριό μας είχαν τη συνήθεια οι Μανάδες να τάσσουν τα παιδιά τους όταν αρρώσταιναν στην Παναγία ή σε κάποιο άγιο. Ετσι όταν το παιδί γινόταν καλά. έπρεπε να εκτελέσουν το τάξιμο. Μάλιστα τηρούσαν με ευλάβεια την εκτέλεση του ταξίματος. Ο λόγος ήταν οτι φοβόντουσαν την οργή του Αγίου αν δεν εκπλήρωναν το τάξιμο. Οπώς έλεγε και η θειά μου η Μαρία (μεγαλύτερη αδελφή της Μάνας μου) <κουζουλού κι Αγίου μη τάξεις, αλλα αν τάξεις να το κάμεις>. Ούτε ο κουζουλός ούτε ο Αγιος ξεχνάει, έλεγε η θειά μου. Το τάξιμο όμως της Μάνας μου ήταν να πάω με τα πόδια στη Παναγία την Φανερωμένη το δεκαπενταύγουστο νυστικός και να μεταλάβω. Φυσικά εγώ έπρεπε να εκτελέσω το τάξιμο, παρ'όλο που εγώ δεν είχα τάξει τίποτε !!! Ημουν και μικρός, έντεκα χρονών τότε και δεν μπορούσα να πάω μόνος μου. Ετσι η θειά μου η Καδιανή που μου έκανε όλα τα χατήρια γιατί μ' αγαπούσε, (είχε μείνει ανύπανδρη) με συνόδευσε μαζί με άλλους χωριανούς στο ταξίδι για την Παναγία τη Φανερωμένη που ήταν κοντά στη Παχιά Αμμο, πέντε ώρες δρόμο από το χωριό μας. Για να προλάβουμε την εκκλησία και να μεταλάβουμε, ξεκινήσαμε νύχτα από το χωριό. Είχαμε φτάσει κοντά στο Καλό χωριό και μ'έπιασε το στομάχι μου από το περπάτημα, όπως ήμουν και νυστικός. Η θειά μου έκοψε ενα κλωναράκι θύμο (θυμάρι) και μου είπε να το μασήσω για να μου περάσει ο πονόκυλος. Δεν μου πέρασε όμως και όταν φτάσαμε στο αγροκήπιο στο Καλό χωριό η θειά μου βρήκε ενα καφενείο που μόλις είχε ανοιξει και είπε στον καφετζή να μου φτιάξει ενα καφέ να τον πιώ, μήπως και μου περάσει ο πόνος. Πράγματι μετά τον καφέ άρχισε να μου περνά ο πόνος. Η θειά μου ήθελε να ανέβω στη γαϊδούρα, αλλά εγώ της έλεγα οτι η Μάνα μου είπε οτι πρέπει να πάω με τα πόδια στο Μοναστήρι. Η θειά επέμενε και έλεγε οτι <ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία ουκ έχει> αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος. Άλλωστε είχε αρχήσει να ξημερώνει και το Μοναστήρι ήταν κοντά, μισή ώρας δρόμο ακόμα. Ξεκινήσαμε πάλι και φτάσαμε στη κορφή ενός λόφου όπου είδαμε απέναντι το Μοναστήρι. Τώρα έπρεπε να κατεβούμε το βουνό και να ανεβούμε την απέναντι πλαγιά για να φτάσουμε.  Αλλά ο δρόμος τώρα ήταν όλο σκαλοπάτια. Η θειά μου έλεγε οτι ήταν οκτακόσια σκαλοπάτια. Τελικά φτάσαμε στο Μοναστήρι. Η λειτουργία είχε αρχίσει και αφού φτιάξαμε τα γαϊδούρια πήγαμε για να την παρακολουθήσουμε και να μεταλάβουμε. Όταν τελείωσε η λειτουργία ο Ηγούμενος της Μονής μας είχε τραπέζι και κάτσαμε να φάμε. Εγώ μετά την περιπέτεια με το στομάχι μου δεν είχε πολύ όρεξη για φαγητό. Ο Γούμενος το παρατήρησε και ρώτησε την θειά μου γαιτί δεν τρώγω. Η θειά του είπε για το περιστατικό με το στομάχι και ο Ηγούμενος με επαίνεσε για την πίστη και το θάρος μου, να συνεχίσω με τα πόδια αλλά μου είπε οτι πρέπει να φάω λιγάκι για να μην είναι άδειο το στομάχι μου. Μάλιστα είπε σε ένα καλόγερο και μου έφερε ενα πιάτο ζεστή κοτόσουπα για να φτιάξει το στομάχι μου. Αφού κάτσαμε σχεδόν όλη την ημέρα στο Μοναστήρι το απογευματάκι ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Αυτή τη φορά καβάλα στα καπούλια της γαϊδούρας της θειάς. Το τάξιμο εξ άλλου ήταν να πάω με τα πόδια, οχι και να γυρίσω !! Αυτή τη φορά απολάμβανα το τοπίο απο τα καπούλια της γαϊδούρας, απαλαγμένος από τον στομαχόπονο. Φτάσαμε στο χωριό νύχτα. Η Μάνα μου μας περίμενε με αγωνία να της πούμε πως τα πήγα !! Η θειά βέβαια δεν της ειπε τίποτα για τον στομαχόπονο για να μην ανησυχίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου