Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΤΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ (ΤΑ ΣΟΓΙΑ) ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ

Τις δεκαετίες πριν το 1970 οι οικογένειες ηταν πολύ δεμένες. Και όταν λέγαμε οικογένεια ενοούσαμε ολο το σόϊ μέχρι και τα δεύτερα ξαδέρφια. Τότε λοιπόν δεν τολμούσε κανένας να πειράξει κάποιον που είχε μεγάλο σόϊ γιατί φοβόταν την αντίδραση των υπολοίπων του σογιού. Ηταν τόσο δεμένες οι οικογένειες που όλα τα μέλη συμμετείχαν στις δουλειές και η μια οικογένεια του σογιού βοηθούσε την άλλη, στο μάζεμα των ελιών στο θέρος στο αλώνισμα. Επίσης στις χαρές και τις λύπες ήταν ολοι παρόντες και βοηθούσαν οπως μπορούσε ο καθένας. Βέβαια μαζευόταν πολλά ατομα και οι δουλειές γινόταν ευκολότερα αλλά γινόταν και χαβαλές από τα νεότερα μέλη των οικογενειών. Υπήρχαν και οι δυνατοί του σογιού που έκαναν τις δύσκολες δουλειές και οι πιο αδύνατοι που έκαναν τις βοηθητικές δουλειές. Θυμάμε μερικούς γάμους που μαζευόταν τα σόγια και βοηθούσαν στο τραπέζι και οχι μόνο. Από τον καιρό που δυνόταν το δακτυλίθι μέχρι τον γάμο, έπρεπε να γίνουν πολλές δουλειές. Πρώτο από όλα έπρεπε να βρεθεί σπίτι για να μείνει το νέο ζευγάρι. Αν δεν βρησκόταν, χτίζανε ένα καινούργιο. Έπειτα να επιπλωθεί, να στρωθεί από την νύφη με τα προικιά της. Και δεν είχαν και μεγάλες απαιτήσεις εκείνες τις εποχές. Ενα σπίτι με μιά κρεβατοκάμερα, μια κουζίνα και ενα καθιστικό που δεν ήταν πάντοτε απαραίτητο. Συνήθως η κουζίνα με το καθιστικό ηταν ένα. που τα χώριζε μια μεγάλη καμάρα στη μέση του δωματίου. Εξαρτόταν από τα οικονομικά του Γαμπρού. Ποιό απαραίτητος ήταν ο σταύλος για να βάλουν τα ζώα. Τότε τα ζώα ήταν απαραίτητα σε ένα νέο σπίτι. Οπως και η κάμερα, που ήταν ενα μακρόστενο δωμάτιο συνήθως χωρίς παράθυρο που έιχε μέσα πιθάρια και βαρέλια με λάδι και διάφορα όσπρια. Επίσης απαραίτητος ήταν και ο αχερώνας ένα ξεχωριστό δωμάτιο που είχε δύο εισόδους. Μιά από την οροφή που έβαζαν τα άχερα και μια από κάτω που τα έβγαζαν. Τα άχερα ήταν απαραίτητη τροφή για τα γαιδούρια και τις αγγελάδες. Τότε όποιος ήθελε να είναι σωστός νοικοκύρης έπρεπε να έχει ενα γαϊδούρι δυό αγγελάδες και δυό κατσίκες ή μια καστίκα και μια προβατίνα. Αν ήταν λιγάκι πιο πλούσιος είχε και ενα άλογο για να πηγαίνει στα πανηγύρια και τις γιορτές. Οι ντόπιες αγγελάδες ήταν πολύ δυνατά ζώα. Ηταν ανοικτού καφέ χρώματος, οχι πολύ μεγαλόσωμες, με μικρά κέρατα, που έκαναν τις δύσκολες δουλιές του οργώματος και του αλωνισμού. Τα γαϊδούρια ήταν τα μεταφορικά μέσα της εποχής. Τα πρόβατα και οι κατσίκες ήταν για το γάλα και τα γαλακτοκομικά πρόϊόντα και για αναπαραγωγή. Φυσικά το κοτέτσι ήταν μέρος του στάυλου. Σπίτι χωρίς  κότες δεν υπήρχε τότε. Ασε που ήταν ελέυθερες  στα σοκάκια του χωριού.
ομως όταν βράδιαζε ήξερε η καθε κότα το κοτέτσι της και πήγαινε. Βέβαια δεν έλυπαν και οι κλεφτοκοτάδες γιαυτό υπήρχε ο σκύλος που φύλαγε στη πόρτα του σταύλου. Ετσι δύσκολα έμπαινες σε ξένο σταύλο που δεν σε γνώριζε ο σκύλος φύλακας. Δύσκολες εποχές !! Δεν υπήρχαν τότε θέσεις στο Δημόσιο, (ποιο Δημόσιο ;) Ενας δάσκαλος, ένας αγροφύλακας και ενας παπάς που δεν πληρωνόταν τότε από το κράτος αλλά οτι του έδηναν οι ενορήτες (τότε υπήρχαν πραγματικοί παπάδες)
Αντε να βάλουμε και το γραματέα της κοινότητας που συνήθως ήταν κάποιος απόστρατος χωροφύλακας που ήξερε πέντε γράμματα του Δημοτικού και ότι είχε μάθει στη χωροφυλακή. Ο δήμαρχος ήταν άμισθος. Αλλά δεν τον εύρισκες ποτέ στο Δημαρχείο. Μόνο στα χωράφια ή στο καφενείο τον εύρισκες. Αλλά στους Γάμους και στα πανηγύρια ήταν πρώτος απ' όλους. Συνήθως ο Δήμαρχος ήταν από μεγάλο σόϊ, που είχε πολλούς ψηφοφόρους. Γιαυτό και έβγαινε πρώτος στους ψήφους. Ήταν πλούσιος  και είχε βοηθήσει πολύ κόσμο, εκτός και εντος του σογιού του. Απαραίτητη προϋπόθεση να είχε κάνει πολλές κουμπαριές εκτός σογιού (κάτι ήξερε ο Μητσοτάκης ). Οι κουμπαριές μέχρι πρωθυπουργό βγάζουνε !! Ο Δήμαρχος ήταν ο επιστάτης στις δουλειές που γινόταν στο χωριό. Έπαιζε τον αστυνόμο τον δικαστή τον προξενητή. Ήταν με άλλα λόγια ο αρχηγός του χωριού. Θα σα πω μια ιστορία για να καταλάβαιτε την δύναμη που είχε τότε ο Δήμαρχος και το δέσιμο του σογιού. Ήταν λίγο μετά τον εμφύλιο. Ακόμα υπήρχε καχυποψία και φόβος μεταξύ των ανθρώπων.
Ενας νεαρός από ένα παραδιπλανό χωρίο είχε ερωτευτεί την ανηψιά του πατέρα μου (κόρη της αδελφής του). Όμως το σόϊ του δεν ήθελε την κοπελιά (κυρίως ο αδελφός του ). Έτσι ήρθε στον πατέρα μου και του είπε το πρόβλημα του. Ο πατέρας μου ήταν κασάπης και πολύ δυνατός και μεγαλόσωμος άνδρας. Είχε κάνει και χωροφύλακας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 19-22. Τον συμβούλεψε λοιπόν να την κλέψει (την ανηψιά του), αφού την αγαπά και να την φέρει στο σπίτι του (του πατέρα μου) κι αυτός θα τους παντρέψει. Την επόμενη νύχτα πήγε στο σπίτι της κοπέλας και την πήρε και την έφερε (με τα πόδια) στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου κανόνισε με τον παπά και το Δήμαρχο που ήταν πρώτος ξάδερφος της Μάνας μου, τα χαρτιά του γάμου και τις διαδικασίες. Ο γάμος έγινε σε δυό μέρες. Ενω είχε τελειώσει  το μυστήριο στην εκκλησία  και ερχόταν σπίτι μας για να γίνει το τραπέζι,  ήρθε ο αδελφός του Γαμπρού με μερικούς χωροφύλακες με όπλα και μπουκάρουν στη αυλή του σπιτιού μας. Πέρνουν τη νύφη τον γαμπρό και οσους βρήκαν στην αυλή. Ακόμα και τον τσαγκάρη που ήρθε να πάρει τα παπούτσια της νύφης γιατί την εκοψαν για να τα φτιάξει. Εγώ είχα κρυφτεί κατω από το κρεβάτι και δεν με βρήκαν. Ο πατέρας μου έλειπε στο κασάπικο και όταν ήρθε σπίτι, του είπε η Μάνα μου, που έτυχε να είναι στο απέναντυ σπίτι (το πατρικό της) που θα γινόταν ττο τραπέζι και δεν την πήραν κι αυτή, ότι  τους είχαν πάρει στη Νεάπολη στο τμήμα οι χωροφυλάκοι. Ο Πατέρας μου γνώριζε σαν παλιός χωροφύλακας τον αστυνόμο στη Νεάπολη. Πήρε λοιπόν τον Δήμαρχο και πήγαν στη Νεάπολη στο τμήμα. Μπήκαν στο γραφείο του αστυνόμου φουριόζοι. Βρε καλώς τον φίλο μου το Μανώλη και τον Δήμαρχο. Πως από δώ ;  Είπε ο Αστυνόμος. Ο Πατέρας του είπε . Η κοπελιά που φέρετε από τσι Λίμνες με τον Γαμπρό, είναι ανηψιά μου και εγώ τους πάντρεψα. Ο Γαμπρός την έφερε σπίτι μου γιατί ο αδερφός του που έφερε τους χωροφύλακές σου και την πήραν δεν την ήθελε. Αλλά εδώ έχω και το Δήμαρχο που ήταν παρών όταν ο Γαμπρός ήρθε και με βρήκε και μου ζήτησε να τους παντρέψω. Λοιπόν αφού αυτός αποφασισε να παντρευτεί ο αδερφός δεν έχει καμιά δουλειά να επεμβαίνει. Αλλωστε είναι μεγάλος έχει πάει στρατιώτης και δεν του ζήτησε ούτε λεφτά ούτε χωράφια. Ο Αστυνόμος συκώθηκε από το γραφείο του και είπε στον Πατέρα μου. Συγνώμη βρε Μανώλη δεν ήξερα ότι ήταν ανηψιά σου. Αλλά ο άνθωπος αυτός ήρθε και μας είπε οτι απαγάγανε τον αδερφό του με το ζόρι και πανε να τον παντρέψουν χωρίς την θελησή του. Φέρε τον Γαμπρό να μας πεί ο ίδιος την αλήθεια. Είπε ο Πατέρας μου. Έφεραν τον Γαμπρό και εκείνος είπε αυτά που είχε πεί και ο Πατέρας μου .  Ο Αστυνόμος τότε είπε . Συγνώμη και πάλι Μανώλη. Μπορείς να τους πάρεις και να πάς στο καλό. Επίσης μπορείς να κάνεις μύνηση στον αδερφό του γαμπρού αν θέλεις για την ταλαιτωρία και για συκοφαντική δυσφήμηση. Ασε που θα τα πούμε οι δυό μας αργότερα. Δεν χρειάζεται να κάνω τίποτε. Οι άνδρες που φοράνε παντελόνια, κάνουν τις δουλιές τους αλλιώς. Είπε ο πατέρας μου. Ο Αστυνόμος  γύρισε στον αδερφό του γαμπρού και του είπε. Εσύ θα μείνεις, να σου πώ δυό λογάκια για άσκοπη απασχόληση της υπηρεσίας, ψευδή καταγγελία και κάμποσα άλλα πραμματάκια. Και διέταξε ένα χωροφύλακα να τον πάει στο κρατητήριο. Ο Πατέρας μου ευχαρίστησε τον Ατυνόμο, πήρε γαμπρό και νύφη και τους υπόλοιπους και πήγαν στο χωριό για να κάτσουν στο γαμήλιο τραπέζι.  Εγώ χάρηκα που τους είδα πάλι (είχα ρίξει μαύρο δάκρυ όταν τους πήραν οι χωροφύλακες) και άρχισα να πειράζω την ξαδέρφη μου τη νύφη. Ο γαμπρός κι η νύφη το τηγάνι γλύφει . Της έλεγα, κι αυτή με κηνυγούσε γύρω από το τραπέζι. Αυτό το περιστατικό, έγινε αιτία ο τσαγκάρης που ήταν ανηψιός του πατέρα μου, να μπεί στην ατυνομία πόλεων. Με τη βοήθεια του Αστυνόμου του Δημάρχου και του πατέρα μου βέβαια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου