Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

TΟ ΜΑΖΕΜΑ ΤΩΝ ΑΜΥΓΔΑΛΩΝ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ

Τις δεκαετίες του 40 και του 50 οι Λιμνιώτες φύτευαν αμυγδαλιές και η Μάχα και όλος ο τζανούκος ήταν γεμάτος αμυγδαλιές αλλά και δυτικά μέχρι τον Νικηθιανό υπήρχαν πολλες αμυγδαλιές. και στον κάμπο ήταν πολλές, όπως και στο νεκροταφείο και στην Αγία Παρασκευή. Ακόμα και μακρύτερα όπως στον Αγιο Λουκά, στο Λουσέστρο, στην Αγία Πελαγία, στον Καλό Λάκο. Εκεί ομως που ήταν μονοκαλιέργια ήταν στα Ατσιμπραγά. Όλες οι πλαγιές ήταν γεμάτες αμυγδαλιές. Μετά άρχιζαν οι χαρουπιές που έφταναν μέχρι τη θάλλασσα και τον Αγιο Νικόλαο. Το μάζεμα των αμυγδάλων είναι καλοκαιρινή ασχολία. Και ήταν σαν παιγνίδι για μας τα παιδιά τότε. Τα σχολεία ήταν κλειστά λόγω θερινών διακοπών και οι γονείς μας μας έπερναν στα χωράφια να βοηθήσουμε και να μαθαίνουμε κιόλας. Ήπαμε στη προηγούμενη ιστορία ότι εκείνα τα χρόνια οι οικογένειες ήταν κοντά η μια στην άλλη και υπήρχε αλληλεγγύη στα σόγια. Μαζευτήκανε λοιπόν οι Κοκολάκιδες όλοι και πήγανε στα Ατσιμπραγά. Πήγανε και η θειά μου Καδιανή με τη Μάνα μου και πήρανε και εμένα. Είχαμε σπίτι στα Ατσιμπραγά που τότε πρέπει να είχαν καμιά εικοσαριά μόνιμους κατοίκους. Πυθαρούλιδες, Κατσούλιδες και Κοκόλιδες. Αφού μαζέψαμε τα κοντινά χωράφια το βράδυ κοιμηθήκαμε στο αλώνι που ήταν έξω από το σπίτι μας που ήταν στην άκρη του λόφου που ήταν ο οικισμός, πάνω από τους σπήλιους. Εκεί κοιμήθηκαν παρέα και τα ξαδέρφια μου Κοκολάκιδες που έιχαν έρθει μαζί μας για να μαζεύψουν τα δικά τους αμύγδαλα. Μπήκαμε λοιπόν ο καθένας σε ένα τσουβάλι και μαζευτήκαμε στη μέση του αλωνιού ο ένα κοντά στον άλλο για να μη κρυώνουμε τη νύχτα.  Την άλλη μέρα πήγαμε στη Λαγγάδα. Ενα μέρος όπου είχαμε ενα μεγάλο χωράφι με καμιά πενηνταριά αμυγδαλιές. Ο καιρός όμως άλλαξε και επειδή το βράδυ θα διανυκτέρευαν εκεί, εμένα μου φόρτωσαν τα δυό γαϊδούρια και τα πήγα στο χωριό. Η θειά μου η Μαρία ξυπάστηκε που με ήδε και με ρώτησε γιατί γύρησα. Της απάντησα ότι ο καιρός άλλαξε και επειδή θα κοιμόταν στο χωράφι στη λαγγάδα για να μην κρυώσω με έστηλαν στο χωριό. Κοιμήθηκα στο χωριό και το πρωί με ξύπνησε η θειά και πήρα τα γαϊδούρια και πήγα στο χωράφι. Η Μάνα μου μου είπε οτι έκανε πολύ κρύο τη νύχτα και παρόλο που μπήκαν σε δυό τσουβάλια και τυλίχτηκαν και μια λιναρένια ανάπλα τρέμανε τα δόντια τους από το κρύο. Τα τσουβάλια τότε ήταν μεγάλα τρίρηγα και έβαζαν 80 οκάδες καρπό. Το βράδυ μαζεύψαμε τα αμύγδαλα και γυρήσαμε νύχτα στο χωριό. Το ίδιο γινόταν και με τα χαρούπια. Μόνο που τότε μέναμε μέσα στο σπίτι γιατί ήταν Σεπτέβρης. Τη νύχτα μας έκανα παρέα οι ποντικοί που τους χαλάσαμε την ησυχία τους και μας κοίταζαν παραξενευμένοι για τους απρόσκλητους μουζαφίριδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου