Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ ΟΙ ΛΕΠΡΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΣΤΗ ΚΟΛΟΚΥΘΑ

 Hταν καλοκαίρι του 1954 και μάλιστα, ο καιρός που μαζεύαμε τα αμύγδαλα. Η θεία μου η Καδιανή με ρώτησε αν θέλω να πάω μαζί της να μαζεύψουμε τα αμύγδαλα στη χερσόνησο κολοκύθα στην Ελούντα. Ηταν το πιο μακρυνό χωράφι που έιχαμε γιατί ήταν προικιό της Γιαγιάς Ελεούσας που ήταν από την Ελούντα, μητέρας της μητέρας μου και της θειάς Καδιανής. Πήραμε τη γαϊδούρα του θείου Μανώλη και τη γαϊδούρα της θειάς Καδιανής, για να φορτώσουμε τα αμύγδαλά που θα βρίσκαμε. Ο Σηκωθήκαμε πρωί-πρωί και πήραμε το δρόμο για τον Καλό λάκο. Τότε όλοι οι δρόμοι ήταν γαϊδουρόδρομοι και αυτοκίμητα δεν μπορούσαν να περάσουν γιατί σε πολλά μέρη ήταν στενός ο δρόμος και σε άλλα σημεία υπήρχαν σκαλοπάτια. Ασε που ήταν πολύ λίγα τότε. Καβαλούσα την γαϊδούρα του μπάρμπα Μανώλη και απολάμβανα τη φύση όπως πηγαίναμε προς τον Καλό λάκο. Από το λιβάδι του Καλού λάκου συνεχίσαμε προς τον πόρο του λούτσι με την Οξά και πήραμε τον κατηφορικό δρόμο για την Ελούντα. Απέναντυ μας βλέπαμε τους ανθρώπους που δούλευαν στις αλυκές της Ελούντα και αριστερά στο βουνό το νταμάρι με τις ακονόπετρες. Τις ακονόπετρες τις έπερναν οι μαραγκοί, οι τσαγκάριδες και αλλοι επαγγελματίες που χρησιμοποιούσαν μαχαιρια ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα για να κάνουν τη δουλειά τους. Αλλά και σε όλα τα σπίτια υπήρχαν τότε ακονόπετρες. Στις αλυκές έβγαζαν αλάτι. Τότε δεν υπήρχε Κάλας και Ηρα . Το αλάτι πουλιώταν στα μπακάλικα με το τσουβάλι κιλό κιλό. Αυτά τα έβλεπα για πρώτη φορά και είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα και χάζευα το θέαμα. Κάποια στιγμή η θειά μου που με πήρε χαμπάρι, μου έβαλε τις φωνές να κρατώ καλά στο σαμάρι, για να μην πέσω από την γάϊδάρα. Φτάσαμε στο χωριό της Ελούντας που τότε ήταν ενα μικρό χωριουδάκι, που οι ανθρωποι ηταν ψαράδες ή εργάτες στις αλυκές και στο νταμάρι με τις ακονόπετρες. Οσοι δεν μπορούσαν να δουλέψουν και δεν είχαν περιουσία, έκαναν τους ζητιάνους  Διακονιάριδες τους λέγανε τότε και η Ελούντα είχε τους περισσότερους σε όλο τον Νομό. Τώρα τα παιδιά των διακονιάριδων αυτών έγιναν πλούσιοι με τον τουρισμό, που άλλαξε την μορφή της Ελούντας και την έκαμε κοσμοπολίτικο θέρετρο. Σταματήσαμε στο χωριό για να δούμε  κάποιους συγγενείς (από τη Γιαγιά Ελεούσα ) και τους άφήσαμε μερικά πράματα (κηπευτικά ντομάτες αγγούρια φασολάκια) γιατί στην Ελούντα δεν είχαν αρκετό νερό, αλλά ούτε είχαν μέρος να τους κάνουν, γιατί ήταν πετρότοπος και δεν υπήρχε αρκετό καλό χώμα, για να κάμουν κήπους. Μετά πήραμε το μονοπάτι για την κολοκύθα. Στη μέση της κολοκύθας το μονοπάτι σταματούσε και υπήρχαν δυο άλλα μονοπάτια πιο μικρά. Το ενα πήγαινε βόρεια προς την Σπιναλόγκα και το άλλο νότια . Πήραμε το νότιο μονοπάτι και σε πέντε λεπτά φτάσαμε στο χωράφι που ήταν στη ανατολική πλευρά του νότιου λόφου της κολοκύθας. Δέσαμε τις γαϊδούρες να βοσκήσουν και αρχήσαμε να μαζεύουμε τα αμύγδαλα. Δεν ήταν πολλές αμυγδαλιές και δεν είχαν και πολλά αμύγδαλα και τελειώσαμε πρίν το μεσημέρι . Κάτσαμε και φάγαμε για μεσημεριανό, που ήταν τυρί και ψωμί (ντάκο ξερό) και λίγιες ελιές παστές. Ηπιαμε και λίγο νερό από τα παγούρια μας. Η θειά μου φώναζε να κάνω οικονομία γαιτί δεν υπήρχε νερό έκτός από τα παγούρια μας για να έχω και στην επιστροφή. Φορτώσαμε τη γαϊδούρα της θειάς που ήταν πιο νέα και εμείς καβαλήσαμε την άλλη γαϊδούρα του μπάρμπα και ξεκινήσαμε. Αντι να πάμε όμως από το μονοπάτι που είχαμε έρθει, πήραμε το μονοπάτι για τη βορεινή μεριά της χερσονήσου. Ρώτησα τη θειά μου που πάμε και αυτή μου απάντησε. Θα σε πάω να δεις το νησί που μένουν οι λεπροί. Οι άρωστοι θεία ; Ξαναρώτησα . Ναι μου είπε, αλλά μη φοβάσαι, είναι μακρυά. Μακρυά δεν ήταν αλλά υπήρχε η θάλλασσα μεταξύ μας. Η τριχιά μου σηκώθηκε στα χέρια μου και κύταζα με φόβο τους ανρθώπους απέναντυ που φαινόταν να μην ενοχλούνται από την παρουσία μας. Η θειά μου γνώρισε μια γνωστή της γυναίκα και της  φώναξε με το όνομά της. Η γυναίκα σταμάτησε κοίταξε προς το μέρος μας και φώναξε. Μωρέ η Καδιανή είσαι ; Ναι, φώναξε δυνατά η θειά μου για να την ακούσει . Και το κοπέλι που σέρνεις τίνος είναι ; Ξαναρώτησε η γυναίκα . Της αδερφής μου της Δοξανιάς είπε πάλι φωναχτά η θειά μου. Να της πεις χαιρετήσματα και στα άλλα αδέρφια σου, είπε η γυναίκα και απομακρύνθηκε .Ευχαρίστως είπε η θειά μου και την χαιρέτησε γυρίζοντας τις γαϊδούρες να φύγουμε. Εγώ εξακολουθούσα να κοιτάζω το χωριό των λεπρών που μου φαινόταν πιο μεγάλο από την Ελούντα. Με ωραία  πέτρινα σπίτια και καλντιρίμια. Και ρωτούσα τη θειά μου ένα σορό ερωτήσεις για τους ανθρώπους αυτούς. Μέχρι να φτάσουμε στον καλό λάκο η συζήτηση ήταν για τους λεπρούς. Τόσο μεγάλοι εντύπωση μου είχε κάνει το γεγονός οτι είδα, έστω και απο μακρυά, αυτούς τους ανθρώπους και τον τόπο που έμεναν. Στο χωριό φτάσαμε το απόγευμα και πριν φτάσουμε στο σπίτι της θειάς πήδησα από τη γαϊδούρα και έτρεξα να πώ στη Μάνα μου τις εντυπώσεις μου από το ταξίδι και κυρίως για οτι είδα τους λεπρούς στη Σπιναλόγκα. Δεν ξαναπήγα στη κολοκύθα γιατι η θειά μου αντάλαξε το χωράφι επειδή της έπεφτε μακρυά, με κάποιον συγγενή της από την Ελούντα, που της έδωσε ένα αλλο χωράφι με αμυγδαλιές, στα Ατσιπραγά που είχε και αλλα χωράφια η θειά και η Μάνα μου. Η ανάμνηση όμως αυτής της  γνωριμίας μου με τους λεπρούς είχει μήνει στο μυαλό μου. Η επόμενη φορά που τους ξαναείδα βράδυ και από μακρυά, ήταν στο Νοσοκομείο λοιμοδών νόσων στην Αγία βαρβάρα Αιγάλεω, όταν υπηρετούσα στην Αεροπορία στο Τατόϊ και κόλησα μαγουλάδες. Ηταν Μεγάλη Παρασκευή βράδι και οι λεπροί έκαναν την περιφορά του Επιταφίου το 1966.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου