Ηταν ένας αδύνατος μεσόκοπος άνθρωπος, κακομούτσουνος μαυριδερός, με ζαρωμένο πρόσωπο από την αγροτική ζωή και τις στερήσεις αλλά η καρδιά του ήταν περιβόλι. Αγαπούσε τη ρακή και το χωριό μας. Που τον έχανες που τον έβρησκες σχεδόν κάθε πρωί ήταν στου Χριστίνη το καφενείο με το γαϊδαρό του με μια μεσοδιαλυμένη πάνινη βαλίτσα μεσοσόμαρα και ένα σκαπέτι μόνιμα κρεμασμένο και ένα τρουβά με τα εργαλεία του.
Στο χωριό βέβαια ερχόταν για δουλειά γιατί ο άνθρωπος ήταν εργάτης και έψαχνε να βρεί κανένα μεροκάματο για να θρέψει την οικογενειά του. Και στο χωριό υπήρχαν πολλες δουλειές. Σκαψίματα στους κήπους. στα αμπέλια, κλαδέματα, ξεκοπρήσματα και διάφορα άλλα μερεμέτια που μπορούσε να κάνει αυτός ο άνθρωπος. Αφού λοιπόν έβγαζε το μεροκάματο΄,πήγαινε στο καφενείο και έπινε μερικές ρακές.
Εκεί λοιπόν μαζευόταν τα παιδιά και τον παρακαλούσαν να παίξει καραγκίοζη. Όλοι στο χωριό τον γνώριζαν με το όνομα <<ο καραγκιόζης απο το χουμεριάκο>> γιατί το δεύτερο επάγγελμα -ας το πούμε- ήταν καραγκιοζοπαίκτης. Γιαυτό και η μόνιμη βαλίτσα με τα σύνεργα στο σαμάρι του γαϊδάρου του.
Το καλοκαίρι έπαιζε έξω στη πλατεία. Αλλά τον χειμώνα έπαιζε μέσα στα καφενεία του χωριού. Στο διάλειμμα της παράστασης έβγαζε δίσκο και οι πατεράδες έδηναν τον οβολό τους για την διασκέδαση των παιδιών τους. Είχε μεγάλο ρεπερτόριο και κάθε φορά έπαιζε και άλλο επεισόδιο. Στο τέλος της παράστασης ακολουθούσαν τα επίκαιρα του χωριού.
Δεν έπαιζε κάθε κάθε μέρα καραγκιόζη. Συνήθως έπαιζε μια φορά το μήνα το χειμώνα και πιο συχνά το καλοκαίρι. Ήταν όμως καταπληκτικός καραγκιοζοπαίκτης. ¨Οταν μεγάλωσα και έφυγα από το χωριό, γνώρησα και άλλους καραγκιοζοπαίκτες. Αλλά μονο ο μεγάλος Ευγένιος Σπαθάρης τον περνούσε στην τεχνική του καραγκιοζοπαίχτη.
Μια φορά λοιπόν έπαιζε στου Χριστίνη την παράσταση <ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φύδι.>. Μετά την παράσταση παρουσίασε τα νέα του χωριού που μεταξύ των άλλων περιλάμβανε και
το κλέψιμο ένός τυριού του μπάρμπα μου του Κυπαρίση από ένα σκύλο. Ο μπάρμπας είχε ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή και μπήκε ο σκύλος και πήρε το τυρί από το τραπέζι. Τον πήρε στο κυνήγι και ο σκύλος έτρεχε πρός του χριστινη το καφενείο. Στον μπερντέ λοιπόν έδειξε τον καραγκίοζη που φώναζε: Το τυρί μωρέ, το τυρί πιάστε το τυρί που πήρε ο σκύλος από του Κυπαρίση. Και έδειχνε και ένα σκύλο που κρατούσε το τυρί και τον κυνηγούσαν ο καραγκιόζης με τα κολυτήρια του. Και εμείς από την πλατεία τα πιτσιρίκια να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Ακόμα και ο μπάρμπας μου ο Κυπαρίσσης που ήταν παρών και παθών γελούσε κι αυτός.
Αυτός ήταν ο <καραγκιόζης από το χουμεριάκο> που μας διασκέδαζε όταν δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, θέατρα και συνεμάδες στα παιδικά μας χρόνια.
Στο χωριό βέβαια ερχόταν για δουλειά γιατί ο άνθρωπος ήταν εργάτης και έψαχνε να βρεί κανένα μεροκάματο για να θρέψει την οικογενειά του. Και στο χωριό υπήρχαν πολλες δουλειές. Σκαψίματα στους κήπους. στα αμπέλια, κλαδέματα, ξεκοπρήσματα και διάφορα άλλα μερεμέτια που μπορούσε να κάνει αυτός ο άνθρωπος. Αφού λοιπόν έβγαζε το μεροκάματο΄,πήγαινε στο καφενείο και έπινε μερικές ρακές.
Εκεί λοιπόν μαζευόταν τα παιδιά και τον παρακαλούσαν να παίξει καραγκίοζη. Όλοι στο χωριό τον γνώριζαν με το όνομα <<ο καραγκιόζης απο το χουμεριάκο>> γιατί το δεύτερο επάγγελμα -ας το πούμε- ήταν καραγκιοζοπαίκτης. Γιαυτό και η μόνιμη βαλίτσα με τα σύνεργα στο σαμάρι του γαϊδάρου του.
Το καλοκαίρι έπαιζε έξω στη πλατεία. Αλλά τον χειμώνα έπαιζε μέσα στα καφενεία του χωριού. Στο διάλειμμα της παράστασης έβγαζε δίσκο και οι πατεράδες έδηναν τον οβολό τους για την διασκέδαση των παιδιών τους. Είχε μεγάλο ρεπερτόριο και κάθε φορά έπαιζε και άλλο επεισόδιο. Στο τέλος της παράστασης ακολουθούσαν τα επίκαιρα του χωριού.
Δεν έπαιζε κάθε κάθε μέρα καραγκιόζη. Συνήθως έπαιζε μια φορά το μήνα το χειμώνα και πιο συχνά το καλοκαίρι. Ήταν όμως καταπληκτικός καραγκιοζοπαίκτης. ¨Οταν μεγάλωσα και έφυγα από το χωριό, γνώρησα και άλλους καραγκιοζοπαίκτες. Αλλά μονο ο μεγάλος Ευγένιος Σπαθάρης τον περνούσε στην τεχνική του καραγκιοζοπαίχτη.
Μια φορά λοιπόν έπαιζε στου Χριστίνη την παράσταση <ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φύδι.>. Μετά την παράσταση παρουσίασε τα νέα του χωριού που μεταξύ των άλλων περιλάμβανε και
το κλέψιμο ένός τυριού του μπάρμπα μου του Κυπαρίση από ένα σκύλο. Ο μπάρμπας είχε ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή και μπήκε ο σκύλος και πήρε το τυρί από το τραπέζι. Τον πήρε στο κυνήγι και ο σκύλος έτρεχε πρός του χριστινη το καφενείο. Στον μπερντέ λοιπόν έδειξε τον καραγκίοζη που φώναζε: Το τυρί μωρέ, το τυρί πιάστε το τυρί που πήρε ο σκύλος από του Κυπαρίση. Και έδειχνε και ένα σκύλο που κρατούσε το τυρί και τον κυνηγούσαν ο καραγκιόζης με τα κολυτήρια του. Και εμείς από την πλατεία τα πιτσιρίκια να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Ακόμα και ο μπάρμπας μου ο Κυπαρίσσης που ήταν παρών και παθών γελούσε κι αυτός.
Αυτός ήταν ο <καραγκιόζης από το χουμεριάκο> που μας διασκέδαζε όταν δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, θέατρα και συνεμάδες στα παιδικά μας χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου