Το 1968 έμενα στην Αθήνα κοντά στη πλατεία του Αγίου Θωμά στο Γουδί. Οδός Αγίας Λαύρας 63 στη πολυκατοικία του Γιατρού του Μενεγάκη, αδερφού της γυναίκας του Μπάρμπα μου του δασκάλου Στάθη Χαλκιαδάκη. Μέναμε μαζί με τον ξάδερφό μου τον Θεμιστοκλή του Μπάρμπα μου του Κοκόλη (Νικολάου Χαλκιαδάκη), σε ένα διαμέρισμα στο ισόγειο. Θυρωρός ήταν ο Νικολής του Απαλαγού που τον είχαμε ρεζέρβα στη πρέφα όταν δεν βρήσκαμε άλλο για τρίτο. Στη πολυκατοικία ερχόταν πολλοί χωριανοί . Μεταξύ αυτών και ο ξάδερφός μου (από τη Μάνα μου) Σταύρος του Παρθένη (Μανώλη Κοκολάκη του Χαρίλαου) και παίζαμε πολλές φορές πρέφα όταν δεν είχε διαβάσματα ο Θεμιστοκλής. Πρίν τις απόκριες μας ρώτησε αν είχαμε κανονίσει να πάμε κάπου την καθαρά Δευτέρα. Του είπαμε ότι δεν είχαμε κανονίσει και μας κάλεσε να πάμε στο σπίτι που έμενε στο Περιστέρι, να μας κάνει το τραπέζι, μια και θα ήταν εκεί και η κοπελιά του, μετέπειτα κυρία Κοκολάκη.
Ξυπνήσαμε λοιπόν τηνΚαθαρά Δευτέρα το πρωί, βάλαμε τα σχολιανά μας και πήραμε το λεωφορείο να κατεβούμε στην Ακαδημία και απο εκεί κάπου από την Ομόνοια πήραμε το άλλο λεωφορίο για το Περιστέρι. Φτάσαμε κάποια ώρα στο σπίτι που έμενε ο Σταύρος. Χαιρετήσαμε την οικοδέσποινα και της δώσαμε το δώρο μας, μια και ερχόμαστε πρώτη φορά στο σπίτι και κάτσαμε μέχρι να ετοιμάσει τα φαγητά η κοπελιά του Σταύρου. Αντε να παίξουμε μια πρέφα μέχρι να ετοιμαστούν τα φαγητά λέει ο Σταύρος. Αλλο που δεν θέλαμε και εμείς το στρώσαμε στη πρέφα. Όταν ετοιμάστηκαν τα νυστήσιμα μας φώναξε στο τραπέζι η κοπελιά του Σταύρου. Κάτσαμε και αρχήσαμε το φαγωπότι. Χταποδάκι βραστό ραπανάκια με μαρούλι σαλάτα, πατάτες βραστές, γαρίδες και ταραμοκεφτέδες. Αφού τρώγαμε και πίναμε κανα δυο ώρες και μας έπιασε το απόγευμα ο ξάδερφός μου ο Θεμιστοκλής με σκουντούσε να φήγουμε γιατί κάτι τον είχε πειράξει, στο στομάχι. Αφού χαιρετήσαμε το Σταύρο και την κοπελιά του, πήραμε το λεωφορίο και κατεβήκαμε στην Ομόνοια. Από εκεί ανεβαίναμε την Πανεπιστημίου για να πάρουμε το λεωφορίο για τι Γουδί. Οι δρόμοι ήταν άδειοι λόγω της ημέρας και τα αυτοκίνητα πολύ λίγα στους δρόμους. ¨Οπως είναι συνήθως η Αθήνα στις μεγάλες γιορτές, όπου ο κόσμος πάει στα χωριά του. Κάποια στιγμή έχασα τον Θεμιστοκλή από δίπλα μου. Ρε που πήγε αυτός αναρωτήθηκα και έψαξα να τον βρώ. Τον βλέπω σε ένα σιδερένιο καλάθι που ήταν κρεμασμένο σε ένα στήλο της ΔΕΗ να κάνει εμετό. Ρε τι κάνεις εκεί ; Τον ρωτώ. Ασε ξάδερφε με θερίσανε οι ταραμοκεφτέδες και το κρασί του Σταύρου μου απάντησε. Θές να πάρουμε ένα ταξί αν δεν είσαι καλά να πάμε σπίτι ;Τον ρωτώ. Ασε καλύτερα να πάρουμε το λεωφορίο, μα δε θα έχει πολύ κόσμο σήμερα, να κάτσω και σε κανένα παραθύρι να μου κτηπήσει αέρας να συνέλθω. Προχωρήσαμε λιγάκι ακόμα και φτάσαμε στην αφετηρία του Γουδί στην Ακαδημίας. Τον ξαναρώτησα. Μωρε σύ καλά είσαι ; Καλύτερα μου απαντά. Μετά που τα έβγαλα και ξαλάφρωσα αισθάνουμε καλύτερα. Μπήκαμε στο λεωφορίο και πήγαμε σπίτι μας. Ο Θεμιστοκλής μόλις κατεβήκαμε μου είπε. Αυτοί οι κωλοταραμοκεφτέδες μου την κάνανε τη δουλειά μα δε πρόκειται να τσι ξαναφάω. !!! Έβαλα τα γέλια, τον έπιασα αγγαζέ και πήγαμε στο διαμέρισμα που νοικιάζαμε.
Ξυπνήσαμε λοιπόν τηνΚαθαρά Δευτέρα το πρωί, βάλαμε τα σχολιανά μας και πήραμε το λεωφορείο να κατεβούμε στην Ακαδημία και απο εκεί κάπου από την Ομόνοια πήραμε το άλλο λεωφορίο για το Περιστέρι. Φτάσαμε κάποια ώρα στο σπίτι που έμενε ο Σταύρος. Χαιρετήσαμε την οικοδέσποινα και της δώσαμε το δώρο μας, μια και ερχόμαστε πρώτη φορά στο σπίτι και κάτσαμε μέχρι να ετοιμάσει τα φαγητά η κοπελιά του Σταύρου. Αντε να παίξουμε μια πρέφα μέχρι να ετοιμαστούν τα φαγητά λέει ο Σταύρος. Αλλο που δεν θέλαμε και εμείς το στρώσαμε στη πρέφα. Όταν ετοιμάστηκαν τα νυστήσιμα μας φώναξε στο τραπέζι η κοπελιά του Σταύρου. Κάτσαμε και αρχήσαμε το φαγωπότι. Χταποδάκι βραστό ραπανάκια με μαρούλι σαλάτα, πατάτες βραστές, γαρίδες και ταραμοκεφτέδες. Αφού τρώγαμε και πίναμε κανα δυο ώρες και μας έπιασε το απόγευμα ο ξάδερφός μου ο Θεμιστοκλής με σκουντούσε να φήγουμε γιατί κάτι τον είχε πειράξει, στο στομάχι. Αφού χαιρετήσαμε το Σταύρο και την κοπελιά του, πήραμε το λεωφορίο και κατεβήκαμε στην Ομόνοια. Από εκεί ανεβαίναμε την Πανεπιστημίου για να πάρουμε το λεωφορίο για τι Γουδί. Οι δρόμοι ήταν άδειοι λόγω της ημέρας και τα αυτοκίνητα πολύ λίγα στους δρόμους. ¨Οπως είναι συνήθως η Αθήνα στις μεγάλες γιορτές, όπου ο κόσμος πάει στα χωριά του. Κάποια στιγμή έχασα τον Θεμιστοκλή από δίπλα μου. Ρε που πήγε αυτός αναρωτήθηκα και έψαξα να τον βρώ. Τον βλέπω σε ένα σιδερένιο καλάθι που ήταν κρεμασμένο σε ένα στήλο της ΔΕΗ να κάνει εμετό. Ρε τι κάνεις εκεί ; Τον ρωτώ. Ασε ξάδερφε με θερίσανε οι ταραμοκεφτέδες και το κρασί του Σταύρου μου απάντησε. Θές να πάρουμε ένα ταξί αν δεν είσαι καλά να πάμε σπίτι ;Τον ρωτώ. Ασε καλύτερα να πάρουμε το λεωφορίο, μα δε θα έχει πολύ κόσμο σήμερα, να κάτσω και σε κανένα παραθύρι να μου κτηπήσει αέρας να συνέλθω. Προχωρήσαμε λιγάκι ακόμα και φτάσαμε στην αφετηρία του Γουδί στην Ακαδημίας. Τον ξαναρώτησα. Μωρε σύ καλά είσαι ; Καλύτερα μου απαντά. Μετά που τα έβγαλα και ξαλάφρωσα αισθάνουμε καλύτερα. Μπήκαμε στο λεωφορίο και πήγαμε σπίτι μας. Ο Θεμιστοκλής μόλις κατεβήκαμε μου είπε. Αυτοί οι κωλοταραμοκεφτέδες μου την κάνανε τη δουλειά μα δε πρόκειται να τσι ξαναφάω. !!! Έβαλα τα γέλια, τον έπιασα αγγαζέ και πήγαμε στο διαμέρισμα που νοικιάζαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου