Σήμερα θα σας γράψω για ενα άλλο χαρακτηριστικό τύπο του χωριού μας, που ήταν ο τελάλης που φώναζε στους χωριανούς τις διάφορες ανακοινώσεις της Κοινότητας ή της ενορίας. Ακόμα και άλλων βέβαια που τον πλήρωναν γιαυτό. Τον γνώρισα από μικρό παιδάκι μια και το σπίτι του ήταν πολύ κοντά στο δικό μας. Ήταν μετρίου αναστήματος με πολύ κοντό μαλί και δεν τον θυμάμε ποτε να ήταν φρεσκο-ξυρισμένος. Φορούσε πάντοτε στηβάνια και παντελόνια. Το καλοκαίρι φορούσε πουκάμισο με μακριά μανίκια ανεμπουκωμένα μέχρι τους αγκώνους του και το χειμώνα φορούσε μια στατιωτικία χλένη από πάνω.
Είχε ένα κάρο που το έσερνε ένα μουλάρι και ήταν ένας από τους τρείς καραγογέριδες του χωριού. Οι άλλοι δυό ήταν ο Γρηγόρης και ο γέρο Χειμώνης. Αυτοί πήγαιναν στη Νεάπολη. Ο γείτονας λοιπόν ο Δατσεράκης που έμαθε ότι τον έλεγαν έτσι όταν πήγα στο γυμνάσιο γιατί πήγαινε και ο μικρότερος γιός του ο Ευθύμης, είχε αναλάβει τη γραμμή Λιμνών Αγίου Νικολάου και μετέφερε διάφορα προϊόντα προς πώληση ή τα πήγαινε σε συγγενείς που έμεναν στον ¨Αγιο. Στο γυρισμό έπερνε πράμματα που του έδιναν και παραγγελίες και τις έφερνε πίσω στο χωριό.
Όλοι οι χωριανοί τον ήξεραν με το παρατσούκλι του. Ο Δημήτρης ο κουτουρατζής. Όταν ρώτησα κάποτε την θειά μου τη Μαρία (αδελφή της Μάνα μου) γιατί τον έλεγαν έτσι μου απάντησε γελώντας ότι έκανε κουτουράδες και του δώσαν αυτό το παρατσούκλι. Σηκωνώταν πολύ πρωί και ετοίμαζε το κάρο του και μάζευε τις παραγγελίες και πήγαινε στον Αγιο. Γυρνούσε απόγευμα τις περισσότερες φορές μεσομεθυσμένος από τα κεράσματα που του έκαναν στον Αγιο και όταν τελείωνε την διανομή στο χωριό και πήγαινε σπίτι του τον είχαν απομεθύσει. Όποιος έπερνε την παραγγελία του τον κερνούσε δυό ρακές ή ενα ποτήρι κρασί. Όταν έφτανε έξω από το σπίτι του με το κάρο αδειο, φώναζε στον Αντώνη το μεσαίο γιό του να ξεζευλώσει από το κάρο το μουλάρι και να το πάει στο σταύλο να το φτιάξει. Ο Αντώνης πάντα διαμαρτηρώταν γιατί όλο αυτόν φώναζε και δεν φώναζε και τον μικρότερο τον Ευθύμη. Αλλά ο Κουτουρατζής ήταν ανένδοτος. Εσύ δα πας του φώναζε, ο Ευθύ, μης είναι μικιός. Τα καλοκαιρινά βράδυα που οι χωριανοί καθόταν στις πόρτες των σπιτιών τους απ' έξω, γιατί έκανε ζέστη, στης θειάς μου της Μαρίας τη πόρτα μαζευόταν όλα τα γυναίκόπαιδα της γειτονίας. Όταν τα βράδυα ο Κουτουρατζής γυρνούσε από το καφενείο για να πάει σπίτι του να κοιμηθεί, σταματούσε στης θειάς μου να πάρει τη γυναίκα του την Γαρυφαλιά. Αν είχε πχεί και κάμποσα ποτηράκια καθόταν και μας έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας που τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο οι Τούρκοι. Η γυναίκα του η Γαρεφαλιά ήταν μια πολύ καλή γυναίκα πάντοτε με το χαμόγελο παρ΄'όλες τις κακουχίες της εποχής. Τότε βέβαια οι γυναίκες αν και έκαναν όλες τις δουλιές στο σπίτι αλλά και έξω στα χωράφια, ελάχιστες απαιτήσεις είχαν. Για να μη πώ οτι δεν είχαν καθόλου απαιτήσεις. Ασε που οι άνδρες της εποχής εκείνης δεν σήκωναν και πολλά πολλά και έπεφτε ξύλο όταν δεν συνεμορφώταν με τας <<υποδείξεις>>. Τις Κυριακές λοιπόν μετά την εκκλησία που δεν εκτελούσε το συνηθισμένο δρομολόγιο, ο Κουτουρατζής εκτελούσε χρέη τελάλη και φώναζε διάφορα . π.χ. Ο Δήμαρχος είπε να καθαρίσετε τσι δρόμους και να ασβεστώσετε τσι τοίχους και τα κατώφλια των πορτών γιατί δα ρθεί ο δεσπότης την άλλη Κυριακή. Ή η ενορία ενοικιάζει τα μοναστηρικά χωράφια όποιος ενδιαφέρετε να πάει στο γραφειό σε μια ώρα. Και άλλα τέτεια. Η καταγωγή του δεν ήταν από το χωριό. Στο χωρίο ήρθε γαμπρός από το χουμεριάκο. Λέγανε ότι είχε ένα αδελφό που που έκανε το μεταπράτη. Δηλαδή αγόραζε διάφορα πράμματα που πουλούσαν και τα ξαναπουλούσε σε άλλους. Έκανε και τράμπες. Αντάλαζε δηλαδή ζώα, χωράφια. και άλλα διάφορα. Κάποτε πήρε ένα γέρικο άσπρο γαϊδαρο από ένα γέρο απο το χωριό μας για να του φέρει ένα πιο νέο και να πάρει και την διαφορά σε χρήμα. Αφού τον πήγε στο χουμεριάκο στο σταύλο του, τον πασάληψε με καπνιά και την άλλη μέρα τον έφερε μαύρο στον γέρο και του λέει. Μπάρμπα σου έφερα ένα νέο γαϊδαρο πρώτο πράμμα, δώσε μου τη διαφορά που συμφωνήσαμε. Του έδωσε ο γέρος τα λεφτά και τον έβαλε στο σταύλο. Την άλλη μέρα πήγε στον κήπο το γάϊδαρο. Τον έδεσε σ'ένα γύρο και πήγε στο καφενείο να πχεί ένα καφέ. Όμως έπιασε βροχή και όταν σταμάτησε πήγε να πάρει το γάϊδαρό του από τον κήπο. Αντί για μαύρο γαϊδαρο είδε ένα ασπρο. Για μια εστιγμή τα έχασε. Σκέφτηκε ότι του έκλεψαν το γάϊδαρο και του έβαλαν άλλο στη θέση του. Μετά γνώρισε το σκηνί και το σαμάρι και είδε πώς ήταν ο παλιός γάϊδαρος του που είχε δώσει για να του φέρουν νεότερο. Βρήκε και μερική καπνιά στο λαιμό του γαϊδάρου και κατάλαβε την απάτεωνιά που είχε κάνει ο τραμπαρόρος. Ο Κουτουρατζής λένε ότι από τότε δεν ξαναμίλησε στον αδερφό του, γιατί τον εξέθεσε στους χωριανούς με την απατεωνιά που έκανε στον γέρο. Μπορεί να ήταν φτωχός αλλά ήταν υπερήφανος άνθρωπος με την καλή έννοια.
Είχε ένα κάρο που το έσερνε ένα μουλάρι και ήταν ένας από τους τρείς καραγογέριδες του χωριού. Οι άλλοι δυό ήταν ο Γρηγόρης και ο γέρο Χειμώνης. Αυτοί πήγαιναν στη Νεάπολη. Ο γείτονας λοιπόν ο Δατσεράκης που έμαθε ότι τον έλεγαν έτσι όταν πήγα στο γυμνάσιο γιατί πήγαινε και ο μικρότερος γιός του ο Ευθύμης, είχε αναλάβει τη γραμμή Λιμνών Αγίου Νικολάου και μετέφερε διάφορα προϊόντα προς πώληση ή τα πήγαινε σε συγγενείς που έμεναν στον ¨Αγιο. Στο γυρισμό έπερνε πράμματα που του έδιναν και παραγγελίες και τις έφερνε πίσω στο χωριό.
Όλοι οι χωριανοί τον ήξεραν με το παρατσούκλι του. Ο Δημήτρης ο κουτουρατζής. Όταν ρώτησα κάποτε την θειά μου τη Μαρία (αδελφή της Μάνα μου) γιατί τον έλεγαν έτσι μου απάντησε γελώντας ότι έκανε κουτουράδες και του δώσαν αυτό το παρατσούκλι. Σηκωνώταν πολύ πρωί και ετοίμαζε το κάρο του και μάζευε τις παραγγελίες και πήγαινε στον Αγιο. Γυρνούσε απόγευμα τις περισσότερες φορές μεσομεθυσμένος από τα κεράσματα που του έκαναν στον Αγιο και όταν τελείωνε την διανομή στο χωριό και πήγαινε σπίτι του τον είχαν απομεθύσει. Όποιος έπερνε την παραγγελία του τον κερνούσε δυό ρακές ή ενα ποτήρι κρασί. Όταν έφτανε έξω από το σπίτι του με το κάρο αδειο, φώναζε στον Αντώνη το μεσαίο γιό του να ξεζευλώσει από το κάρο το μουλάρι και να το πάει στο σταύλο να το φτιάξει. Ο Αντώνης πάντα διαμαρτηρώταν γιατί όλο αυτόν φώναζε και δεν φώναζε και τον μικρότερο τον Ευθύμη. Αλλά ο Κουτουρατζής ήταν ανένδοτος. Εσύ δα πας του φώναζε, ο Ευθύ, μης είναι μικιός. Τα καλοκαιρινά βράδυα που οι χωριανοί καθόταν στις πόρτες των σπιτιών τους απ' έξω, γιατί έκανε ζέστη, στης θειάς μου της Μαρίας τη πόρτα μαζευόταν όλα τα γυναίκόπαιδα της γειτονίας. Όταν τα βράδυα ο Κουτουρατζής γυρνούσε από το καφενείο για να πάει σπίτι του να κοιμηθεί, σταματούσε στης θειάς μου να πάρει τη γυναίκα του την Γαρυφαλιά. Αν είχε πχεί και κάμποσα ποτηράκια καθόταν και μας έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας που τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο οι Τούρκοι. Η γυναίκα του η Γαρεφαλιά ήταν μια πολύ καλή γυναίκα πάντοτε με το χαμόγελο παρ΄'όλες τις κακουχίες της εποχής. Τότε βέβαια οι γυναίκες αν και έκαναν όλες τις δουλιές στο σπίτι αλλά και έξω στα χωράφια, ελάχιστες απαιτήσεις είχαν. Για να μη πώ οτι δεν είχαν καθόλου απαιτήσεις. Ασε που οι άνδρες της εποχής εκείνης δεν σήκωναν και πολλά πολλά και έπεφτε ξύλο όταν δεν συνεμορφώταν με τας <<υποδείξεις>>. Τις Κυριακές λοιπόν μετά την εκκλησία που δεν εκτελούσε το συνηθισμένο δρομολόγιο, ο Κουτουρατζής εκτελούσε χρέη τελάλη και φώναζε διάφορα . π.χ. Ο Δήμαρχος είπε να καθαρίσετε τσι δρόμους και να ασβεστώσετε τσι τοίχους και τα κατώφλια των πορτών γιατί δα ρθεί ο δεσπότης την άλλη Κυριακή. Ή η ενορία ενοικιάζει τα μοναστηρικά χωράφια όποιος ενδιαφέρετε να πάει στο γραφειό σε μια ώρα. Και άλλα τέτεια. Η καταγωγή του δεν ήταν από το χωριό. Στο χωρίο ήρθε γαμπρός από το χουμεριάκο. Λέγανε ότι είχε ένα αδελφό που που έκανε το μεταπράτη. Δηλαδή αγόραζε διάφορα πράμματα που πουλούσαν και τα ξαναπουλούσε σε άλλους. Έκανε και τράμπες. Αντάλαζε δηλαδή ζώα, χωράφια. και άλλα διάφορα. Κάποτε πήρε ένα γέρικο άσπρο γαϊδαρο από ένα γέρο απο το χωριό μας για να του φέρει ένα πιο νέο και να πάρει και την διαφορά σε χρήμα. Αφού τον πήγε στο χουμεριάκο στο σταύλο του, τον πασάληψε με καπνιά και την άλλη μέρα τον έφερε μαύρο στον γέρο και του λέει. Μπάρμπα σου έφερα ένα νέο γαϊδαρο πρώτο πράμμα, δώσε μου τη διαφορά που συμφωνήσαμε. Του έδωσε ο γέρος τα λεφτά και τον έβαλε στο σταύλο. Την άλλη μέρα πήγε στον κήπο το γάϊδαρο. Τον έδεσε σ'ένα γύρο και πήγε στο καφενείο να πχεί ένα καφέ. Όμως έπιασε βροχή και όταν σταμάτησε πήγε να πάρει το γάϊδαρό του από τον κήπο. Αντί για μαύρο γαϊδαρο είδε ένα ασπρο. Για μια εστιγμή τα έχασε. Σκέφτηκε ότι του έκλεψαν το γάϊδαρο και του έβαλαν άλλο στη θέση του. Μετά γνώρισε το σκηνί και το σαμάρι και είδε πώς ήταν ο παλιός γάϊδαρος του που είχε δώσει για να του φέρουν νεότερο. Βρήκε και μερική καπνιά στο λαιμό του γαϊδάρου και κατάλαβε την απάτεωνιά που είχε κάνει ο τραμπαρόρος. Ο Κουτουρατζής λένε ότι από τότε δεν ξαναμίλησε στον αδερφό του, γιατί τον εξέθεσε στους χωριανούς με την απατεωνιά που έκανε στον γέρο. Μπορεί να ήταν φτωχός αλλά ήταν υπερήφανος άνθρωπος με την καλή έννοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου