Από πολύ μικρός θυμάμαι οτι μετά από κάθε γλέντι σε σπίτι εορτάζοντος η παρέα όταν πλέον οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού είχαν πάει για ύπνο, έβγαινε στα σοκάκια για καντάδα. Επαιζαν-όπως έλεγε ο μπάρπας μου ο Κοκολομανώλης- τις κοντυλιές τση νύχτας με μαντινάδες. Συνήθως έλεγαν τις μαντινάδες όταν περνούσαν από το σπίτι κάποιου φίλου ή από το σπίτι κάποιας <<συμπάθειας>> μέλους από τη παρέα. Συνήθως ο φίλος που του έκαναν καντάδα ξυπνούσε έβαζε τα παντελόνια του και συνέχιζε κι αυτός την νυκτερινή βόλτα με την παρέα. Εννοείτε ότι η συμπάθεια ξυπνούσε και άκουγε τις μαντινάδες. Δεν τολμούσε όμως να ανοίξει την πόρτα λόγω <<Μπαμπά>> (μπαμπούλα).
Εκτός βέβαια αν ήταν κάποιος ξάδερφος στη παρέα οπότε φώναζε τον πατέρα της και ανοίγανε την πόρτα και κερνούσαν την παρέα μια ρακή. Τέτοιες παρέες εχω κάνει και εγώ αρκετές μια και μου είχαν κολήσει και μένα το μικρόβιο του οργανοπαίκτη (οικογενειακό μικρόβιο βλέπεις,. Πατέρας μπαρμπάδες, ξαδέρφια). Αλλά η πρώτη που θυμάμε και συμμετείχα και εγώ ήταν ενα καλοκαίρι του 1958. Κοιμόμασταν με το ξάδελφό μου τον Δημήτρη στη ταράτσα της κουζίνας (άλλο συνήθειο κι αυτό) και ακούμε να ερχόταν από το σοκάκι του Πατεροκωσταντή μουσική με κοντιλές τση νύχτάς.
Σκουντώ τον Δημήρτη και του λέω: άκου ο αδερφός ο Μιχάλης είναι και παίζει το βιολί. Ο Δημήτρης ήταν κουρασμένος γιατί δούλευε στην ηλεκτρική στη Νεάπολι και γύρησε από την άλλη μεριά και μουρμούρισε: Καλά θα δούμε. Σε λίγη ώρα όι κοντυλίες ακουγόταν πιο δυνατά. Σηκώθηκα και έβαλα το κοντο παντελόνι που φορούσα τότε και το πουκάμισο. Πριν καλά-καλά το βάλω άκουσα να κτυπούν την αυλόπορτα. Θειά Δοξανιά, ξύπνα τον Δημήτρη. Η Μάνα μου ήταν ξύπνια και κατέβηκε και τους άνοιξε μπήκαν στην αυλή και συνέχησαν να παίζουν . Η μάνα μου τους κέρασε μια ρακή μέχρι να ντυθεί και ο Δημήτρης. Λεω του ξαδέρφου μου: Μιχάλη να ρθώ κι εγώ; Ελα μου λέει αν σ'αφήνει η Μάνα σου. Κοίταξα τη Μάνα μου αυτή γέλασε και μου είπε αφού είναι ο Μιχάλης και ο Δήμήτρης πήγαινε. ¨Ηταν η πρώτη μου φορά. Θυμάμαι πήγαμε από την Ευαγγελίστρια και σταματήσαμε στου μπάρμπα του Σάββα Κοκολάκη που μας περίμενε στη πόρτα με ενα ποτηράκι τση ρακής και ενα μπουκάλι. Δεν προλάβαμε να στρήψουμε το άλλο στενό και ο μπάρμπας μου ο Δρακιωτογιάννης μας περήμενε στη πόρτα με τα σχετικά. Καλώς τσοι κανταδόρους και βλέποντάς με φώναξε στη γυναίκα του: Αθηνά έλα να δεις τον κανταδόρο τον ανηψιό σου (η Αθηνά ήταν αδελφή του Πατέρα μου). Συνεχίσαμε στη πάνω γειτονιά όπου ξυπνήσαμε τον Μανώλη τον Μελά που μας περίμενε στη πόρτα του σπιτιού με μια μπουκάλα κρασί. Ο Μελάς ήξερε πολλές μαντινάδες. Μετά την στάση στο σπίτι του ήθρε κι αυτός στη παρέα και συνεχίσαμε την νυκτερινή βόλτα κάνοντας αρκετές στάσεις σε φίλους που μας περίμεναν στις πόρτες και μας κερνούσαν. Περάσαμε από την Αγία Μαρίνα και ο Μελάς είπε: σταματάτε μωρέ να πούμε δυό μαντινάδες στην Αγιά Μαρίνα. Συνεχίσαμε τη βόλτα και φτάσαμε στο Δημαρχείο του χωριού κι από εκεί στου Χριστίνη, μετά από δύο ώρες καντάδα. Εκεί μπήκαν στο αυτοκίνητο ο ξάδερφος ο Μιχάλης και δυο άλλοι ο Ψιμάρνης ο Μανώλης και ένας Πεπόνης που είχε και το αυτοκίνητο και έφυγαν για τον Αγιο Νικόλα που έμεναν. Ο Φιλίππος ο Δεμέτζος είπε τότε, άντε να πάμε τον Μελά που είχε γίνει σκνίπα στο μεθύσι στο σπίτι του και μετά πάμε στα δικά μας. Οχι βέβαια οτι εμείς δεν ήμαστε ζαλισμένοι από τις κερασμαθιές. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία μου από τις νυκτερινές καντάδες. Διαπίστωσα μάλιστα ότι αυτό άρεσε στους χωριανούς. Μάλιστα θυμάμαι πριν μερικά χρόνια μου έκανε παράπονα ο συχωρεμένος ο τσίφτης ο ράπτης. Αντε πάει γέρασες κι εσύ - μου είπε- και μιά καντάδα δεν έχεις κάνει τα τελευταία χρόνια. Η καντάδα θέλει παρέα Νικολή του είπα και πούντη. Να την βρείς -μου ανταπάντησε- τόσους φίλους έχεις. Αυτή η παρατήρηση με έβαλε σε σκέψεις και προσπαθούσα να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία καντάδα που συμμετείχα. Η καντάδα όμως θέλει εκτός από καλή παρέα και κέφι. Και άντε να το βρείς στις μέρες που περνάμε.
Εκτός βέβαια αν ήταν κάποιος ξάδερφος στη παρέα οπότε φώναζε τον πατέρα της και ανοίγανε την πόρτα και κερνούσαν την παρέα μια ρακή. Τέτοιες παρέες εχω κάνει και εγώ αρκετές μια και μου είχαν κολήσει και μένα το μικρόβιο του οργανοπαίκτη (οικογενειακό μικρόβιο βλέπεις,. Πατέρας μπαρμπάδες, ξαδέρφια). Αλλά η πρώτη που θυμάμε και συμμετείχα και εγώ ήταν ενα καλοκαίρι του 1958. Κοιμόμασταν με το ξάδελφό μου τον Δημήτρη στη ταράτσα της κουζίνας (άλλο συνήθειο κι αυτό) και ακούμε να ερχόταν από το σοκάκι του Πατεροκωσταντή μουσική με κοντιλές τση νύχτάς.
Σκουντώ τον Δημήρτη και του λέω: άκου ο αδερφός ο Μιχάλης είναι και παίζει το βιολί. Ο Δημήτρης ήταν κουρασμένος γιατί δούλευε στην ηλεκτρική στη Νεάπολι και γύρησε από την άλλη μεριά και μουρμούρισε: Καλά θα δούμε. Σε λίγη ώρα όι κοντυλίες ακουγόταν πιο δυνατά. Σηκώθηκα και έβαλα το κοντο παντελόνι που φορούσα τότε και το πουκάμισο. Πριν καλά-καλά το βάλω άκουσα να κτυπούν την αυλόπορτα. Θειά Δοξανιά, ξύπνα τον Δημήτρη. Η Μάνα μου ήταν ξύπνια και κατέβηκε και τους άνοιξε μπήκαν στην αυλή και συνέχησαν να παίζουν . Η μάνα μου τους κέρασε μια ρακή μέχρι να ντυθεί και ο Δημήτρης. Λεω του ξαδέρφου μου: Μιχάλη να ρθώ κι εγώ; Ελα μου λέει αν σ'αφήνει η Μάνα σου. Κοίταξα τη Μάνα μου αυτή γέλασε και μου είπε αφού είναι ο Μιχάλης και ο Δήμήτρης πήγαινε. ¨Ηταν η πρώτη μου φορά. Θυμάμαι πήγαμε από την Ευαγγελίστρια και σταματήσαμε στου μπάρμπα του Σάββα Κοκολάκη που μας περίμενε στη πόρτα με ενα ποτηράκι τση ρακής και ενα μπουκάλι. Δεν προλάβαμε να στρήψουμε το άλλο στενό και ο μπάρμπας μου ο Δρακιωτογιάννης μας περήμενε στη πόρτα με τα σχετικά. Καλώς τσοι κανταδόρους και βλέποντάς με φώναξε στη γυναίκα του: Αθηνά έλα να δεις τον κανταδόρο τον ανηψιό σου (η Αθηνά ήταν αδελφή του Πατέρα μου). Συνεχίσαμε στη πάνω γειτονιά όπου ξυπνήσαμε τον Μανώλη τον Μελά που μας περίμενε στη πόρτα του σπιτιού με μια μπουκάλα κρασί. Ο Μελάς ήξερε πολλές μαντινάδες. Μετά την στάση στο σπίτι του ήθρε κι αυτός στη παρέα και συνεχίσαμε την νυκτερινή βόλτα κάνοντας αρκετές στάσεις σε φίλους που μας περίμεναν στις πόρτες και μας κερνούσαν. Περάσαμε από την Αγία Μαρίνα και ο Μελάς είπε: σταματάτε μωρέ να πούμε δυό μαντινάδες στην Αγιά Μαρίνα. Συνεχίσαμε τη βόλτα και φτάσαμε στο Δημαρχείο του χωριού κι από εκεί στου Χριστίνη, μετά από δύο ώρες καντάδα. Εκεί μπήκαν στο αυτοκίνητο ο ξάδερφος ο Μιχάλης και δυο άλλοι ο Ψιμάρνης ο Μανώλης και ένας Πεπόνης που είχε και το αυτοκίνητο και έφυγαν για τον Αγιο Νικόλα που έμεναν. Ο Φιλίππος ο Δεμέτζος είπε τότε, άντε να πάμε τον Μελά που είχε γίνει σκνίπα στο μεθύσι στο σπίτι του και μετά πάμε στα δικά μας. Οχι βέβαια οτι εμείς δεν ήμαστε ζαλισμένοι από τις κερασμαθιές. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία μου από τις νυκτερινές καντάδες. Διαπίστωσα μάλιστα ότι αυτό άρεσε στους χωριανούς. Μάλιστα θυμάμαι πριν μερικά χρόνια μου έκανε παράπονα ο συχωρεμένος ο τσίφτης ο ράπτης. Αντε πάει γέρασες κι εσύ - μου είπε- και μιά καντάδα δεν έχεις κάνει τα τελευταία χρόνια. Η καντάδα θέλει παρέα Νικολή του είπα και πούντη. Να την βρείς -μου ανταπάντησε- τόσους φίλους έχεις. Αυτή η παρατήρηση με έβαλε σε σκέψεις και προσπαθούσα να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία καντάδα που συμμετείχα. Η καντάδα όμως θέλει εκτός από καλή παρέα και κέφι. Και άντε να το βρείς στις μέρες που περνάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου