Αυτή την ιστορία μου την είχε πεί ο ξάδελφός μου ο Κοκολομιχάλης. Ητανε καλοκαίρι του 1950. Ο ξάδελφός μου πήγε στο κουρείο του Γιώργη του Κουτσού γιου του Καραμανώλη ( Μανώλη Πεδιαδίτη ) για να κουρευτεί. Μετά το κούρεμα λέει ο Κουτσός πηγαινε να φέρεις το βιολί να παίξουμε δυο κοντιλιές. Ο ξάδελφος μου άλλο που δεν ήθελε, πήγε και έφερε το βιολί από το σπιτι του πατέρα του που δεν ήταν μακρυά. Εντομεταξύ ο Κουτσός έφτιαξε μεζέ και τη ρακή . Κάτσανε λοιπόν ήπινε μερικές ρακές και ο κουτσός έπιασε το μαντολίνο. Αντε να παίξουμε ένα καλογρίδη είπε, και αρχίσανε τα όργανα. Ήταν βράδυ και ώρα να κλείσει το μαγαζί (κουρείο) ο Κουτσός κλείσανε την πόρτα και παίζανε και πίνανε. Μετα από ώρα κι αφού τα καφενεία στη πλατεία του χωριού είχαν κλείσει, λέει ο ξάδελφός μου του Κουτσού. Αντε να πα κάνουμε μια βόλτα γιατί έσκασα επαέ μέσα. Εννοούσε να βγούνε καντάδα. Έκλεισε το κουρείο ο Κουτσός Γιώργης, πήρε το μαντολίνο του και πήραν το δρόμο για τον Αγιο Δημήτρη. Παίζοντας και λέγοντας μαντινάδες φτάσανε στην Αγιά Μαρίνα, κι από εκει πήραν τα σοκάκια για την απάνω γειτονιά. Αφού κάνανε τη γύρα στην απάνω γειτονία φτάσανε στην Ευαγγελίστρια, κι από εκεί στου κατσούλη το πηγάδι και συνεχίσανε βγαίνοντας εξω από το χωρίο προς την βορνή καμάρα. Δεν σταμάτησαν όμως και φτάνοντας στη καμάρα του νεκροταφείου λέει ο Κουτσός Γιώργης : Πάμε μωρέ να κάνουμε μια καντάδα στσοι ποθαμένους ; Και δε πάμε !! Λέει ο ξάδελφος μου . Και πήρανε το δρόμο για το νεκροταφείο. Το νεκροταφείο δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Η εκκλησία ήταν το παλιό ακόμα εκκλησάκι που δεν είχε ούτε καμπαναριό και η καμπάνα ήταν κρεμασμένη σε μια μικρή χαρουπιά. Τα μνήματα ήταν τα περισσότερα ξύληνα και ανάμεσα στους τάφους ήταν θάμνοι και χόρτα. Το τειχιό ήταν η παλιά πέτρινη περίφραξη που σε πολλά σημεία είχε πέσει και γενικά τα βράδια ιδίως τα χειμωνιάτικα θύμιζε σκηνικό από ταινίες δράκουλα και βρυκολάκων. Ομως οι μεθυσμένοι ούτε εργούν (κρυώνουν) ούτε καίγονται !!Οπως έλεγε ο Πατερομανώλης ο Μυλωνάς. Και οι παρέα ήταν μεθυσμένοι για να πάνε νύχτα στο νεκροταφείο όπως ήταν τότε. Κάτσανε χάμε στο μνήμα του Χατζή πατέρα και του είπανε δυό μαντινάδες . Μετά πιάσανε κατά σειρά όσους πεθαμένους θυμόταν και ήπαν και σ'αυτούς από μια μαντινάδα. Σταματήσανε λίγο να ξεκουθραστούνε κιαφου ήπιανε δυό γουλιές ρακή από το μπουκαλάκι που κρατούσε <εφεδρικές προμήθιες> ο Κουτσός άκουσαν ζάλα από στους βορνούς μοίλους στη στενή στράτα. Κάποιος έρχετε απο τα μετόχια, λέει ο ξάδερφος μου.
Να παίξουμε ενα μαλεβιζιώτη αλλά χωρίς μαντινάδες να δούμε ήντα θα κάνει. Τα βήματα από τον γάϊδαρο ακουγόταν να έρχονται . Αφού κρυφτήκανε για να μην φαίνονται από την πόρτα (ποια πόρτα ; τότε δεν υπήρχε πόρτα) Μια ξύλινη σπασμένη που ήταν πάντα ανοιχτή. Άρχησαν να παίζουν τον μαλεβιζιώτη. Ο Ανδρουλάκης ο Νικολής ή Τσούκος, όπως ήταν το παρατσούκλι του, ήταν αυτός που έρχόταν με τον γαϊδαρό του. Άκουσε τη μουσική, κατεβηκε από τον γαϊδαρο, και αφού τον έδεσε σε μια φασκομιλιά πήγε στην πόρτα του νεκροταφείου, να δει πχοί έπαιζαν τα όργανα. Η μουσική συνεχιζόταν δυνατή, αλλά δεν έβλεπε κανένα. Μια σκουλούπα (κουκουβάγια) έφυγε ενοχλημένη από δίπλα του, κι ο Τσούκος εξηπάστηκε (τρόμαξε). Στο μυαλό του ήρθαν ιστορίες με φαντάσματα και ο φόβος τον κυρίευσε. Παναγία βοήθα είπε να γλητώσω από τσοι διαόλους και το έβαλε στα πόδια, αφήνοντας τον Γαϊδαρο δεμένο στη φασκομηλιά. Ο ξάδερφός μου με τον Κουτσό παρέτησαν τα όργανα και κυλιώτουσαν στο χώμα από τα γέλια. Την άλλη μέρα το πρωί ο Κουτσός Γιώργης πήγε στο καφενείο του Χριστίνη να πχεί ένα καφέ και να συνέλθει από το προηγούμενο μεθύσι. Δεν είχε προλάβει να τον τελειώσει και νασου μπαίνει μέσα ο Τσούκος και κάθεται σε ένα τραπεζάκι και λέει του Χριστίνη κάνε μου μωρέ ένα καφέ να συνέλθω. Ηντάπαθες μπάρπα Νικολή; Του λέει ο καφετζής.
Ήντα να σασε πώ που δε δα με πιστέψετε !! Για λέγε του λέει ο Αριστοφάνης, που μυρίζεται αφορμή για καζούρα. Εχθές την νύχτα γυρνούσα από την Αγιά Πελαγιά και όταν έφτανα στο νεκροκαφείο, άκουσα κοντιλιές και κατέβηκα έδεσα το γαϊδαρό μου και πήγα να δώ πχοί παίζουνε μα δεν είδα κιανένα. Ξαφνικά κάνει φρου από δίπλα μου και μου χυμά ενα πράμμα με φτερά και μούκριζε κιόλας. Κ'ηντά καμες πρε ; Τον ρωτά ο Αριστοφάνης . Πόδια μου και παναγία βοηθάτε με ήπα και δεν έσταματησα παρά που μπήκα στο σπίτι μου. Ο Αριστοφάνης έβαλε τα γέλια . Σαν δεν σ'έφαγε κακομοίρη μου !!Είπε και συνέχησε να γελά . Ο Κουτσός άκουγε από την γωνιά και δεν έβγαζε άχνα, μόνο συκώθηκε και πήγε να ανοίξει το κουρείο. Ο Αριστιφάνης τον πήρε χαμπάρι και κατάλαβε οτι κάτι ήξερε. Πήγε λοιπόν μετά από λίγο στο Κουρείο του Κουτσού Γιώργη και του λέει να μου καθαρίσεις μωρε μιαολιά τον καφά (ζβέρκο) γιατί είναι κάψα (ζέστη) με πειράζουν οι τρίχες. Τα σύ μπάρμπα πάς στου Τσιχλαντώνη πούνε και γείτονά σου. Πειράζει μωρέ νάρχομαι πότε πότε και σε σένα; Του λέει ο Αριστοφάνης αλλά πριν μου φτιάξεις τον καφά, πήγαινε να πείς του μπαρή σου (της παρέας σου) που ήσασταν μαζί χθές το βράδυ να μη του ξεφυγει πως πήγατε στο νεκροταφείο γιατι αν το μάθει ο Τσούκος αλήμονο σας. Θαρείς που δεν σας άκουσα χθές το βράδυ ; Εγώ το παίξημο του Μιχάλη το κατέχω γιατί πάιζει σαν τον πατέρα του, κι εγώ έχω κάνει πολλά γλέντια με τον Κοκολομανώλη. Ο Κουτσός Γιώργης πήγε όσο πχιο γλήγορα μπορούσε και του επέτρεπε το κουτσό πόδι του και είπε τα νέα στον ξάδερφό μου που μώλις είχε ξυπνήσει και ετημαζόταν να πάει για καφέ.
Ο Τσουκονικολής δεν έμαθε ποτέ πχοί τον εφάνταξαν στο νεκροταφείο εκείνη τη νύχτα!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου