Σήμερα θα σας πώ μια ιστορία που μου την διηγήθηκε ο μπάρμπας μου ο Κοκολομανώλης (παλιός οργανοπαίκτης του Μεραμπέλλου). Ήταν την δεκαετία του 1930. Από ότι μου έλεγε ήταν καλοκαίρι Ιούλιος μήνας και είχε πολλά πανηγύρια στο χωριό και στα γύρω χωριά. Αργησαν από την Παραμονή της εορτής της Αγίας Μαρίνας στο χωριό, όπου παίζανε στη πλακωσιά του Χριστίνη από το απόγευμα μέχριτην άλλη μερα το πρωί . Αφού να φανταστείς-μου έλεγε- ότι δεν πήγαμε στα σπίτια μας αλλά κατευθεία στην εκκλησία. Η παρέα των οργανοπαικτών ήταν ο μπάρμπας μου ο Κοκολομανώλης που έπαιζε βιολί, ο Πατέρας μου μαντολίνο, ο μπάρμπας μου ο Χριστόφορος Πατεράκης δεύτερο μαντολίνο και ο μπάρμπας ο Αριστοφάνης Ψιμάρνης νταούλι. Από την εκκλησία πήγαν σπίτια τους και κοιμήθηκαν λιγο και μετα το απόγευμα ξανάρχησαν να παίζουν μέχρι το πρωί της άλλης μέρας. Το απόγευμα ήταν καλεσμένοι να παίξουν σ' ενα γάμο στο πλατυπόδι. Ο Αριστοφάνης δεν πήγε γιατι ήταν έγκυος η γυναίκα του. Πήγαν λοιπόν στο Γάμο και έπαιζαν μέχρι την αλλη μέρα το πρωί. Εννοείτε οτι έτρωγαν έπιναν και έπαιζαν τα όργανα !!! Το απογευματάκι έφυγαν από το πλατυπόδι και ανέβηκαν στις Βρύσες γιατί ήταν παραμονή του Προφήτη Ηλία και εχαν πανηγύρι. ΄΄Επαιζαν και έπιναν και εκεί δυό μέρες. Από εκεί ανέβηκαν στους Αμυγδάλους που παντρευόταν ένας φίλος τους και κάτσανε και γλεντάγανε τρείς μέρες. Στις 24 τους πήρε ενας φίλος τους στα Ζένια και άφού φάγανε και ήπιανε το ρίξανε μετάστο γλέντι μέχρι την άλλη μέρα. Την άλλη μέρα κοιμότουσαν όλη μέρα μέχρι της 26 το μεσημέρι όπου τους ξύπνησε ο φίλος τους για να πάνε στο χουμεριάκο που τους είχαν καλέσει να παίξουν τα όργανα την παραμονή του Αγίου Παντελεήμωνα και την αλλα μέρα. Μάλιστα το βράδυ στις 27 μετά τα μεσάνυκτα έπιασε μια μπόρα και τους διάλυσε το γλέντι. Δεν μπορούσαν να φύγουν όμως γιατί συνέχισε να βρέχει μέχρι το πρωί. Όταν σταμάτησε η βροχή ξεκίνησαν να γυρίσουν στο χωριό μετά από απουσία 10 μερών. Οταν έφτασαν στο χωριό ο ποταμός έτρεχε νερό από την δυνατή βροχή της νύχτας. Ο πατέρας μου φορούσε μπότες ψηλές μέχρι το γόνατο και ο μπαρμπας μου ο Κοκολομανώλης φορούσε κρητικά στιβάνια, αλλά ο άλλος μπάρμπας μου ο Χριστόφορος φορούσε παντελόνι και σκαρπίνια . Ετσι τον σήκωσε ο πατέρας μου που ήταν υψηλόσωμος και πιο δυνατός στους ώμους και περάσανε τον ποταμό εκεί που είναι σήμερα η γέφυρα που πάει από του ξαδέρφου μου του μπουζουκλή (Κοκολοδημήτρη) το σπίτι στην <<καλύβα>> (η πρώτη ταβέρνα του χωριού). Τότε δεν υπήρχε γέφυρα. Και καλά ο Πατέρας μου και ο Χριστόφορος ήταν ανύπανδοι, ακόμα, αλλά ο μπάρμπας μου ήταν παντρεμένος και με παιδία. Αλλά η θειά η Πελαγιά ήταν συνηθισμένη σε τέτοια και δεν την πολυπείραζε. Αυτή τη φορά όμως το είχαν παρακάνει !! Έτσι γλεντάγαμε εμείς τότε, μου έλεγε ο μπάρμπας μου ο Κοκολομανώλης με τον Πατέρα σου, στη πλακωσιά του καφενείου του Γιώργη του Λεμπίδη, που συνήθιζε να πέρνει τον πρωινό καφέ του τις Κυριακές, σε νεροπότηρο γιατί τρέμανε τα χέρια του. Από το βιολι μου έλεγε ήτανε το τρέμουλο των χεριών του .Ο καφετζής ο Λεμπίδης είχε άλλη γνώμη βέβαια και μου είπε. Ψώματα σου λέει ο Μπάρμπας σου, από τις πολλές σουσουράδες που εχει σκοτώσει (ήταν και καλός κυνηγός) τρέμουνε. Τότε εγώ πήγαινα Γυμνάσιο στην τετάρτη τάξη γύρω στο 1960.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου