Αυτή η ιστορία είναι απο τις πολύ λίγες που θυμάμαι να συμμετέχει ο πατέρας μου. Ο Πατέρας μου ήταν κασάπης το επάγγελμα. Ηταν Μεγάλη Εβδομάδα και ο Πατέρας μου πήρε την γαϊδούρα μας και την γαϊδούρα της θειά μου Καδιανής, για να πάει στη Φουρνή να αγοράσει μερικά ρύφια (μικρά κατσίκια) να τα σφάξει για το Πάσχα. Επειδή δεν πήγαινα σχολείο λόγω διακοπών, με πήρε μαζί του για να περάσει η ώρα μου. Καβάλησε την γαϊδούρα μας που ήταν πιο ζωηρή και εμένα με έβαλε στις θειάς που ήταν πιο πραγή (ήρεμη). Όταν φτάσαμε στους Αγίους Αναργύρους και αρχήσαμε τις στροφές της Μάχας μου φώναξε να κρατιέμαι καλά στο σωμάρι να μη πέσω. Οσο ανεβαίναμε τη Μάχα τόσο μίκρενε το χωριό. Οταν φτάσαμε στη κορυφή το χωριό μας φαινόταν τοσο δα μικρό. Πιάσαμε το σώπατο και μπαίναμε στο πρώτο χωριό της Φουρνής το Καστέλι. Εξω από το χωριό σε ένα χωράφι καμιά δεκαριά ανδρες και γυναίκες προσπαθούσαν να δέσουν ένα μεγάλο γουρούνι για να το σφάξουν. Το γουρούνι όμως είχε αγριέψει και δεν μπορούσαν να το κάνουν καλά. Σταμάτησε ο Πατέρας μου τις γαϊδούρες μας και αφού τους χαιρέτησε, τους είπε να απομακρυνθούν από τον χοίρο να μην τους βλέπει και αυτός θα σφάξει το ωζό. Ο Πατέρας μου ήταν μεγαλόσωμος άνθρωπός, με 1,90 ύψος και 100 οκάδες σωματικό βάρος. Εγώ δεν του έμοιασα αλλά του έμοιασε ο γιός μου. Εξάλλου ήταν η δουλειά του να σφάζει ζώα. Αφού απομακρύνθηκαν όλοι άφησε να περάσει λίγη ώρα για να ηρεμήσει ο χοίρος και μετά κόβοντας ενα δεμάτι χασίλι ( δημιτριακό σπαρμένο που δεν έχει βγάλει ακόμα κεφάλι και είναι χλωρό ακόμα) πλησίασε το χοίρο και του πρότεινε το δεμάτι. Ο χοίρος στη θέα του Πατέρα μου οπισθοχώρησε για λίγο αλλά βλέποντας το δεμάτι με τα φρέσκα χόρτα του άνοιξε η όρεξη και προχώρησε δειλά την αρχή, αλλά μετά βλέποντας οτι ο Πατέρας μου έμενε ακίνητος, πήρε θάρος και πλησίασε αρκετά και άρχησε να τρώει με βουλιμία τα φρέσκα χόρτα. Είχε φάει σχεδόν το μισό δεμάτι . Ο Πατέρας μου γονάτησε και συνέχησε να του δήνει χόρτα. Ο χοίρος είχε ηρεμήσει τελείως και είχε πλησιάσε πολύ κοντά στον Πατέρα μου. 'Αρχησε λοιπόν να χαϊδεύει την κοιλιά του χοίρου, κι αυτός επειδή του άρεσε, ξάπλωσε φαδρύς πλατύς στο έδαφος, αλλά συνέχισε να τρώει τα χόρτα. Βγάζει τότε ο Πατέρας μου το μαχαίρι που έσφαζε τα ζώα και ψάχνωντας βρήκε το σημείο στον σβαίρκο της σπονδυλικής στήλης που έπεφτε νεκρό το ζώο. Αφου εντόπησε το σημείο με μια απότομη κίνησε καρφωσε το μαχαίρι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού το ζώου και αυτό δεν κατάλαβε πως έφυγε από τη ζωή. Τότε σηκώθηκε ο Πατέρας μου και φώναξε τους ανθρώπους που είχαν απομακρυνθεί. Ελάτε τωρα να αποσφάξετε το χοίρο και άλλη φορά να φωνάζετε ενα κασάπη να κάνει την δουλειά που εσείς δεν μπορείτε να κάνετε γιατί δεν είναι η δουλειά σας. Όταν γυρίσαμε στο χωριό ρώτησα τον πατέρα μου,γιατί τόσοι αθρώποι δεν μπορούσαν να σφάξουν το χοίρο. Μου απάντησε. Οπου λαλούν πολλόί κοκόροι αργεί να ξυμερώσει.Δηλαδη με αλλα λόγια σε οποιες δουλειές ανακατευονται πολλοί δουλειά δεν γίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου