Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΕΝΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑΚΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Ηταν αν θυμάμαι καλά η εβδομάδα μετά το Πάσχα του 1970. Στο χωριό είχαν μαζευτεί όλοι οι φοιτητές, στρατιωτικοί με άδειες και άλλοι που δούλευαν εκτός χωριού, για να περάσουν τις άγιες ημέρες με τις οικογένειες τους. Καθόμασταν στο καφενείο του Χριστίνη και ο Παπάς Νικολής Λαζαράκης που ήταν ο μόνος παντρεμένος της παρέας, έκαμε την πρόταση. Την Πέμπτη θα πάω στην Οξά να κάμω τον εσπερινό και θα μείνω εκεί για να λειτουργήσω το πρωί της Ζωοδόχου πηγής. Θα έρθετε να μου κάνετε παρέα;  Οι υπόλοιποι της παρέας βρήκαν πολύ καλή την πρόταση του Παπά και αποφασίσαμε να πάρουμε μπριζόλες να τις ψήσουμε εκεί σαλάτες ψωμιά και κρασί. Ξεκινήσαμε λοιπόν την Πέμπτη μετά το Πάσχα το απόγευμα και μετά από μια ώρα δρόμο φτάσαμε στον καλολάκο. Από εκεί πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι για την κορυφή της Οξάς, του βουνού που ήταν το εκκλησάκι. Η θέα βεβαια από εκεί πάνω ήταν υπέροχη. Έβλεπες όλο τι κόλπο του Μεραμπέλλου από το ακρωτήρι του Αγιάννη του αφορεσμένου, την σπιναλόγκα, την Ελούντα, τον Αγιο Νικόλαο, την Παχιά Άμμο μέχρι την Σητεία. Εκεί πάνω λοιπόν ήταν το εκκλησία του Τιμίου Σταυρού και της Ζωοδόχου Πηγής. ¨Οταν με πήγε η Θειά μου Καδιανή για πρώτη φορά στο εκκλησάκι αυτό, πρέπει να πήγαινα στο Δημοτικό. Τότε παπάς ήταν ο παπά Μανόλης Μαυροειδής και είχε πάρει τον ανηψιό του Γιώργο Μενεγάκη που έγινε Δήμαρχος του Αγίου Νικολάου αργότερα. Ο Γιώργης λοιπόν είχε τη ιδέα να ρίξουμε από το βορεινό άκρο της κορυφής που ήταν απότομο σαν τα μετέωρα ενα δυο μεγάλες πέτρες να δούμε που θα φτάσουν. Ρίξαμε μερικές αλλά μας έβαλε τις φωνές ο μπάρπας του ο παπάς και σταματήσαμε γιατί οι πέτρες παρέσερναν και άλλες πέτρες και φτάνανε μέχρι τον παλιό δρόμο που περνούσαν ανθώποι με τα ζώα τους. Εκεί πάνω λοιπόν έλεγε η θεία μου ότι στον κατακλυσμό του Νώε προσπάθησαν οι σαραντάπηχοι (μεγάλοι άνθωποι που είχαν ύψος σαράντα πήχες) να ανεβούν για να σωθούν και υπάρχουν τα σημάδια από τα δάκλτυλα του χεριού τους πάνω στά βράχια.  Τότε υπήρχαν, δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα ή ο χρόνος τα έχει σβήσει. Φτάσαμε λοιπόν στη κορυφή. Ο παπάς Νικολής άνοιξε την εκκλησία και οι υπόλοιποι ψάχναμε για ξερά ξύλα να ψήσουμε τις μπριζόλες. Ο παπάς είπε τότε, έλατε να κάνουμε τον εσπερινό και αφήστε τον Δικαιοκράτη να φτιάξει τα κάρβουνα για το κρέας που ξέρει. Πράγματι έφτιαξα τα κάρβουνα και άρχησα να ψήνω τις μπριζόλες με βοηθό τον Μανόλη του Αβράμη του Λυράκη. Όταν τελείωσαν τον εσπερινό οι μπριζόλες ήταν έτοιμες και κάτσαμε στο φαγοπότι. Ήμασταν καμιά δεκαριά όλοι άνδρες και μερικοί κρατούσαν απο ένα μπουκάλι κρασί. ¨Εφερε και ο ξάδερφός μου ο Θεμιστοκλής ο δικηγόρος (σπούδαζε ακόμα τότε) ένα και λέει αυτό είναι το τελευταίο, δεν έχει άλλο. Το ήπιαμε κι αυτό παρόλο που μας φάνηκε γλυκό. Μετά πήγαμε στην αποθήκη να δούμε πως θα βολευτούμε να κοιμηθούμε. Ο παπάς κρατούσε δυο κουβέρτες και οι άλλοι επίσης κανα δυό αλλά δεν έφταναν. Κρεβάτια δεν υπήρχαν μόνο κάτι τάβλες που την έιχαν ενώσει οι βοσκοί και αέριζαν τα τυριά τους. Μαζέψαμε μάζες και της βάλαμε για στρώμα. Ο παπάς μουρμούριζε οτι έχασε το μπουκάλι το κρασί που το είχε για την άλλη μέρα για να μεταλάβει όσους ήθελαν. Ο ξάδερφός ο Θεμιστοκλής έκανε το κορόϊδο. Ο δάσκαλος ο Βαγγέλης Ευαγγελινάκης είπε τότε στον παπά. Παπά μάλον το τελευταίο κρασί που έφερε ο Θεμιστοκλής και ήπιαμε, ήταν το δικό σου γιατί ήταν γλυκό. Μωρέ δαίμονα Θεμιστοκλή ήντα καμες ; Εδά πως θα μεταλάβω τους ανθρώπους ; Εγώ βρήκα την ευκαιρία να την κοπανήσω γιατί σκεφτομουνα οτι θα κακοπερνούσα αν έμενα στην αποθήκη από το κρύο που θα έπεφτε την νύχτα. Άλωστε είχα ξαναμείνει εκεί αρκετές φορές και ήξερα τι με περίμενε!!.Έτσι είπα στον παπά. Παπά μη στεναχωριέσαι και εγώ θα πάω στην Αγιά Πελαγιά στου ξαδέλφου μου του Μιχάλη να σου φέρω ενα μπουκάλι κρασί να κάνεις την δουλειά σου. Μαζί μου ήρθε κι ο βοηθός μου στο ψήσιμο ο Μανόλης του Αβράμη που πήρε χαμπάρι τι γινότανε.  Πήγαμε στην Αγία Πελαγία (με τα πόδια ενοείτε) και βρήκα τον ξάδελφό μου στο καφενείο που είχε. Του είπα την ιστορία και ο ξάδελφός έβαλε τα γέλια.  Ε κάτσετε επαέ εσεις να κοιμηθήτε και άστους αυτούς να ξυλιάσουν από το κρύο. Μας πήγε στο σπίτι του κουνιάδου του που έληπε στην Αθήνα και κοιμηθήκαμε. Μας έβαλε και το ξυπνητήρι για να ξυπνήσουμε νωρίς να πάμε το κρασί του παπά. Όταν κτυπησε το ξυπνητήρι σήκωσα τον Μανόλη και φύγαμε για την Οξά. Κατεβαίνοντας το βουμνό για τον καλολάκο μου λέει ο Μανόλης . Γιάε τον παπά που βγήκε και μας περιμένει στη κορφή τση οξάς !! Περάσαμε το λιβάδι του Καλολάκου και ανηφορίσαμε το μονοπάτι για το εκκλησάκι. Είχαμε φτάσει στη μέση και από το την κορυφή του βουνού απέναντυ από την οξά φάνηκαν να έρχονται κιάλλοι άνθρωποι με Γαίδούρια. Από εκεί που είχαμε έρθει κι εμείς. Να έρχονται κιάλλοι είπε ο Μανόλης . Ωστώσω, ο παπάς είχε ερθει να του δώσουμε το κρασί για να αρχήσει την εκκλησία. Σε λίγο ο πρώτος που έφτασε από την παρέα που φαινόταν απέναντυ ήταν ο μπάρμπας μου ο Μανόλης του Χριστοφίλη. Με ρωτά από που ερχόσαστε και σας ήδα που βγαίνετε το βουνό. Του λέω Μπάρμπα από την Αγια Πελαγιά και του είπα την ιστορία με το κρασί. Γέλασε και μου είπε και εγώ κρατώ κρασί και κρέας να το ψήσουμε μετά την εκκλησία . Οταν τελείωσε η εκκλησία μαζευτήκαμε όλοι και ανάψαμε πάλι φωτιά και ψήσαμε το κρέας που έφερε ο Μπάρμπας μου. Ο ξάδερφός μου και οι άλλοι που είχαν μείνει δεν είχαν και πολύ όρεξη και ο Μπάρμπας μου για να τους πειράξει τους ρώτησε πως περάσανε την νύχτα. Ασε μπάρμπα λέει ο Θεμιστοκλής και κόψαμε μπρόκα που πήγε καπνός (δηλαδή απο το πολύ κρύο κτυπάγανε τα δόντια μας τόσο δυνατά που μπορούσανε να κόψουνε και πρόκες). Εβαλε τα γέλια ο Μπάρμπας και είπε: Κάτι ήξερε ο Δικαιοκράτης που έφυγε, με αφορμή το κρασί και γλύτωσε το κρύο. Αφού φάγαμε και ήπιαμε, όλοι μαζί κατηφορίσαμε το μονοπάτι για να επιστρέψουμε στο χωριό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου