Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

ΠΕΡΙ ΚΛΕΨΙΑΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Στην τελευταία μας ιστορία γράψαμε την ατάκα που τηνπρωτοάκουσα από τον μπάρμπα μου τον Αγροφύλακα. Αν δεν ξέρεις να κρύψεις δεν ξέρεις να κλέψεις. Ηταν η ιδια εποχή με την προηγούμενη Ιστορία. Μονο που ήταν Αύγουστος μήνας. Είχα πάει να δώ την θειά μου την Σοφία (αδελφή του Πατέρα μου). Μετά από λίγη ώρα ήρθε και ο μπάρμπας μου ο Κωστής (ο Αγροφύλακας)
και αφού με χαιρέτησε και ρώτησε τι κάνω, μου είπε δεν πας με τον Νικολή να ποτίσετε το μουσκάρι στα μεγάλα χωράφια; Μετά χαράς του είπα να περάσει και η ώρα μου. Έχε το νού σου, γιατί ο Ατσαλής γυρίζει τα απογεύματα εκεί τριγύρω. Ο Ατσαλής ήταν ο αγροφύλακας του απέναντυ χωριού και τα μεγάλα χωράφια ήταν στην περιφέρεια του. Και δεν χάριζε κανενός. Πήγαμε λοιπόν με τον ξάδερφό μου και ποτίσαμε το μουσκάρι . Ο ξάδερφός μου όμως ήθελε να κόψει μερικά αχλάδια από το διπλανό χωράφι. Μωρέ του λέω ο Ατσαλής πρέπει να είναι εδώ τριγύρω κι αν μας πιάσει την βάψαμε !! Σιγά μου λέει, μην είναι επαέ !! Ετσά μας τοπε ο πατέρας μου για να μην φάμε απίδια !! Μην πας του λέω. Αλλά δεν τον έκανα καλά . Εγώ φεύγω, του λέω. Πάω να μεταδέσω το μουσκάρι.
Αλλά ήθελα να σε πιάσει ο πατέρας σου που δεν ακούς κανένα, να σου δώσει ενα χεράκι ξύλο να μάθεις. Του είπα και πήγα να φύγω. Σιγά μου λέει, ο πατέρας μου είναι σπίτι. Και ξαφνικά βλέπω πίσω από μια ελιά τον μπάρμπα μου. Μου κάνει με το χέρι νόημα να μην μιλήσω και λέει στο ξαδερφό μου. Ετσά θαρείς πως είμαι στο σπίτι ε ; Εδά δα δώ γω πως θα κατεβείς από την απιδιά.
Και τον άρχησε στο ξύλο με μια μακρά αμυγδαλένια βίτσα. <<Άμα δεν ξέρεις να χωστείς (να κρυφτείς) δεν ξέρεις και να κλέβεις.>>.