Στο χωριό μας την εβδομάδα των απόκρεω πάντα τα παιδιά ντυνόταν τα βράδια μασκαράδες. Καμιά φορά και οι μεγάλοι. Κάναμε παρέες και ντυνόμασταν γρές με μαύρα φουστάνια ή βάζαμε κρητικές βράκες και γελέκα. Αλλοι βάζανε στολές χωροφυλακής. Αλλοι στρατιωτικές στολές και καπέλα. Οτι έβρησκε πρόχειρο ο καθένας μας. Πρέπει να ήμουν 15 μπορεί και 16 χρονό.Είχαμε κάνει μια μεγάλη παρέα με ξαδέρφια και φίλους και αφού γυρίσαμε όλη τη κάτω γειτονιά σταματήσαμε στα κάτω καφενεία για να αποφασίσουμε αν θα πάμε. Ο ενας έλεγε να πάμε από το σοκάκι του Φιλιπποστάθη για να πάμε στου Στρατή του Καστρινού το σπίτι. Αλλοι λέγανε να παμε από του Ταχυδρόμου το σοκάκι. Μας άκουσε ο τσαγκάρης ο Κουνενός ο Γιώργης που είχε να τελειώσει κάποια παραγγελιά παπούτσια και μας πέταξε στον αέρα το γερμανιό κράνος που είχε βάλει αθράκη (κάρβουνο πυρίνας από τις ελιές για μαγκάλι). Το κράνος όπως έπεφτε άφηνε στάχτη και σπίθες ενώ πέφτοντας κάτω εκανε ενα φοβερό θόρυβο. Τότε δεν υπήρχε ΔΕΗ και φώτα στους δρόμους, αλλά μαύρα σκοτάδια και κυκλοφορούσαμε με φακούς στα χέρια. Εμεις νομίσαμε οτι έσκασε μπόμπα και σκορπίσαμε προς όλες τις κατευθύνσεις. Αργότερα μαζευτήκαμε στην Αγία τριάδα και ο ενας ρωτούσε τον άλλο τι ήτανε τελικά αυτό που μας τρόμαξε αλλά κανείς δεν ήξερε ή δεν είδε. Μετά απο μέρες και αφού κόντευε να έρθει το Πάσχα, Πήγα στον Κουνενό να μου βάλει σόλες στα παπούτσια μου. Μου ξεφούρνισε λοιπόν οτι αυτός ήταν που μας πέταξε το κράνος με την αθράκη τις απόκριες. Μωρέ παλικάρια της φακής που είστε και γενήκατε λούηδες με ένα μπάμ από το κράνος που είχα για μαγκάλι. Α εσύ είσουνα !! Του είπα και συνέχισα. Καλά θα σου φυλάσω και εγώ ένα πεσκέσι !! Τώρα τρόμαξα μου απάντησε και έβαλε τα γέλια. Έφτασε η μεγάλη εβδομάδα και όλοι μας ετοιμάζαμε τα πυρομαχικά μας για την Μεγάλη Παρασκευή στον επιτάφειο και για την Ανάσταση. Ο Μανώλης ο Ψιμάρνης ο ράφτης μου έμαθε να φτιάχνω πλαστρατζίκια με χαρτί από τσιμεντοσακούλες μπαρούτι και φουρνελόφτυλο. Αυτά ήταν πιο ασφαλή και μπορούσες να τα πετάξεις σε αρκετή απόσταση. Την Μεγάλη Παρασκευή μετά την περιφορά του επιταφείου περίμενα στον κολύμπαρο που ήταν το κηπούλι του Φρακιά και από το άλλο σοκάκι ήταν η εξόπορτα του σπιτιού του Κουνενού ακριβώς απέναντι. Μόλις είδα τον Γιώργη να μπαίνει στη πόρτα του εξσφεντόνησα ένα πλαστρατζίκι. Αυτό κτύπησε στο ανώφυλλο της πόρτας και έπεσε από μέσα στη αυλή, την ώρα που έκλεινε την πόρτα και έσκασε πίσω από το κεφάλι του. Ο Γιώργης εξηπάστηκε αλλά νόμιζε ότι του το έριξαν από το σπίτι του Γιαμάκη έτσι όπως του ήρθε πίσω από την πλάτη του. Μετά από χρόνια ξανασυναντηθήκαμε στο χωριό και με ρωτούσε γελώντας αν θυμόμουνα το κράνος με την αθράκη !!Εγώ γελώντας του απάντησα . Εσύ θυμάσε το πλαστρατζίκι την Μεγάλη Παρασκευή μετά τον επιτάφειο ; Εσύ διάολε είσουνα και εγώ κατσάδιασα τον Μιχάλη του Γιαμάκη ; Και πως τα κατάφερες, απο πού μου το πέταξες και έσκασε μέσα στην αυλή ; Από τον κολύμπαρο του είπα. Δεν το πίστευε. Αμ αυτά είναι δανεικά του είπα γελώντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου