Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΝΤΑΔΑ

Έγραψα σε προηγούμενες ιστορίες για την καντάδες που γινόταν παλιά στο χωριό. Σήμερα θα γράψω για την τελευταία καντάδα που συμμετείχα το 1975. Ηταν Αύγουστος και καθόμασταν στου Καλιώρη το καφενείο με τον γείτονα μου τον Δημήτρη του Ψιμαρνονικολή και τον μπάρμπα μου τον Χριστόφορο Πατεράκη και πίναμε τον απογευματινό καφέ. Ο μπάρπας Χριστόφορος θυμόταν τα παλιά γλέντια και μας έλεγε ιστορίες που γλεντούσαν με τον πατέρα μου και τον μπάρμπα Κοκολομανώλη. Ο μπάρμπας ήταν μερακλής άνθρωπος. Πάντα ήταν καλοντιμένος, με την γραβάντα του, τα ωραία σκαρπίνια του. Βλέπεις είχε κάνει Διευθυντής Φυλακών και του είχε μείνει η συνήθεια να ντύνεται στη τρίχα που λέγαμε τότε. Ήταν και καλός οργανοπαίκτης. Έπαιζε πολύ καλό μαντολίνο και δεν το αποχωριζόταν ποτέ όπου κιαν πήγαινε. Είτε στο χωρίο είτε στην Αθήνα που έμενε τον χειμώνα.  Πολλές φορές οταν περνούσα από το σοκάκι των Πατέριδων και των Κοκόλιδων, απόγευμα προς το βράδυ, τον άκουγα να παίζει στο μαντολίνο του κρητικούς σκοπούς. Συνήθως τα καλοκαίρια που καθόταν στη αυλή του πατρικού του σπιτιού. Εκεί λοιπόν που μας έλεγε τις παλιές ιστορίες, με ρωτάει ξαφνικά. Έφερες μωρέ το μπουζούκι σου ; Ναι του λέω μπάρμπα. Αντε πάντε να το φέρετε και ελάτε στο σπίτι να παίξουμε μερικές κοντιλιές. Φύγαμε με τον φίλο και γείτονα μου τον Δημήτρη και πήγαμε στο σπίτι μου. Πήρα το μπουζούκι μου και είπα στη Μάνα μου ότι θα ήμουνα στο σπίτι του μπάρμπα Χριστόφορου που δεν ήταν μακριά από το δικό μας. Πήγαμε λοιπόν και κουρτίσαμε τα όργανα και αρχίσαμε να παίζουμε κοντιλιές . Η θειά Ειρήνη (η γυναίκα του μπάρμπα) μας έφερε ρακή και αγγουράκι με ντομάτα για μεζέ. Η θειά ηταν το γυναικείο αντιγραφο του μπάρμπα !! Καλοντιμένη πάντα, καλοντενισμένη, πρέπει στα νιάτα της να ήταν φοβερή γυναίκα. Πάιζαμε λοιπόν τα όργανα και λέγαμε μαντινάδες και μας πήρε η νύχτα χωρίς να το καταλάβουμε . Οπότε λέει ο μπάρμπας. Πάμε μια καντάδα ; Και δεν πάμε του λέω . Βγήκαμε εξω από της θειάς μου της Μπρόκαινας το σοκάκι και συνεχισαμε προς του κατσούλι το πηγάδι από το σοκάκι των Κόττιδων. Συνεχήσαμε πρός την Παναγία και κάναμε τον κύκλο της απάνω γειτονιάς . Ο Δημήτρης έλεγε μαντινάδες ( της είχε μάθει φαίνεται από τον μπάρμπα του τον Μελά Μανώλη) και εμείς με το μπάρμπα παίζαμε τα όργανα. Λέγαμε και εμείς βέβαια αλλά τις πολλές ο Δημήτρης.  Αυτή ήταν η τελευταία φορά που βγήκα νυχτερινή καντάδα στο χωρίο. Ο μακαρίτης ο Τσίφτης το είχε παράπονο και μου το έλεγε τα τελευταία χρόνια πριν βάλει τέλος στη ζωή του, θεός σχωρέστον. Πότε μωρέ θα κάνεις μια καντάδα να την ακούσω πριν ποθάνω ; Ελπίζω κάποτε να βρώ παρέα να κάνω πάλι μια νυχτερινή καντάδα στο χωριό. Μονο που δεν ξέρω αν οι νεολιμνιώτες θα έχουν την διάθεση που είχαν οι παλαιοί, που διστυχώς έχουν πεθάνει οι περισσότεροι, να μας ακούσουν με ευχαρίστηση και να μας κεράσουν μια ρακή όπως έκαναν οι παλαιοί !!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου