Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

ΤΑ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ ΤΩΝ ΘΕΡΙΝΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Την δεκαετία του πενήντα οι χωριανοί νοικοκυρέοι απο τον Μάη άρχιζαν το θέρος από τα κουκιά,το βίκο, την ταγή, τον αρακά και συνέχιζαν τον Ιούνη με τα κριθάρια και τα στάρια. Και φυσικά ακολουθούσε τα αλώνισμα όλων αυτών Ιούνη και Ιούλη. Τον Αύγουστο και μέχρι να γίνουν τα σταφύλια τα γαϊδούρια ξεκουραζόντουσαν. Έτσι κάθε πρωί και κάθε απόγευμα πηγαίναμε τα γαϊδούρια στα αλώνια στις καλαμιές (ότι είχε απομείνει από το θέρος ) για να βοσκήσουν. Χωρίς σαμάρι γιατί τα γαϊδούρια θέλουνε να κυλιστούν στο χώμα το καλοκαίρι. Ενα απόγευμα Αυγούστου του 1957 μας έστηλαν με τον ξάδελφό μου τον Κωστή Ζαχαρενάκη να πάρουμε τις γαϊδούρες της θειάς μου Καδιανής και ο Κωστής του μπάρμπα Μανόλη Γιοργαντέ (Μυλωνάκη) από τα αλώνια. Πήγαμε τους πήραμε και γυρνάγαμε καβάλα στο χωριό. Τα αλώνια ήταν εκεί που είναι σήμερα το κέντρο Διγενής Παλλάς. Για να πάμε και να γυρίσουμε περνάγαμε μέσα από τον ποταμό που το καλοκαίρι δεν είχε νερό και χρησίμευε για δρόμος, από την καμάρα του νεκροταφείου μέχρι την βορνή καμάρα. Βέβαια στον ποταμό μπορούσες να συναντήσεις από αμυγραλόκουπες, ξερές αγκυνάρες μέχρι τσιμεντοσακούλες και ότι άλλο ήθελε βάλει το μυαλό σου. Ο Κωστής ήθελε να το παίξει καουμπόϋς και κτυπούσε τη γαϊδούρα με τα πόδια του στη κοιλιά, αναγκάζοντάς την να τρέχει. Η δικία μου όσο και να την τσιγλούσα δεν έπερνε χαμπάρι, γιατί ήταν μεγαλύτερη σε ηλικία. Ασε που την λυπόμουνα και δεν την κτυπούσα. Έτρεχε λοιπόν μπροστά ο Κωστής με την γαϊδούρα του μπάρμπα του Γιοργαντωμανόλη και πιο πίσω εγώ με την γαϊδούρα της θειάς μου. Ελα ντε που ενα κομάτι τσιμεντοσακούλας που κουνήθηκε μέσα από μια λιγιά τρόμαξε την γαϊδούρα του Κωστή και έπιασε απότομα φρένο με αποτέλεσμα ο Κωστής να φύγει μεγαλοπρεπέστατα από την πλάτη της γαϊδούρας, κάνοντας μια τούμπα στον αέρα πάνω από το κεφάλι της και να προσγειωθεί ανώμαλα με τον κώλο πάνω σε μια ξερή αγκινάρα. Ωωωωωωωωωω το κώλο μου, φώναξε ο Κωστής  Εγώ ξεπέζεψα και πήγα να δώ αν κτύπησε. Βλέποντας την αγγινάρα καρφωμένη στο πισινό του έβαλα τα γέλια. Σταμάτα να γελάς μωρέ και βγάλτηνε από πίσω μου. Μου είπε ο Κωστής. Του την τράβηξα και τον απελευθέρωσα από την αγγινάρα. Εντομεταξύ η γαϊδούρα είχε φύγει γατί βοβήθηκε και ο Κωστής μου είπε .Φέρε να κρατώ την δική σου και τρέχα να πιάσεις την γαϊδούρα του Μπάρμπα πριν πάει σε κανα αμπέλι και βρούμε τον μπελά μας, γιατί εγώ δεν μπορώ να κουνήσω. Πήγα και μάζεψα την γαϊδούρα πήρα και την άλλη της θείας μου και λέω του Κωστά αντε να τις πάμε στο χωριό. Πήγαινε τις εσύ, εγώ θα κάτσω λίγο να συνέλθω και έλα μετά να με πάρεις. Πήγα πρώτα στο σπίτι του Μπάρμπα και έδεσα τη γαϊδούρα στο σταύλο. Με βλέπει η Θεία η Μαρία και με ρωτά. Ηντάκαμες τον Κωστή ;. Θα έρθει πιο μετά γιατί του έκατσε ένα αγγιναρόφυλλο. Της απήντησα.  Βγαίνοντας από την αυλόπορτα συνάντησα τον Μπάρπα Μανόλη που ερχόταν από το καφενείο για να πάρει <<προμήθειες>>  για την βραδυνή ρακή. Πούνε μωρέ σαρακατσάνη (έτσι με έλεγε ο μπάρμπας επειδή είχα γεννηθεί στον Τύρναβο) ο συνέταιρος σου; Ασε μπάρμπα και έπεσε σε μια αγγιναροκεφαλή με τον κώλο και δεν μπορεί να κουνήσει !! Καλά να πάθει γιατί τσιριτά(τρέχει) τη γαϊδούρα μου. Κι όποιος πηδά πολλά παλούκια ενα δα μπεί στον κώλο του. Και να μην του πείς οτι μου το'πες, ακούς ; Είπε ο Μπάρμπας και ξανάρχησε να γελά με το πάθημα του ανηψιού του. Καλά μπάρμπα είπα και έφυγα για να πάω την άλλη γαϊδούρα στο σταύλο της θειάς μου. Όταν μετα το βράδυ πήγαμε στο καφενείο του Μπάρμπα για την βραδυνή γαζόζα η καζούρα που του έκανε ο μπάρπας δεν περιγράφεται. Ο Κωστής έκανε μερικές μέρες να συνέλθει από τα τσιμπήματα της ξερής αγγινάρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου