
Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013
ΕΝΑΣ ΤΥΧΕΡΟΣ ΛΑΓΟΣ
Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013
ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ και τελευταίο)
Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013
ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (Μέρος Β)
Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013
ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΖΕΣΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ
Τρίτη 27 Αυγούστου 2013
Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ
Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013
Η ΒΟΥΡΛΙΑ ΔΕ ΣΚΟΝΕΙ ΠΟΛΥ ΒΑΡΟΣ
Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013
ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Κυριακή 2 Ιουνίου 2013
ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΛΙΜΝΩΝ (ΤΑ ΜΕΤΟΧΙΑ ΤΩΝ ΛΙΜΝΩΝ)
Πέρνοντας αφορμή από μια βόλτα που έκανα τον περασμένο μήνα για να δώ αν έχει ελιές φέτος (λιγο νωρίς) και περισσότερο να κάνω μια βόλτα στις Ηνωμένες πολιτείες των Λιμνών όπως έλεγε η θειά μου η Καδιανή τα Μετόχια των Λιμνών, αποφάσισα σήμερα να γράψω όσα έχω μάθει για αυτά και όσα θυμάμαι από τις παλιές επισκέψεις μου σ'αυτά. Στα βιβλία του Στέργιου Σπανάκη τα Μετόχια των Λιμνών αναφέρονται για πρώτη φορά στην απογραφή του 1881 ως Μετόχια Λιμνών και τα ονομάζει, Λουσέστρο, Αγια Πελαγία, Δυό Πρίνοι,Δράκος, Κερατίδια ,Αγιος Γεώργιος, Καλός Λάκκος, Χοιροβοσκός, Κατσίκια, Ραϊνιδω, Λενικά, με 204 κατοίκους. Στην απογραφή του 1900 αναφέρονται πάλι ως Μετόχια Λιμνών με 371 κατοίκους. Το 1920 οι Λίμνες κάνουν δική τους κοινότητα ενώ πρώτα ανοίκαν στο Δήμο Χουμεριάκου. Τα μετόχια Λιμνών συμπεριλαμβάνονται κι αυτά στη κοινότητα Λιμνών, εκτός από τα Λενικά και τα Κατσίκια που πηγαίνουν στο Δήμο Αγίου Νικολάου. Επίσης δεν αναφέρονται οι οικισμοί Χοιροβοσκού, Ραϊνιδω, Κερατίδια και Αγιος Γεώργιος, που μάλλον έπαψαν να κατοικούνται. Το 1920 λοιπόν ο Σπανάκης αναφέρει οτι οι οικισμοί είχαν κατοίκους το Λουσέστρο 69, η Αγια Πελαγία 80, οι Δυό Πρίνοι 22, ο Δράκος 30, ο Καλός Λάκκος 49. Όλη η κοινότητα Λιμνών αριθμούσε το 1920 αριθμούσε πάνω απο 1200 κατοίκους (μόνο οι Λιμνες είχαν 915 κατοίκους). Απο τοτε μέχρι το 1951 ενώ οι κάτοικοι ελαττωνόταν στις Λϊμνες (1928=880, 1940=897, 1951=840)στα Μετόχια αυξανόταν λόγω του πολέμου και της κατοχής πυθανόν. (Λουσέστρο 1940=111, 1951=112, Αγια Πελαγία 1940=102,1950=104, οι μεγαλύτεροι οικισμοί).Για να αρχίσουν να ελαττώνονται και στα Μετόχια από το 1961 και μετά, μέχρι που σε μερικά από αυτά να μην υπάρχουν κάτοικοι. Μάλιστα λόγω της αύξησης του πλύθισμού στα Μετόχια ιδρύθικε το Δημοτικό Σχολείο στη Αγια Πελαγία. Δεν γνωρίζω πότε ακριβώς, άρχισε να λειτουργεί, αλλά υποθέτω μετά την κατοχή. Μάλιστα λεγόταν ότι είχε μέχρι 40 παιδιά. Ο Δάσκαλος του Σχολείου ο Πεδιαδίτης με το παρατσούκλι ντενεκές (που δεν ήταν καθόλου ντενεκές το αντίθετο μάλιστα) έκανε καλή δουλεία στο σχολείο της Αγίας Πελαγίας. Οπως είχε κάνει και στα Σχολεία στα χωριά της Ιεράπετρας. (γιαυτό του έχουν κάνει άγαλμα στη Καλαμάφκα ). Στη μνήμη μου είναι χαραγμένη η πρώτη επίσκεψη μου στις ηνωμένες πολιτείες των Λιμνών. Με την θειά μου την Καδιανή ξεκινήσαμε να πάμε στα Ατζιμπραγά να πάρουμε τυριά από τον Πυθαρουλογιώργη (ενοίκιο για τα χωράφια που έβαζε τα πρόβατά του).Καβάλα στα καπούλια της γαϊδάρας και με τη θειά να κάθεται στο σωμάρι περάσαμε τον βόλακα και φτάσαμε στου Χατζη πατέρα τη στέρνα. Αριστερά πάνω στο λόφο ηταν ο οικισμός Δυό Πρίνοι. Η θειά μου λέει Θωρείς κιανέ τα σπίθια εκιά ειναι οι Δυό Πρίνοι. Φτάνοντας στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία συναντήσαμε αθρώπους που πηγαίνανε στα χωράφια και στα σπίτια φαινόταν γυναίκες και κοπελάκια που παίζανε. ΛΙγο παρακάτω μου λέει η θεια. Να θωρεις απέναντι τα σπίθια; εκιά ειναι ο Δράκος. Ο Δράκος αναρωτήθηκα ; Κι ηντα γυρεύει ο Δράκος στα σπίθια ρώτησα τη θεια μου, (με την παιδική μου νοημοσύνη ηταν αδιανόητο ενας δράκος να ζεί με τσ'αθρώπους και να μη τσοι τρώει) !!Η θειά μου έβαλε τα γέλια και μου λέει. Δεν έχει Δράκο μωρέ, έτσα λένε το χωριό. Ησύχασα μια και δεν διατρέχαμε κίνδυνο από το Δράκο και συνεχίσαμε το ταξίδι. Στο πόρο του Καλού Λάκκου στρίψαμε δεξιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε την ανηφόρα για να βγούμε στο σελή τσ' αγγαραθιάς. μετά από λίγο μου λέει η θειά. Θωρείς εκιέ κάτω χαμηλα΄σπίθια; Εκια είναι του χοιροβοσκού. Εμείς θα πάμε αριστερά στις σκάλες να κατεβούμε στ΄ατζιμπραγά. Φτάσαμε μετά από λίγο και το πρώτο πράμμα που μου έκανε εντύπωση ήταν οι στέρνες που μάζευαν το νερό και πότιζαν τα οζά του οι άθρωποι. Ο Πυθαρουλογιώργης είχε τα πρόβατα του στο νοτικό τση Οξάς και του φώναξε η θειά να κατεβεί να μας δώσει τυρί. Εμένα μου λέει, πάνε μωρέ εκιέ στο φράμμα να δείς αν έχει αγγινάρες. Επήγα μα ηταν μικιές και γυρνότας λέω τση θειάς οτι είναι ακόμα μικρές για να κοπούνε. Αφού πήραμε τα τυριά πήγαμε κιανοίξαμε το σπίτι μας και έβαλε η θειά το γαϊδαρο στο στάβλο που είχε αχερά και του έδωσε να φάει κιεμείς κάναμε μια βόλτα στα χωράφια. Εδω μου λέει ερχότανε ο παπούς σου και με τον αδερφό του που έμενε στα Λενικά εφτιάχνανε τα χωράφια τους. Αφού ξεκουραστήκαμε και φάγαμε κολατσό ξεκινήσαμε για το γυρισμό. Εδά δα πάμε από αλλού μου λέει η θειά να δείς και άλλους τόπους. Έτσι πήγαμε στον καλολάκκο. Η θειά μου έδειξε στο λιβάδι που ήταν στερνιασμένα νερά . Η θειά μου εξηγούσε γιατί τον βγάλανε καλολάκκο από τα νερά που μαζευόταν και κάνανε κήπους. Περάσαμε μέσα από τα σπίτια. Κοπέλια δεν είδα. Ηταν όμως άθρώποι στα χωράφια και μερικοί γέροι στα σπίτια. Συνεχίσαμε ανεβήκαμε το βουνό και κατεβήκαμε από την άλλη μεριά και είδα τα σπίτια της Αγίας Πελαγίας μάλιστα στο Σχολείο κτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα και έβλεπα τα παιδιά που έβγαινα από το σχολειό στη αυλή. Ένοιωσα ευχάριστη έκπληξη που υπήρχε σχολείο σ' αυτό το χωριό. Ήταν βέβαια μεγαλύτερο από τα άλλα χωριά που συναντήσαμε και είχε περισσότερους κατοίκους. Συνεχίσαμε το δρόμο μας και φτάσαμε σε μια διακλάδωση που ψηλά στο βουνό φαινόταν μερικά σπίθια. Εκεί πάνω μου λέει η θειά μου είναι το Λουσέστρο. Κάθονται αθρώποι θειά ρώτησα. Αμέ μου λέει. Ο Μπάρμπας ο Χριστοφίλης και τα κοπέλια του κάθονται εκιά κιάλλοι. Είπε η θεία και συνεχίσαμε το δρόμο μας για τον Αγιο Λουκά και μετά στο χωριό. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έκανα τον κύκλο των ηνωμένων πολιτειών των Λιμνών. Πολλά χρόνια μετά οταν ειχα πατρευτεί και έκανα παιδιά έκανα ξανά αυτόν τον κύκλο. Αλλά οι οικισμοί ήταν έρημοι χωρίς ανθρώπους και τα περισσότερα σπίτια χωρίς σκεπές, μεσοχαλασμένα. Δυο Πρίνοι, Δράκος, Καλός Λάκος, χωρίς ανθρώπους. Έρημοι συνοικισμοί. Ανέβηκα με την κλούβα μου το βουνό και ειδα την Αγία Πελαγία. Στο σχολείο δεν υπήρχαν παιδία ήταν κλειστό. Το Σχολείο δεν λειτουργούσε πλέον. Στο χωριό ήταν καμιά δεκαριά όλοι κι όλοι κάτοικοι. Στο Λουσέστρο ακόμα λιγότεροι. Του είχαν αλάξει και την ονομασία. Στεναχωρέθηκα για αυτή την κατάληξη των άλλοτε ζωντανών ηνωμένων πολιτειών των Λιμνών. Μήπως όμως και το ίδιο το χωριό μας δεν πάει σιγά σιγά να ερημώσει ; Το Σχολείο έκλεισε. Οι νέοι φεύγουν. Ισως η οικονομική κρίση να γυρίσει μερικούς στο χωριό, όπως έγινε στοι δυό πρίνους που είδα που έχουν κάτσει δυό οικογένειες βοσκών (Κατρίνιδες από οτι μου είπε ο Γιώργης ο Πυθαρούλης που κάθεται κιαυτός στη διασταυρωση για τον Δράκο). Αν κρατήσει η οικονομική κρίση για μερικά χρόνια ίσως μαζευτούν αρκετοί στα χωριά, όπου θα μπορούν να κάνουν κι ένα κήπο και να τα βολεύουν καλύτερα απ'ότι στις πόλεις που προβλέπεται να πέσει πείνα.
Κυριακή 12 Μαΐου 2013
ΠΧΙΟ ΟΓΛΙΓΟΡΑ ΓΛΑΚΟΥΝΕ ΤΑ ΣΚΑΓΙΑ ΑΠ'ΤΟ ΛΑΓΟ
Οψές εκαθόμαστε στο σπίτι στο χωριό και λέει η Ρένα: Έχω μαγερέψει, να φάμε εδά γι δε πεινάς. Λέωτση, δεν πεινώ, είναι νωρίς ακόμη για να φάμε. Τότε μου λέει, να πάμε μια βόλτα στα χωράφια να δούμε αν έχουνε οι ελιές καρπό. Ογλίγορα είναι ακόμη για τσι ελιές αλλά είναι καλή η ιδέα σου για τη βόλτα. Μπήκαμε στο φιατάκι του γιού και φύγαμε. Πιάσαμε τον παλιό εθνικό δρόμο και βλέπαμε τις ελιές στα χωράφια. Περάσαμε από το Μαυρογένη και συνεχίσαμε στο χωματόδρομο για του Χατζή Πατέρα τη στέρνα. Μετά ανηφορίσαμε για το προφήτη Ηλία στσι Δυό Πρίνους. Εξάνοιγα στα σπίτια και ήδα σε κάποιο απο αυτά που ήταν κι ασπρισμένο σεντόνια απλωμένα. Λέω τσι Ρένας γίαε απλωμένα ρούχα σε κιονέ το ασπρισμένο σπίτι!!! Εκάτσανε πάλι στσι δυο πρίνους αθρώποι με τη οικονομική κριση. Και πούσε ακόμη μου λέει. Πήραμε τον κατήφορο για του παχύ Γιάννη και λέω τση Ρένας. Λές να βρούμε το Πυθαρούλη στο σπίτι που εχει φτιάξη στη διακλάδωση για το Δράκο ; Πράγματι ο Γιώργης ήταν εκεί. Δεν με γνώρισε με τα μούσια και οταν του είπα ποιός είμαι εκουζουλάθηκε. Γαμω το κιθιό σου πως εγίνηκες ετσά και δε σε γνώρησα!! Κατέβα να σας εκάμω ενα καφέ να τον επχήτε. Κάτσαμε στο εξοχικό του και η Ρένα τον ρωτούσε πως τα περνά στη ερημιά, χωρίς ανέσεις. Δεν είναι ερημιά λέει ο Γιώργης και έχω ότι θέλω. Νεράκι του θεού από τη νταράτσα, δεξαμενή απο κάτω από το σπίτι,τον κήπο μου από την κάτω πάντα. Κάθε μέρα περνούνε τουρίστες με ποδήλατα και αυτοκίνητα και ο Χαρουλατρέας έκτησε κιαυτός ένα σπίτι πχιό πέρα και έχω παρέα. Αφού ήπιαμε τον καφέ με ρωτά ο Γιώργης: Και ήντα αέρας σας έφερε στο χωριό; Λυπητερός του λέω. Επόθανε του Χριστόφορου του Πατεράκη ο Φιλήμονας ο Αρχημανδρίτης και τον εφέρανε χθες και τον θάψαμε στον Αγιάννη. Ο θεός να τον συχωρέσει μου λέει. Και με ξαναρωτά: Μωρέ ο Αθανάσης ο Μυλωνάκης ητανε συγγενής του θαρώ. Ναι του λέω. Ήτανε αδερφός της Μάνα του της Ειρήνης. Ακου λοιπόν μου λέει μια ιστορία με τον Αθανάση. Ημουνα νεαρός και μέναμε στσι δυο πρίνους και είχα βγει να βρώ ανεμολιαστούς χοχλιούς. Ξαφνηκά άκουσα στα χόρτα πατημασιές λαγού μερικά μέτρα απο μένα. Εχώστηκα και περήμενα να δώ που ήταν ο λαγός. Αυτός είχε βγει σε ένα μπαμπουράκι και είχε σηκωθεί ορθός στα δυο πόδια και ξάνηγε γυρο-γυρο. Εσκεφτόμουνα ήντα να κάνω που δεν κρατουσα ντουφέκι να του πάίξω. Ξαφνηκά άκουσα τον αμανέ του Αθανάση που ερχότανε από τον προφήτη Ηλία και τραγουδούσε μαντηνάδες. Έφυγα σιγά-σιγά για να μην ανελώσω το λάγό και πήγα και τον βρήκα. Ητανε καβαλάρης στον γαϊδαρο και έσερνε δυο αηλιές (αγελάδες), δεμένες στο σωμάρι του γαϊδάρου. Εκρατούσε τον τσιφτέ στη μποδιά του και του είπα για τον λαγό. Κάτσε να δέσω το γαϊδαρο στο γύρο και εσύ πήγαινε από την πάνω μπάντα να πετάξεις δυο πέτρες όταν σου κάνω νόημα. Ειπε ο Αθανάσης και πήγε από την κάτω μεριά. Πήγα από την πάνω μεριά και οταν μου εκανε νόημα, άρχησα να πετώ πέτρες. Ο λαγός δεν φαινόταν πουθενά. Ο Αθανάσης μου έβαλε τσι φωνές. Που είναι μωρέ ο λαγός ; Δεν πρόλαβα να απαντήσω και πετάται ο λαγός, από μεσα από τα χόρτα. Που πάς μωρέ λαγέ λέει ο Αθανάσης. Δε το κατέχεις πως τα σκάγια γλακούνε πιο ογλήγορα από σένα ; Και μπάμ με τον τσιφτέ και πάρε τον λαγό κάτω. Με φορα που ειχε ο λαγός, έκανε τέσσερεις κουλουμούτρες πριν πέσει κάτω. Πιάστωνε μωρέ Γιωργιό λέει ο Αθανάσης. Πήγα τον πήρα και τον έδωσα στον Αθανάση. Λεει τοότε ο Αθανάσης. Ηντα μου τον εδίνεις μωρέ. Εσύ δεν τον βρήκες, εσύ δα τον επάρεις. Δικό σου είναι. Εγώ δα βρώ αλλον στο Καλο Λάκο. Πήρα τον λαγό και τον πήγα σπίτι, αλλά μου έμεινε αυτό που είπε ο Αθανάσης στο λάγό πριν τον σκωτώσει. Που πάς μωρέ λαγέ δε το κατέχεις πως τα σκάγια γλακούνε πιο ογλήγορα από σένα ; Είπε ο Γιώργης τελειώνοντας την ιστορία του.
Σάββατο 11 Μαΐου 2013
ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΙΟ Σ'ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΦΙΛΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΗ

Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)